Ο επικείμενος αφανισμός του νοήματος
ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ» ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΒΛΑΒΙΑΝΟΥ
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Είχα έναν θείο που δήλωνε ότι ποτέ δεν έκανε φορολογική δήλωση - ενώ είχε εισοδήματα, δούλευε σαν δικηγόρος, ποτέ δεν τον είχε εντοπίσει το σύστημα. Μου άφησε πεθαίνοντας το 3% ενός γραφείου 33 τετραγωνικών στην Αθήνα, νοικιασμένο σε δικαστικό επιμελητή, και επειδή είχα το υπόλοιπο 97% από τη μάνα μου που ήτανε κουνιάδα του (δηλαδή ο θείος αυτός είχε παντρευτεί την αδερφή της μάνας μου), είπα να αποδεχτώ την κληρονομιά, οπότε άρχισα να το ψάχνω το θέμα, ο θείος δεν είχε κάνει δήλωση τα τελευταία 15 χρόνια, ούτε είχε πληρώσει ΕΝΦΙΑ, ούτε ΦΠΑ, αυτό έπρεπε να το ψάξουμε παραπάνω, μου είπε ο έμπειρος κύριος Δ. στη ΔΟΥ … ΑΘΗΝΩΝ, πρέπει να πάτε να δείτε και τι ΕΦΚΑ χρωστάει, τις εισφορές του, μα πώς είναι δυνατόν να μην του είχε βεβαιωθεί φόρος, ούτε καν πρόστιμο μη υποβολής δηλώσεων, μου είπε σχεδόν αλλόφρων ο κύριος Δ. της ΔΟΥ…, μετά πήγα και στον δικηγορικό σύλλογο, ο θείος είχε να πληρώσει εισφορές πάνω από 20 χρόνια, αλλά παρέμενε κανονικά εγγεγραμμένος ακόμη και μετά θάνατον, μετά πήγα και στον ΕΦΚΑ στην Ακαδημίας, με εξυπηρέτησε ένας έμπειρος μουστακαλής με βαριά κρητική προφορά - ίντα θέλει το κοπέλι; -, στον ΕΦΚΑ λοιπόν ανακαλύψανε (τρέχανε πέντε-έξι υπάλληλοι αναστατωμένοι πάνω-κάτω αρκετή ώρα) ότι ο θείος είχε τρεις διαφορετικούς αριθμούς μητρώου ασφαλισμένου στο Ταμείο Νομικών, υπό τρεις διαφορετικές διευθύνσεις, Σωκράτους, Αριστοτέλους αλλά και Ασκληπιού κοντά στην «Πολιτεία». Η ιστορία δεν έχει punch-line, δεν έχει γερή ατάκα στο τέλος, γιατί η ιστορία πάντα συνεχίζεται.
Ο θείος αυτός πρέπει να είναι το πιο αξιόλογο άτομο που βγήκε ποτέ, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, από την οικογένειά μου. Μπορεί αυτό που πέτυχε στο μέλλον να διδάσκεται, μπορεί το glitch, το bug, η ασυνέχεια, όπως θέλετε πείτε το, που εισήχθη στο σύστημα τώρα που πρώτη φορά τον ψάχνουνε, μετά θάνατον, να οδηγήσει ολόκληρο το σύστημα στην κατάρρευση, σαν μια γραφειοκρατική μαύρη τρύπα, που θα τα ρουφήξει όλα μέσα της, από τον τελευταίο νόμο Χατζηδάκη (μαζί με τον ίδιο τον νομοθέτη υπουργό του) μέχρι τον τελευταίο φύλακα των γραφείων του ΕΦΚΑ στην Ομόνοια.
Η Ομόνοια, ναι, εδώ νομίζω είναι το κλειδί - εξάλλου η πλατεία, πιθανώς ίσως και ο κεντρικός πίδακας νερού που βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της, βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο του νοητού σκαληνού τριγώνου που σχηματίζουνε οι τρεις διευθύνσεις του θείου. Η Ομόνοια είναι ο τρόπος, μαζί με τον θείο που τη συνοδεύει, να προσεγγίσω (αλλιώς δεν κατέστη για μένα δυνατόν) το τελευταίο βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού. Το βιβλίο αυτό είναι μια σειρά ιστοριών παρ' ολίγον ομόνοιας, παρ' ολίγον καταγραφής στο σύστημα, παρ' ολίγον σωστής κι εμπρόθεσμης πληρωμής φόρων κι εκπλήρωσης όλων των ασφαλιστικών και λοιπών υποχρεώσεων ενός και μιας εκάστου εξ ημών έναντι του συστήματος που μας περιλαμβάνει, ου μην και μας περιέχει. Το βιβλίο αυτό του Βλαβιανού περιέχει ιστορίες προσώπων που συνομιλούν - ναι συν-ομιλούν, η ομιλία από αρχαιοτάτων δεν ήταν τίποτε λιγότερο από την πλήρη σωματική, σωματικότατη ένωση δύο ή και περισσοτέρων ανθρώπων - και έτσι συν-ενώνονται και συν-υπάρχουν παρ' ολίγον.
