Την περασμένη Κυριακή, όταν ο Ερντογάν κέρδιζε, για έκτη φορά, μια εκλογική αναμέτρηση στην Τουρκία, στην Ισπανία ένα «μπλε κύμα» σάρωνε στις τοπικές εκλογές. Οι Σοσιαλιστές ηττήθηκαν, οι κάποτε σαρωτικοί Podemos περιορίστηκαν σε ένα φτωχό 2% και οι ελπιδοφόροι κάποτε Ciudadanos εξαφανίστηκαν ολοκληρωτικά. Την ίδια ημέρα, στην Ιταλία, ο δεξιός συνασπισμός κέρδιζε καθαρά τις αυτοδιοικητικές εκλογές, συμπιέζοντας κι άλλο την ηττημένη Κεντροαριστερά. Και το γνώριμο ερώτημα των τελευταίων χρόνων επανήλθε στις πρώτες σελίδες των ευρωπαϊκών εφημερίδων: Γιατί στρίβει δεξιά το τιμόνι της Ευρώπης; Ζούμε στ' αλήθεια μια εποχή συντηρητικής ηγεμονίας;
Η πολιτική, βέβαια, παραμένει, σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό, μια τοπική προπάντων υπόθεση. Ακόμη και σ' έναν τόσο στενά διασυνδεδεμένο κόσμο οι διεθνείς τάσεις επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται με εθνικούς κάθε φορά όρους. Αλλά μήπως πράγματι ένα συντηρητικό κύμα, με διαφορετικά έστω εθνικά χαρακτηριστικά, απλώνεται στην Ευρώπη, από το Ελσίνκι ως τη Μαδρίτη; Και μήπως το κύμα δεν περιορίζεται στην Ευρώπη μόνον; Στη Λατινική Αμερική, για παράδειγμα, το πρόσφατο ισχυρό «ροζ κύμα» φαίνεται να αντιστρέφεται. Η Αργεντινή ετοιμάζεται να στρίψει δεξιά. Η Χιλή, που ξάφνιασε πρόσφατα τον κόσμο εκλέγοντας Πρόεδρο έναν 35χρονο ριζοσπάστη της Αριστεράς, δίνει σημάδια συντηρητικής παλινόρθωσης. Και στον Βορρά της ηπείρου, στις ΗΠΑ, η απειλή μιας επιστροφής Τραμπ μπορεί να παραμένει ανατριχιαστική, αλλά δεν μοιάζει πια τόσο απίθανη.
Φυσάει δεξιά, λοιπόν, στον κόσμο; Και μήπως αυτός ο άνεμος εξηγεί και τις ελληνικές εκλογικές τάσεις; Το ερώτημα μπορεί να είναι επικίνδυνα παραπλανητικό. Γιατί ο όρος «δεξιό κύμα» ή «δεξιά στροφή» αθροίζει και ενοποιεί τρία πολύ διαφορετικά πολιτικά φαινόμενα.
Το ένα είναι η αντοχή της «διεθνούς των αυταρχικών», αυτού του κλαμπ στο οποίο μετέχουν ηγέτες όπως ο Ερντογάν, ο Πούτιν, ο Ορμπαν, ο Μπολσονάρο, ο Ναρέντρα Μόντι ή ο Τραμπ. Που βασιλεύουν σε (ή ονειρεύονται να εγκαταστήσουν) αυταρχικά καθεστώτα «ανελεύθερης δημοκρατίας», όπου οι εκλογές διατηρούν τη δημοκρατική επίφαση, αλλά όλο το πλέγμα των ελευθεριών και των δικαιωμάτων που συγκροτούν το δημοκρατικό κεκτημένο βρίσκεται υπό διαρκή συρρίκνωση. Και όπου η πολιτική κυριαρχία συντηρείται όχι μόνον με τη χρήση βίας (χωρίς και αυτή να αποκλείεται) ή τη συστηματική νόθευση ή και κατάργηση του ελεύθερου πολιτικού ανταγωνισμού. Συντηρείται κυρίως με τη διαρκή και συστηματική εμβάθυνση του πολωμένου διχασμού κοινωνιών που μοιάζουν σχισμένες στα δύο, με μια άβυσσο να χωρίζει ταυτοτικά και πολιτιστικά τα δύο της ημισφαίρια. Οι τουρκικές εκλογές της περασμένης Κυριακής είναι ένα καλό παράδειγμα επιτυχούς εφαρμογής της μεθόδου.
