Τα 100χρονα μιας έχθρας
Η αμφισβήτηση της ποιητικής μορφής της «Ερημης χώρας» από τον άγγλο ποιητή Φίλιπ Λάρκιν, από τη γέννηση του οποίου συμπληρώθηκαν 100 χρόνια το 2022

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Το 2022 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη δημοσίευση της Waste Land του T.S. Eliot. Με το ποίημα αυτό, μικρογραφία έπους, συρραφή θραυσμάτων όπου φαίνονται οι ραφές, η ραψ-ωδική παράδοση (που έχει στη ρίζα της πάντα τη ραφή) εισήλθε με δραματικό τρόπο στον αιμοδιψή και γι' αυτό πάντα τόσο διψασμένο 20ό αιώνα. Είναι ένα έπος-μινιατούρα, το τραγούδι μιας χώρας όπου κυριαρχεί η ανομβρία και η αγονία: σε αυτή την -κατά Σεφέρη- Ερημη Χώρα έχουνε σωθεί τα νερά και τίποτα δε φυτρώνει. Η γη είναι άγονη -Αγονη Γη τη μετέφρασε ο Χάρης Βλαβιανός-, αλλά όχι όπως οι Κυκλάδες! Είναι άγονη γιατί είναι κατεστραμμένη, γιατί έχει ερημωθεί. Πρόκειται για μια αγονία που έχει τη ρίζα της στην καταστροφή: «Δεν έχει εδώ νερό παρά μονάχα βράχια / (...) Μόνο κόκκινα πρόσωπα βλοσυρά σαρκάζουν και γρυλίζουν / Μέσα απ' τις πόρτες ξεροσκασμένων λασποκάλυβων / (...) Ποιες είναι αυτές οι κουκουλωμένες ορδές που μερμηγκιάζουν / Πάνω σ' ατέλειωτους κάμπους, σκοντάφτοντας στη σκασμένη γη / Ζωσμένες από τον ορίζοντα το χαμηλό μονάχα / Ποια είναι η πολιτεία πέρα απ' τα βουνά / Σκάζει, ξαναγεννιέται, ανατινάζεται μες στο μενεξεδένιο αέρα / Πύργοι πέφτουν... (μετάφραση Σεφέρη, 1936, με κάποιες τροποποιήσεις).
Πολλά χρόνια αργότερα, δίνεται σε αυτό το αγγλιστί doom and gloom (δηλαδή την καταστροφή και την κατήφεια) μια αναπάντεχη, αλλά πολύ πειστική απάντηση:
Νερό
Αν με καλούσανε
Να κατασκευάσω θρησκεία
Θα έκανα, το δίχως άλλο, χρήση νερού.
Το να πηγαίνεις εκκλησία
Θα σήμαινε μια διάβαση ποταμού
Για να στεγνώσεις, αλλαξιά ρούχων·
Η λειτουργία μου θα έκανε χρήση
Εικόνων εμβαπτίσεως,
Εναν μανιασμένο ευλαβικό καταβρεγμό,
Και θα ύψωνα στην ανατολή
Ενα ποτήρι νερό
Οπου το φως υπό όποια γωνία
Θα συναζόταν αενάως.
Το ποίημα-απάντηση στην ελιοτική λειψυδρία είναι του Φίλιπ Λάρκιν, από τη γέννηση του οποίου συμπληρώθηκαν επίσης φέτος 100 χρόνια. Για χάρη του γράφεται το παρόν σημείωμα, και όχι, όπως παραπλανητικά ίσως αφεθήκατε να νομίσετε, για χάρη του Ελιοτ. Η μορφή του παρόντος σημειώματος, μάλιστα, αυτή την εμμονική ενασχόλησή μας με τον Ελιοτ θέλει πλαγίως να σχολιάσει. Οπως, για να μιλήσουμε για τον όποιο Λάρκιν, ξεκινήσαμε για πολλοστή φορά -σα να λοξοδρομήσαμε- απ' τον Ελιοτ, έτσι και η εγχώρια κριτική και αναγνωστική πρόσληψη: όλοι σχεδόν οι δρόμοι της, για πολλές δεκαετίες, σχεδόν αναγκαστικά, ου μην και καταναγκαστικά, μοιάζουν να περνούν από την ελιοτική ενδοχώρα και την ερημία της. Και αναφέρομαι εδώ στην ερημία που προκαλούσε και συνεχίζει να προκαλεί στα καθ' ημάς η διαρκής ενασχόληση με τον Ελιοτ. Πλείστες όσες μεταφράσεις της Waste Land διαγ(κ)ωνίζονται, επανερχόμενες διαρκώς, σε μια σχεδόν εφιαλτική διαρκή -αιώνια;- επιστροφή-επάνοδο-επανάληψη, υπό τη σκιά του Σεφέρη.