Παρ' ολίγον, ναι, γιατί λίγο θέλει κανείς για να σαλτάρει - και οι παντοιότροποι ήρωες και ηρωίδες του Βλαβιανού είναι όλες και όλοι τους ένα βήμα πριν από το τελικό σάλτο μορτάλε, τη βουτιά στο κενό της μη ομόνοιας. Γιατί παντού στους, πικαρέσκους σχεδόν, διαλόγους του (όπου πικαρέσκο μπορεί να αποκληθεί κάθε αστικό περιπετειώδες νεο-ηθογράφημα) παραμονεύει, ελλοχεύει ή και εκσπά οριστικά η μη ομόνοια, η γνωστή κι αγαπητή σε όλους τους καλούς συγγραφείς κι επαρκείς αναγνώστες διχόνοια. Ολοι οι ήρωες του Βλαβιανού, ένας προς έναν, ποτέ δεν είναι of the same mind, ομόνοοι, ομοίου νοός, ποτέ, με λίγα λόγια, δεν συμφωνούν ακριβώς μεταξύ τους, ούτε καν με τον εαυτό τους, τον ίδιο τον προ ελαχίστων στιγμών δικό τους εαυτό. Παρακολουθούμε - ξέπνοοι σαν τους αλλόφρονες υπαλλήλους που τρέχανε να βρούνε ποιο από τα τρία ΑΜΚΑ ήταν πραγματικά ο θείος - ένα διαρκές είπα-είπες, είπα-ξείπα, ξείπες-είπες, εμπνευσμένο από τις καλύτερες στιγμές του E.E. Cummings (βλέπε το περίφημο ποίημά του, του 1935, που έχει μεταφράσει ο Βλαβιανός εξαιρετικά στο 33Χ3Χ33, την ανθολογία του ποιημάτων του Κάμινγκς - «να τ' αγγίξω; είπε αυτός / (θα τσιρίξω είπε αυτή / μια φορά είπε αυτός) / απαλά είπε αυτή», έτσι ξεκινάει το ποίημα και έτσι πάει ως την τελευταία του στροφή: «(χύνω! είπε αυτός / σβήνω είπε αυτή) / είσαι δικιά μου! είπε αυτός / (είσαι δικός της! είπε αυτή)». Εκκινώντας από αυτή την αρχετυπική συν-ομιλία του μοντερνιστή Κάμινγκς και περνώντας από τον ιδιοφυή επίγονό του, τον παραγνωρισμένο στα μέρη μας James Tate (1943-2015), που έστησε αντίστοιχους διχο-νοϊκούς διαλόγους (όχι παρανοϊκούς, απλώς διχονοϊκούς: διαλόγους όπου το μυαλό σου σκίζεται, σκεδάζεται, στα δυο, στα τρία, στα τέσσερα, σαν τους - πόσους αλήθεια; - αλλόφρονες υπαλλήλους που πάντα προσπαθούν να συμμαζέψουν τ' ασυμμάζευτα κάθε θείου νοός - βλέπε ιδίως τη μεταθανατίως εκδοθείσα συλλογή του Tate The Government Lake, με το φερώνυμο ποίημα και άλλα όπως το εξαιρετικό «Truth») - με αυτό το αμερικανικό σουρεαλιστικό μπαρόκ ως βάση ο Βλαβιανός ανεβάζει πολλά πρόσωπα στο φαντασμαγορικό πάλκο των πολλαπλών συνευρέσεων, πρόσωπα ανθρώπων της πόλης που κατά το κοινώς λεγόμενον ψάχνονται, και εξάγει… τι, αλήθεια;
Πάντως, όχι την αλήθεια, όχι την εξ ομονοίας εκείνη κατάσταση όπου ο νους συμφιλιωμένος με τον εαυτό του και με τους γύρω νόες μπορεί οριστικά να αντιστρατευτεί κι εντέλει να υπερνικήσει τη λήθη. Βάζει και πολύ από τον δαιδαλώδη, ευμεγέθη εαυτό του ο Βλαβιανός σε αυτές τις διχογνωμίες, παρελαύνουν πολλοί ποιητές (κυρίως παρ' ολίγον ποιητές) και ποιητικά τσιτάτα και διακειμενικότητες και διαβάσματα