Το δεύτερο φαινόμενο είναι η άνοδος της alt-right, μιας ριζοσπαστικής, ξενοφοβικής, αντι-μεταναστευτικής, εθνικιστικής Ακροδεξιάς, που σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες χτυπά την πόρτα της εξουσίας. Από την Αυστρία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία ως την Ισπανία, όπου το Vox, το ακροδεξιό κόμμα που έσπασε το μετα-Φρανκικό ταμπού, ήταν στους κερδισμένους των πρόσφατων εκλογών κι ετοιμάζεται να πάρει μέρος σε μια προσεχή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Και στην Ιταλία, άλλωστε, η Μελόνι, που ξεκίνησε την πολιτική της καριέρα κάτω από τη σημαία με τη φασιστική τρίχρωμη φλόγα, στερεώνει την κυριαρχία της σ' ένα πλειοψηφικό δεξιό μπλοκ.
Δίπλα σε αυτές τις δύο, αρκετά συγγενείς μεταξύ τους, τάσεις, ανιχνεύεται και μια τρίτη, εντελώς διαφορετικής τάξης τάση. Είναι η κίνηση του εκκρεμούς από τα αριστερά προς τα δεξιά, που παρατηρείται σε αρκετές ευρωπαϊκές δημοκρατίες και ευνοεί πολιτικούς σχηματισμούς της Κεντροδεξιάς, παραδοσιακούς ή λιγότερο παραδοσιακούς, συντηρητικούς ή λιγότερο συντηρητικούς. Αυτή η κίνηση του εκκρεμούς, στον βαθμό που παρατηρείται, δεν έχει, φυσικά, τίποτε το ασυνήθιστο, το δραματικό ή ακόμη λιγότερο το προβληματικό. Είναι η συνηθισμένη και φυσιολογική λειτουργία της εναλλαγής στα πλαίσια της δημοκρατικής κανονικότητας. Συνοδεύεται, ωστόσο, στη σημερινή συγκυρία από δύο κρίσιμα ερωτήματα.
Το ένα είναι αν η εκλογική άνοδος της «κατεστημένης», «συστημικής» Κεντροδεξιάς, όπου παρατηρείται, συνοδεύεται και από την άνοδο μιας αντιδραστικής, αντισυστημικής Ακροδεξιάς, και αν αυτή η δεύτερη παρασύρει την πρώτη, την έλκει προς τα δικά της ακραία συνθήματα, τις δικές της προτεραιότητες και ευαισθησίες. Οπως συνέβαινε, για παράδειγμα, στην Ισπανία, υπό την προηγούμενη ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος, που για να μην την απειλήσει η νεοφυής Ακροδεξιά, προσπαθούσε να την υπερκεράσει. Συμβαίνει λιγότερο υπό τη σημερινή ηγεσία του, που μετατοπίστηκε αισθητά προς το Κέντρο. Το ίδιο συνέβη στο Ηνωμένο Βασίλειο όταν ο ακροδεξιός ακτιβισμός του Brexit από το πολιτικό περιθώριο ξεχείλισε και κέρδισε την ηγεμονία και στο Συντηρητικό Κόμμα. Συμβαίνει λιγότερο στις ημέρες του Ρίσι Σούνακ, τώρα που έρπει η σιωπηλή, προς το παρόν, συνειδητοποίηση πως το Brexit ήταν ένα μεγάλο φιάσκο. Αφησε όμως πίσω του ένα ακραίο και δηλητηριώδες αντι-μεταναστευτικό αίσθημα.
Το δεύτερο και κρισιμότερο ερώτημα είναι τι είδους κοινωνική δυναμική είναι αυτή που κινεί το εκκρεμές προς τα δεξιά στην Ευρώπη γενικά και σε κάθε χώρα ξεχωριστά. Ο Αλέν Τουρέν έλεγε κάποτε ότι στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες την κίνηση του πολιτικού και ιδεολογικού εκκρεμούς προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά κινεί η μετατόπιση των αχανών μεσοστρωμάτων της κοινωνικής πλειοψηφίας ανάμεσα στην ελπίδα της ανόδου και τον φόβο της πτώσης. Το κρίσιμο, λοιπόν, για την πιεζόμενη παντού Κεντροαριστερά είναι να ανιχνεύσει σωστά αυτήν τη μετατόπιση και τις πραγματικές της αιτίες. Και να βρει νέες, πειστικές απαντήσεις στους πραγματικούς νέους φόβους και τις νέες προσδοκίες - αντί να επαναλαμβάνει τις χθεσινές συνταγές, αντί να αιχμαλωτίζεται, προπάντων, η ίδια από τη φτηνή και άσφαιρη προπαγανδιστική δαιμονοποίηση του αντιπάλου της. Ισχύει, νομίζω, και για τα καθ' ημάς.