Στο στόχαστρο τόσο της Αριστεράς όσο και πολλών ειδικών έχει μπει τα τελευταία 24ωρα στη Γαλλία ο νόμος περί δημόσιας ασφάλειας που ψηφίστηκε τον Φεβρουάριο του 2017, σε ένα διαφορετικό τότε πλαίσιο, με φόντο μια σειρά τζιχαντιστικών επιθέσεων, επί προεδρίας του σοσιαλιστή Φρανσουά Ολάντ και πρωθυπουργίας Μπερνάρ Καζνέβ. Περισσότερο από όλα, αμφισβητείται το ακόλουθο απόσπασμα, που κρίνεται υπερβολικά ασαφές και άρα επικίνδυνο: «Οι αστυνομικοί μπορούν να κάνουν χρήση των όπλων τους κατά τρόπο αυστηρά αναλογικό (…): Οταν δεν μπορούν να ακινητοποιήσουν, παρά μόνο με χρήση των όπλων, οχήματα (…) των οποίων οι οδηγοί δεν συμμορφώνονται προς τη διαταγή ακινητοποίησης και των οποίων οι επιβαίνοντες ενδέχεται να απειλήσουν, καθώς τρέπονται σε φυγή, τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα των ιδίων ή άλλων ανθρώπων».
«Μαζί με άλλους ειδικούς και δημοσιογράφους», επισημαίνει σε συνέντευξη που παραχώρησε στην ιταλική εφημερίδα «La Repubblica» ο γάλλος κοινωνιολόγος Σεμπαστιάν Ροσέ, ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS), «στήσαμε ένα παρατηρητήριο όπου συλλέγουμε όλα τα δεδομένα γύρω από τη χρήση όπλων από αστυνομικούς εναντίον πολιτών. Υπάρχουν στατιστικά στοιχεία για τα τελευταία 10 χρόνια, και μπορούμε ξεκάθαρα να δούμε πως το σημείο καμπής είναι ο νόμος του 2017 που διεύρυνε τους κανόνες για τη χρήση όπλων, ακόμα και εκτός της αυτοάμυνας. Εχουμε επίσημα στοιχεία, που δημοσιεύθηκαν πέρυσι στην επιθεώρηση “Esprit”, και δείχνουν ότι από την ψήφιση του νόμου και εξής οι περιπτώσεις χρήσης όπλου από αστυνομικούς εναντίον πολιτών πενταπλασιάστηκαν».
Σύμφωνα με τον Ροσέ, υπάρχει πρόβλημα ελλιπούς εκπαίδευσης των αστυνομικών, καθώς και έλλειψης σαφών οδηγιών, με μια αναποτελεσματική ιεραρχία. «Κι έπειτα», λέει, «υπάρχει ένα αίσθημα ατιμωρησίας». Θα αποδοθεί άραγε αυτή τη φορά δικαιοσύνη; «Η αστυνόμευση της αστυνομίας δεν είναι ανεξάρτητη» λέει ο γάλλος κοινωνιολόγος. «Πολύ σπάνια στέλνεται αστυνομικός στη φυλακή. Και η γνώση αυτή δυσχεραίνει σημαντικά τον κατευνασμό της κατάστασης».