και μεταφορές και μετωνυμίες και κάθε λογής παίγνια λέξεων και καταστάσεων. Αυτά, σαν να μας λέει ο Βλαβιανός, είναι τα όπλα του απέραντου κειμένου εντός του οποίου όλοι κατοικούμε: η γλωσσικότητα (σύστημα - δομή - διαφορών, επί της αυθαιρεσίας του γλωσσικού σημείου, και όχι κατάλογος θετικών όρων, όχι νομενκλατούρα η γλώσσα κατά Saussure, για να μην ξεχνιόμαστε), η ρητορικότητα (αδιάκοπα σχήματα λόγου, με κύρια τη μεταφορά και τη μετωνυμία) και η διακειμενικότητα (εδώ που φτάσαμε, με τόσο γιγαντωμένο το προϋπάρχον ημών αρχείο), αυτά τα τρία είναι τα όπλα της γλώσσας του κειμένου που μας περιέχει, αλλά αυτά τα ίδια είναι και οι τρεις αχίλλειες πτέρνες, τα τρία τρωτά (σαν τις τρεις διευθύνσεις του θείου που κυκλώνουν παραπλανητικά την κάθε ομόνοια) που διαρκώς υπονομεύουν και αποσταθεροποιούν και αποδομούν κάθε σταθερό νόημα - που κάνουν, σχηματικά, τους υπαλλήλους του νου να τρέχουν! Μην ψάχνετε τελικό νόημα, η γλώσσα είναι γλιστερή, και το κείμενο που όλοι ενοικούμε τσουλήθρα.
Πλάτων και γραφή
Κι αν ο Πλάτωνας (και μη μου πείτε «ωχ, πάλι αυτός» γιατί έχουμε και μια κάποια ευθύνη εντόπιας κηδεμονίας ή κηδεμονεύουσας εντοπιότητας ως Ελληνες), αν ο Πλάτωνας κάνει διά της γραφής (που γίνεται δυνατή κατόπιν - και διά; - του θανάτου του πατρός-λόγου-Σωκράτη, μας λέει ο Ντεριντά), αν ο Πλάτωνας κάνει την υπερπροσπάθεια να χάσει η γλώσσα τα χαρακτηριστικά τσουλήθρας που έχει, και αν διά της κατα-γραφής των «Διαλόγων» του, προσπαθεί απεγνωσμένα να την κάνει να μετάσχει αληθείας, το ίδιο το κείμενο, το γραφτό του μας λέει: «Οχι, η γραφή δεν υπερέχει του προφορικού λόγου, υποτάσσεται σε αυτόν, τα γραπτά είναι πάντοτε σιωπηλά, δεν μπορούν να απαντήσουν, να επεξηγήσουν, να υπερασπιστούν εαυτούς, γι' αυτό όταν θέλει κανείς να φυτέψει και να σπείρει «μετ' επιστήμης λόγους» (λέξεις γνώσης, γνωστικά λόγια), καλύτερα αποτελέσματα πετυχαίνει («καλλίων σπουδή περί αυτά γίγνεται») με τη διαλεκτική τέχνη, τον προφορικό λόγο και διάλογο - έτσι λέει ο βασιλιάς-θεός Θαμούς-Αμμων στον εφευρέτη τη γραφής Θευθ, έτσι λέει, επιβεβαιώνοντας, ο προφορικότατος Σωκράτης στον «Φαίδρο» (Πλάτωνος «Φαίδρος», 276e-277a).
Εντάξει, μας λέει ο Βλαβιανός (παραπλανητικά πιστός στον Σωκράτη), καλύτερα ο προφορικός λόγος για να συνεννοούμαστε: άρα το γραπτό μου θα είναι υπερπροφορικό, στόματα-πολυβόλα, διάλογοι χωρίς τέλος, είπα-είπες - έλα όμως που αυτή η υποταγή του γραπτού μου λόγου στον προφορικό, όπως συστήνουν ο Θαμούς και ο Σωκράτης, αυτή η υπερπροφορικότητα αντί να οδηγήσει στη νόηση οδηγεί στην α-νοησία! Α-νοησία: μια reductio ad absurdum του πλατωνικού διαλεκτικού οράματος.