Οσο βαριά αποδείχτηκε η σκιά του Παλαμά μερικές γενιές πριν, άλλο τόσο βαριά πρέπει να θεωρηθεί και η σκιά του Σεφέρη, ακόμη και στην πρόσληψη της ξένης ποίησης. Η σαγήνη που συνεχίζει να μας ασκεί ο αμερικανο-βρετανικός μοντερνισμός περνάει μέσα από τον Σεφέρη που πρώτος, σχεδόν, μας τον σύστησε. Κι επειδή το ποιητικό κατόρθωμα του Σεφέρη είναι όντως μείζον, τα ποιητικά του γούστα απέκτησαν με τον καιρό χαρακτήρα τελετής ενηλικίωσης, αξία μυητικού σταδίου για κάθε επίδοξο ποιητή. Γι' αυτό, καθώς οι γενιές περνούν και πάνε, θα μας έκανε πολύ καλό, έστω από εδώ και στο εξής, να κάνουμε μια υποχρεωτική στάση και στον Λάρκιν, στον συνομήλικο της Ερημης Χώρας, που αμφισβήτησε τόσο πειστικά όσο λίγοι το ποιητικό της μήνυμα - όχι τόσο το μήνυμα του όποιου περιεχομένου της, όσο το μήνυμα της ποιητικής της μορφής, του ποιητικού της τρόπου. Η συλλογή δοκιμίων του Λάρκιν (Required Writing, 1983) περιέχει, μεταξύ άλλων, απολαυστικές επιθέσεις στον Ελιοτ αλλά και στον Εζρα Πάουντ.
Πρέπει να μαθαίνουμε και εμείς, εδώ, τον Λάρκιν, σαν κούρα υγείας, σαν ειδική δίαιτα, σαν ιαματικό λουτρό, που θα μας επιτρέπει να μην εναγκαλιζόμαστε υπερβολικά σφιχτά τον μοντερνιστικό διεθνισμό των Ελιοτ - Πάουντ. Οι μοντερνιστές, που τόσο θριαμβευτικά και ολοκληρωτικά (pun intended: η σπόντα ηθελημένη, ειδικά για τον Πάουντ) επικράτησαν ελέω Σεφέρη και στα καθ' ημάς, απαιτούν αντίβαρο, έχουν χρείαν αμφισβήτησης. Είναι πολύ καλό νέο ότι το 2021, εν όψει ίσως της εκατονταετηρίδας από τη γέννησή του, κυκλοφόρησε το πρώτο(!) βιβλίο αφιερωμένο στα ποιήματα του Λάρκιν στα ελληνικά: «Οσο υπάρχει ακόμη καιρός: 50 ποιήματα», σε εμπνευσμένες μεταφράσεις του Θοδωρή Ρακόπουλου, μια ωραία δίγλωσση έκδοση-ιδανική εισαγωγή στον απαραίτητο Λάρκιν. Σα να νιώθει την εικονοκλαστική του, πατροκτόνο ανάγκη η δική μας ύστερη ελλαδική εποχή: είναι πια καιρός να τον μάθουμε κι εδώ.
