Μετά την ήττα του 2019 ο Αλέξης Τσίπρας υποσχέθηκε ότι θα αλλάξει και θα ανανεώσει το κόμμα του, αφού μελετήσει και αξιολογήσει τα λάθη και τις αδυναμίες της κυβερνητικής του θητείας. Ωστόσο ο χρόνος κυλούσε και εκείνος δυσκολευόταν να εκπληρώσει μετεκλογικές του υποσχέσεις. Επί τρία χρόνια ταλαντευόταν, αποφεύγοντας τη σύγκρουση με τη συνομοσπονδία δυνάμεων που ορίζει τον ΣΥΡΙΖΑ. Δώδεκα μήνες πριν στηθούν οι τωρινές κάλπες έκανε μια απόπειρα να «κουνήσει» τα λιμνάζοντα νερά του κόμματός του, αλλά απεδείχθη ασθενής και ημιτελής. Και έτσι το κόμμα του και ο ίδιος παρέμειναν εγκλωβισμένοι και εξαρτημένοι από τον γνωστό εχθροπαθή παλαιοκομματικό κύκλο που υποσχόταν υποτίθεται «δικαιοσύνη παντού», αλλά δεν μπορούσε να προσθέσει ούτε γραμμή σε ένα σχέδιο συνεκτικό και οργανωμένο για τη χώρα και τους πολίτες. Ο τρόπος που πολιτεύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ όλα τα προηγούμενα χρόνια των επάλληλων κρίσεων μόνο έλλειμμα κατανόησης των συνθηκών και αδυναμία προσδιορισμού καθαρής γραμμής φανέρωνε και τίποτε άλλο. Ιδιαιτέρως στην τελευταία φάση της μεταπανδημικής περιόδου δεν αξιολόγησε τη μεταβολή των οικονομικών συνθηκών, υποτίμησε τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας και αγνόησε εντελώς τον κύκλο των ισχυρών προσδοκιών που γεννήθηκαν τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Παρά την αναγνωρισμένη από όλους τους διεθνείς οργανισμούς πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας επέμειναν στην αβάσιμη και αστήρικτη ρητορική της απόλυτης καταστροφής των πολλών προηγούμενων χρόνων. Η Ελλάδα απολάμβανε καλύτερες οικονομικές συνθήκες, βελτίωνε τις εξαγωγικές και τουριστικές επιδόσεις της, οι επιχειρήσεις και τα ακίνητά της γίνονταν αντικείμενο διεκδίκησης από ξένους επενδυτές, οι αγορές της, της εργασίας συμπεριλαμβανομένης, άνθιζαν ξανά, οι προσδοκίες όλων των εμπορευομένων αγαθά και υπηρεσίες εκτοξεύονταν στα ύψη και ο Αλέξης Τσίπρας απευθυνόταν σε ένα υποσύνολο του εκλογικού σώματος, επιμένοντας στις γκρίζες εικόνες των αρχών της περασμένης δεκαετίας.

Αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημα σχεδόν του συνόλου της Αριστεράς και τμημάτων της Κεντροαριστεράς. Δεν «διαβάζουν» σωστά την ελληνική κοινωνία και δεν παρακολουθούν την εξέλιξη και τις κατά καιρούς μετατοπίσεις της.

Η ελληνική κοινωνία είναι πιο σύνθετη στη συγκρότησή της από ό,τι αντιλαμβάνονται οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ και πολλών άλλων κομμάτων. Η συνθετότητά της έχει περιγραφεί σε ανύποπτο χρόνο από τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, ο οποίος από τη δεκαετία του ’80 ακόμη μιλούσε για την περίφημη «πολυσθένεια», για αυτή την ιδιάζουσα κατάσταση όπου ένα άτομο μπορεί να συγκεντρώνει περισσότερες από μια ιδιότητες, με αποτέλεσμα τα πρόσωπα να βρίσκονται σε μια διαρκή σύγχυση εξαιτίας της εσωτερικής σύγκρουσης συμφερόντων, η οποία ορίζει κάθε φορά και την ευμετάβλητη εκλογική στάση και συμπεριφορά τους.

Οι Ελληνες μπορεί να είναι ταυτόχρονα μισθωτοί και ιδιοκτήτες ακινήτων, εισοδηματίες και μικροπαραγωγοί, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες μαζί, συνταξιούχοι και διαχειριστές μικρών τουριστικών καταλυμάτων. Μόνο και μόνο το γεγονός ότι η Ελλάδα διατηρεί ένα από τα υψηλότερα ποσοστά διάχυσης της ατομικής ιδιοκτησίας στην Ευρώπη αρκεί για να κατανοήσει κανείς πόσο επιδραστικές μπορούν να γίνουν οι προσδοκίες επαύξησης της αξίας των ακινήτων και των εισοδημάτων που απορρέουν από αυτά. Με άλλα λόγια, ένα μεγάλο κόμμα δεν μπορεί να απευθύνεται μόνο στο 30% του εκλογικού σώματος και να πιστεύει ότι δύναται να διεκδικεί με αξιώσεις την εξουσία.

Ετσι εξηγείται άλλωστε και η μακρά παρουσία πολυσυλλεκτικών κομμάτων στην ελληνική πολιτική σκηνή.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας ακριβώς δεν κατάφεραν να παρουσιάσουν ένα συνεκτικό, οργανωμένο και συμβατό με τη θέση της χώρας στον κόσμο σχέδιο, ικανό να αναγεννά τις προσδοκίες της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.

Γι’ αυτό έχασαν κατά κράτος στις εκλογές της περασμένης Κυριακής και πλέον κινδυνεύουν να συρρικνωθούν ακόμη περισσότερο στις 25 Ιουνίου. Είναι προπάντων ζήτημα αξιολόγησης και κατανόησης των συνθηκών, οικονομικών και κοινωνικών. Το έλλειμμα είναι μεγάλο και δεν μπορεί να καλυφθεί σε διάστημα ενός μηνός…