Οπότε, όλα, ακόμη και τα προφορικά, είναι κείμενα, τσουλήθρες, διαρκείς αναβολές του νοήματος: ο νεαρός Βλαβιανός (δύσκολο να κρυφτεί πίσω από προσωπείο γραφής) κατουράει το κρεβάτι του πατέρα-λόγου-ήλιου (κατά την τυπολογία του Ντεριντά στη Φαρμακεία του Πλάτωνος): «Ο γιος σου με κατούρησε χθες βράδυ! Εκανε τα σεντόνια μούσκεμα!» λέει ο σπανίως παρών πατέρας, φεύγοντας, στη μάνα - «Το δικό μου δώρο» επιγράφεται το κείμενο. Αρα, αφού ούτε ο προφορικός λόγος, ο διάλογος, οδηγεί σε νόημα, τι μένει;
Μισό λεπτό, παρακαλώ! Δεν έχει νόημα η ανάλυση (προφορική τε και γραπτή) με βάση την κοινωνική τάξη, το φύλο ή τη φυλή; Αυτή δεν είναι η σύγχρονη αγία τριάδα του νοήματος; Αυτές δεν είναι οι τρεις διευθύνσεις που πολιορκούν αποτελεσματικά την ομόνοια; Εχει πολλά ο μπαξές του Βλαβιανού περί της πάλης των φύλων, αλλά και κάποια περί της πάλης των τάξεων (ειρωνικά προς τις πραγματώσεις του μαρξισμού, που προτιμάει να τον βλέπει ως σύστημα που εκπηγάζει όχι από τον Κάρολο αλλά από τον Γκράουτσο Μαρξ), ακόμα και κάποια περί της πάλης των φυλών (όπως η ιστορία του μεταφραστή από τα σουαχίλι που δεν γνωρίζει σουαχίλι) - πλην όμως νόημα τελικό ούτε από αυτά προκύπτει. Δεν είναι λύση τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν είναι λύση ο φεμινισμός, δεν είναι λύση η αντιπατριαρχία, ο αντιφαλλογοκεντρισμός, ο νεομαρξισμός, η οικολογία, τα κινήματα, η αυτοδιάθεση, η ποίηση: «"Η μητέρα σας είναι ναζί;" είπα. "Ναι, αλλά διαβάζει πολλή ποίηση" είπε» (σ. 170). Ο,τι ριζοσπαστικό και να πιστεύουνε οι ηρωίδες και οι ήρωές του, την άλλη στιγμή το καταστρατηγούν. Σαν μια κοινωνική εξέγερση που διοργανώνεται μέσω WhatsApp. Ολες, όλοι και όλα χορεύουν ένα βαλς αποχαιρετισμού του καθαρού λόγου. Ο καθαρός λόγος-πατέρας διαρκώς γεμίζει λεκέδες: «Η γυναίκα μου γίνεται έξαλλη μαζί μου κάθε φορά που κάθομαι να φάω, επειδή λερώνω τα ρούχα μου.(…) Και σαλάτα να είχαμε, όταν θα σηκωνόσουν από το τραπέζι, πάλι γεμάτος λεκέδες θα 'σουν» (σ. 136). Τίποτα δεν καθαρίζει, τίποτα δεν ξεκαθαρίζει, τίποτα δεν οδηγεί σε κεντρική λύση, αφού όλα διαρκώς καθίστανται έκκεντρα: σε καμία στιγμή δεν παρεκκλίνουμε από το έκκεντρο, ούτε για χάρη του αγγλοτραφούς common sense του συγγραφέα - το νησί της ομόνοιας (αυτό με το κεντρικό, θεόρατο σιντριβάνι) δεν αντικαθίσταται από κανένα άλλο νησί ή νησίδα, παρά μονάχα από θάλασσα, για να θυμηθούμε την ωραία εικόνα της Κρίστεβα. Αρα, πάμε ξανά: αφού ούτε ο προφορικός λόγος, ο διάλογος, οδηγεί σε νόημα, τι μένει;
Ομόνοια, αλήθεια, σοφία