Οι «Ανθοδέσμιοι»
Η προηγούμενη γενιά, ας την πούμε grosso modo, ως είθισται, «της Μεταπολίτευσης», θήτευσε κάπως στον Λάρκιν. Οι ρίμες του Λάρκιν, που εισάγουν με έναν αναχρονιστικό ποιητικό τρόπο τα πλέον σύγχρονα, εκ-συγχρονίζοντας έτσι και τον αναχρονισμό του ομοιοκατάληκτου ιάμβου -σα να ξανακουρδίζουν το ρολόι του-, πρέπει να επηρέασαν τους δικούς μας «Ανθοδέσμιους» (Γκανά, Καψάλη, Κοροπούλη, Λάγιο) - τους λέω έτσι από τον τίτλο της συλλογικής ποιητικής τους «Ανθοδέσμης», του 1993 (βιβλίου προγραμματικού-ιδρυτικού ως προς την ποιητική φόρμα καίτοι έπεται χρονικά των μεγάλων τους ποιητικών κατορθώσεων της δεκαετίας του '80), αλλά και γιατί τους ταιριάζει η εικόνα ποιητών που επέλεξαν να ξαναδεσμευτούν από τα άνθη ευλαβείας της παράδοσης, από τα γλυκά δεσμά της ρίμας και του μέτρου, κι έτσι εδέσμευσαν τα νιάτα και την ομορφιά (τους), με αποτελέσματα εξαιρετικά. Οι Ανθοδέσμιοι, όμως, δεν αναγνώρισαν την επιρροή του νεο-παραδοσιακού, αντιμοντερνιστή Λάρκιν δοκιμιακά, αναλυτικά, δεν τη φανέρωσαν ούτε την επεξεργάστηκαν θεωρητικά. Η επιρροή του υφέρπει, όμως οι δικοί μας είχανε εξαιρετικά, εγχώρια προμοντερνιστικά παραδείγματα να ακολουθήσουν, από τον Καρυωτάκη ως τον Τέλλο Αγρα και τον Γρυπάρη. Κι έπειτα, ο τόνος τους δεν αντιστοιχούσε σε αυτόν του Λάρκιν, δεν τους ταίριαζε τόσο σε επίπεδο ιδιοσυγκρασίας, γιατί ο Λάρκιν ήταν μέγας είρων, φλεγματικός, περιπαικτικός, αυτοσαρκαστικός - μόνον ο Λάγιος κάπως πήγαινε προς τα εκεί: «Απ' την ταβέρνα του Σιγάλα στην Πανδρόσου / με τόση πίκρα χορτασμένος και ρετσίνα, / και να περιδιαβάζεις τη γλυκιάν Αθήνα / (πρωτεύουσά μου, δεν μ' ακούς; Ο άσωτος γιος σου // είμαι, κι έχεις βαθιά στις φλέβες μου ενοικήσει)…» (Nocturno I, Ανθοδέσμη, σ. 22). Επιρρεπής στην κατάχρηση -το αλκοόλ συνέτεινε στον πρόωρο χαμό του- και ο Λάρκιν, όπως ο Λάγιος, νοσηρά πικρόχολοι, εμμονικοί με τον θάνατο, αλλά και κάπως κάπου ρομαντικά αισιόδοξοι και οι δυο τους. Κι ο Γκανάς φέρει μέσα του τον Λάρκιν, αλλά περπατώντας σε δρόμους πιο δημώδεις και καθόλου pop - εκτός αν το «ποπ» διαβαστεί, στον Γκανά, σαν «περιοχή ονομασίας προελεύσεως»! Ο Λάρκιν, αντίθετα, κατοικεί στο Hull, είναι βιβλιοθηκάριος στη βιβλιοθήκη του εκεί πανεπιστημίου, και δεν έχει Γιάννενα να μυθοποιήσει. Ο Καψάλης, από την άλλη, κάπου τον αναφέρει τον Λάρκιν (βλ. τη λαρκινικού σκεπτικισμού και σαρκασμού επιφυλλίδα του στην «Αυγή», 28 Σεπτ. 1997, όταν έχουμε μόλις «κερδίσει» τους Ολυμπιακούς, που τελειώνει με το κλασικό λαρκινικό «They fuck you up, your mum and dad», Στον Καιρό, εκδ. Αγρα, σελ. 168-172) - τον γνωρίζει καλά καθότι ο αγγλοτραφέστερος των Ανθοδεσμίων, αλλά ποτέ δεν του γράφει το δοκίμιο που του αξίζει. Και ο Κοροπούλης είναι υπερβολικά διακειμενικός και «διαβασμένος» στη διεθνή υψηλή λογοτεχνία για τα γούστα του Λάρκιν.
Ταυτόχρονα με τους Ανθοδέσμιους, ο Νίκος Φωκάς εντρυφεί στον Λάρκιν, και τον συστήνει επισήμως στους Ελληνες, στο 9ο τεύχος της Ποίησης (1997) μεταφράζοντας, πρώτος αυτός, αρκετά ποιήματά του. Ενας απόηχος λαρκινικής επιρροής μπορεί να ανιχνευθεί στα «Κοχυβαδάκια» του Φωκά (1995), που άξαφνα (σε σχέση με το έως τότε έργο του) ομοιοκαταληκτούν με περίτεχνους τρόπους και μιλάνε για το τώρα της ζωής και της γλώσσας «της διπλανής πόρτας».
Ας επανέλθουμε στην υποκείμενη έχθρα: Αν θέλετε να χαρτογραφήσετε πιο σχολαστικά τη σχέση Ελιοτ - Λάρκιν, αξίζει να διαβάσετε την έως τώρα αμετάφραστη, λεπτομερέστατη, αλλά διόλου βαρετή βιογράφηση του Λάρκιν από τον επίγονό του, σημαντικό βρετανό ποιητή, Andrew Motion (Philip Larkin: A Writer's Life, Faber & Faber, 1993). Εκεί διαβάζουμε πόσο είχε χαρεί ο νεαρός Λάρκιν όταν τον σύστησαν, στα γραφεία του Faber & Faber, στον Ελιοτ, αφού έσπευσε να μοιραστεί τα νέα με τη μαμά του: αυτό σήμαινε ότι ο οίκος θα του έβγαζε και τη δεύτερη ποιητική συλλογή του (βλ. Motion, ό.π., σελ. 291). Οι δυο τους δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ, παρά μονάχα στα βιτριολικά δοκίμια του Λάρκιν contra Ελιοτ. Ο Λάρκιν προτίμησε εν τέλει ποιητικά τον αυτόχθονα, γηγενή Thomas Hardy και τον νεο-παραδοσιακό John Betjeman. Αντί για τους υψηλούς συμβολισμούς (και την επήρεια των Συμβολιστών και του Λαφόργκ), ο Λάρκιν προτίμησε την πιστότητα στο οικείο, αντί για μια «μείζονα μουσική» προτίμησε τον ήχο ενός παρατηρητικού μυαλού που στοχαζόταν φωναχτά, αντί για την υψηλή ρητορεία (βλέπε τους αρχικούς στίχους του Ελιοτ για την άνυδρη Χώρα του) προτίμησε μια μετρημένη εγρήγορση, αντί για μια κλίση προς το υπερβατικό την πλήρη καταβύθισή του στα της καθημερινής βρετανικής ζωής, αντί για τη διακειμενικότητα του λογοτεχνικού διεθνισμού την «ενδοκειμενικότητα» ενός αθώου τοπικισμού, μιας αγνής εντοπιότητας όπου γράφεις αυτά που ξέρεις επειδή τα ζεις (για αυτά τα αντιθετικά ζεύγη, βλ. Motion, ό.π., σ. 140). Αλλά μπορεί και το αντιμοντερνιστικό εντόπιο να γίνει εξίσου υψηλό:
Ψηλά Παράθυρα
Οταν βλέπω ένα ζευγάρι παιδαρέλια
Και μαντεύω ότι εκείνος την πηδάει και εκείνη
Παίρνει το χάπι ή φοράει διάφραγμα,
Γνωρίζω πως αυτό είν' ο παράδεισος
Που όλοι οι γέροι ονειρεύονταν από παιδιά -
Δεσμοί και χειρονομίες κατά μέρος
Σαν απαρχαιωμένη θεριζοαλωνιστική,
Κι όλοι οι νέοι να γλιστράνε στη μακριά τσουλήθρα
Προς την ευτυχία, ακατάπαυστα. Αναρωτιέμαι αν
Κανείς με κοίταξε, σαράντα χρόνια πριν,
Και σκέφτηκε, Αυτή είναι ζωή:
Χωρίς άλλο Θεό, χωρίς να ιδρώνεις μες στη νύχτα
Για την κόλαση και τα λοιπά, ή να πρέπει να κρύβεις
Τη γνώμη σου για τον παπά της ενορίας. Ετούτος
Κι η φουρνιά του, όλοι, θα γλιστράνε στη μακριά τσουλήθρα
Σαν ελεύθερα πουλιά, γαμώτο. Και επιτακτικά
Αντί για λέξεις μού 'ρχεται μια εικόνα από ψηλά παράθυρα:
Το τζάμι που καταλαβαίνει ήλιο,
Κι ύστερα, πέρα, ο βαθύς γαλάζιος αέρας, που δείχνει
Το τίποτα, και το πουθενά, και που δεν βρίσκεται, και είναι ατελείωτος.