Δεν μας μένει παρά η γραφή, «εν ύδατι μέλανι (γράφειν)» (Πλάτωνος «Φαίδρος», 276c), ο «γεγραμμένος λόγος» που δικαίως θα μπορούσε να αποκληθεί «είδωλο του ζώντος κι εμψύχου λόγου» του «ειδότος», του ανθρώπου που γνωρίζει και καταλαβαίνει («Φαίδρος», 276a)· η γραφή και, μαζί, μια υπόσχεση ομόνοιας-αλήθειας-σοφίας, μια υπόσχεση αιώνιας παρουσίας του αιωνίως απουσιάζοντος πατέρα, αιωνίως απουσιάζοντος γιατί πώς μπορούμε να δούμε κατάματα τον ήλιο χωρίς να τυφλωθούμε;
Γι' αυτό η γραφή του Βλαβιανού μιμείται τον προφορικό λόγο, αλλά αντίθετα από ό,τι κάνει ο Πλάτωνας στους «Διαλόγους» του, ο γραπτός λόγος εδώ κοροϊδεύει τον προφορικό, τον υπονομεύει, τον σατιρίζει, καταδεικνύει τη ματαιότητά του ως φορέα νοήματος. Είναι σαν ο Θευθ να μη σιωπά όταν ο Θαμούς-Αμμων επιτιμά και καταδικάζει τη γραφή, αλλά αντιθέτως να του αντιμιλά και να τον κοροϊδεύει, γνωρίζοντας ότι ο βασιλεύς-πατέρας του δεν μπορεί πια να τον τιμωρήσει γιατί έχει προ πολλού πεθάνει - και συμβολικά.
Ο,τι έχουμε είναι γραφή. Ολα απορροφώνται από τη μαύρη τρύπα του γραμμένου κειμένου, του γράμματος που κείται, του περιθωριακού, παραβατικού θείου που αψηφά την πατρική τάξη του νοήματος των πραγμάτων και γκρεμίζει την ομό-νοια: Δεν υπάρχει εξω-κείμενο - il n'y a pas de hors-texte (Ντεριντά, Περί Γραμματολογίας).
Ή με τα λόγια του Βλαβιανού:
Ι.
«Μπορώ να σας στείλω ποιήματα στο περιοδικό;» είπε.
«Οχι» είπα. «Δεν δημοσιεύουμε ποιήματα».
«Τότε τι;» είπε.
«Κείμενα» είπα.
«Και ποια είναι η διαφορά;» είπε.
«Καμία» είπα.
(What's the difference? σ. 88)
ΙΙ.
Σε ποια τσέπη είναι τα κλειδιά;
Ξύπνησα κάθιδρος. Είχα μόλις δει έναν εφιάλτη, αλλά δεν θυμόμουν πολλές λεπτομέρειες. Μόνο ότι βρισκόμουν νύχτα έξω από το σπίτι μου και δεν μπορούσα να βρω τα κλειδιά να μπω. Ενιωσα ένα τρομερό κενό μέσα μου - αυτό που οι υπαρξιστές φιλόσοφοι μελέτησαν σε βάθος, κάνοντας πολύωρους περιπάτους σε γερμανικά δάση ή καπνίζοντας πούρα μπροστά στο πορτρέτο του μεγάλου Γεωργιανού. Αποφάσισα να μείνω στο κρεβάτι και να εντρυφήσω πάλι στις σχετικές πραγματείες. Επιασα το Είναι και Χρόνος, αλλά μετά από τις πρώτες σελίδες τα μάτια άρχισαν να κλείνουν πάλι. Το ίδιο συνέβη με το Είναι και το Μηδέν. Οσο και να διάβαζα, το οντολογικό ζήτημα παρέμενε άλυτο. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και σκέφτηκα να κάνω μερικές ασκήσεις. Λίγες κάμψεις και επικύψεις, τίποτα το δύσκολο. Τη στιγμή που βρισκόμουν μπρούμυτα στο πάτωμα, μπήκε στο δωμάτιο η Μαργαρίτα και με ρώτησε αν θέλω να πιω έναν χυμό πορτοκάλι.
«Ναι» της είπα. «Είσαι ένας άγγελος! Είναι ακριβώς ό,τι χρειάζομαι τώρα. Ουσία! Ουσία γεμάτη βιταμίνες! Κάτι να κρατηθώ στα πόδια μου επιτέλους. Δεν αντέχω αυτή την αγωνία. Να σκέφτομαι διαρκώς τον επικείμενο αφανισμό μου, το σκυλί του γείτονα να με κατασπαράζει, επειδή ψαχουλεύω νευρικά τις τσέπες του παλτού μου!»
«Φτιάξ' τον μόνος σου» είπε.