Και καθώς ο νους έχει ψηλώσει επικινδύνως, λίγες σελίδες παρακάτω, στην ίδια, την τελευταία του συλλογή (Ψηλά Παράθυρα, 1974), ο λαρκινικός σκεπτικισμός στρέφεται κατά του εαυτού, πάντα πιστός στη βρετανική αυτοσαρκαστική παράδοση:
Υστεροφημία
Ο Τζέικ Μπαλοκόφσκι, ο βιογράφος μου,
Εχει σε μικροφίλμ ετούτη τη σελίδα. Κάθεται
Μες στην κλιματιζόμενη κυψέλη
Φοράει τζην κι αθλητικά, και κλαίγεται
Με σχετική ανυπομονησία διαολοστέλλει:
«Πώς έμπλεξα μ' αυτόνα τον κωλόγερο, γαμώ το λάθος μου:
Ηθελα να διδάσκω σε σχολείο στο Τελ-Αβίβ,
Ομως η οικογένεια της Σάρας» -ζωγραφίζει με το χέρι ένα δολάριο-
«Επέμενε να γίνω μέλος ΔΕΠ. Οταν έχεις παιδί -»
Με αδιαφορία και τσαντίλα: «Μου βρωμάει πτωματίλα αυτό το σημειωματάριο:
Θα βάλω το μαλάκα στην κατάψυξη, και αν με δει
Κανένας να μου γράψεις, φεύγω, c'est la vie,
Για δυο εξάμηνα, sabbatical, πάνω στο στρατευμένο στίχο».
Σηκώνονται κι οι δυο, να πιούνε καμιά Κόκα-Κόλα,
«Πώς είναι η ποίησή του; Αντε, ρε!
Θυμάσαι το απαράδεκτο βιβλίο της Διαπολιτισμικής, τι φόλα,
Χωρίς καμία πώρωση ή κάτι να σου κάνει, βρε αδερφέ -
Παλιός ποιητής, κάπως... εκ γενετής, με μπερδεμένο ήχο».
Οταν είσαι τόσο απολαυστικά σκληρός με τον εαυτό σου, σου επιτρέπεται να φυλάξεις τα πιο δηλητηριώδη βέλη σου για τους λογοτεχνικούς εχθρούς σου (Required Writing, ό.π. σ. 216-217 - όλες οι μεταφράσεις του γράφοντος):
«Οσο πιο έντονα αμφισβητείται τόσο πιο ολοφάνερο γίνεται ότι, τον αιώνα αυτό, η αγγλική ποίηση πήρε μια παρακαμπτήριο που την οδήγησε μακριά από το γενικό αναγνωστικό κοινό. Αρκετοί είναι οι παράγοντες που το προκάλεσαν αυτό. Ενας ήταν η μοντερνιστική εκτροπή, που προσέβαλε, όπως οι ασθένειες τα φυτά, όλες τις τέχνες. Ενας άλλος ήταν η αναγόρευση της Αγγλικής Λογοτεχνίας σε αντικείμενο πανεπιστημιακών σπουδών και η συνεπακόλουθη ζήτηση για ένα είδος ποίησης που θα έχρηζε αποσαφήνισης. Ενας τρίτος φοβούμαι πως ήταν το εμπόριο κουλτούρας (Σ.τ.Μ.: ή "καπηλεία της κουλτούρας" - culture-mongering, νεολογισμός στα αγγλικά) των Αμερικάνων Ελιοτ και Πάουντ. Οπως και να 'χει, ο στενός δεσμός μεταξύ ποίησης και αναγνωστικού κοινού που είχε σφυρηλατηθεί από τους Kipling, Housman, (Rupert) Brooke και Omar Khayyam (Σ.τ.Μ.: ο Edward Fitzgerald είχε μεταφράσει και εκδώσει το 1859, υπό τον τίτλο "Ρουμπαγιάτ", μια επιλογή από τετράστιχα που αποδίδονταν στον πέρση "αστρονόμο-ποιητή" - το βιβλίο είχε κάνει αίσθηση στη βικτωριανή Αγγλία) - αυτός ο δεσμός καταστράφηκε ως συνέπεια όλων των παραπάνω. Μπορεί κανείς να πει ότι ο (ποιητής) John Betjeman ήταν εκείνος που κατέβασε την πινακίδα "Αδιέξοδο - Δεν Οδηγεί προς την Πραγματική Ζωή" την οποία η νέα αυτή παράδοση είχε υψώσει, και αυτός ήταν που αποκατέστησε την ευθεία, κατανοητή επικοινωνία ως συστατικό στοιχείο της ποίησης».

