Η κυριαρχία του Διαδικτύου στην πολιτική επικοινωνία και τις εκλογικές καμπάνιες, όπως και η χρήση νέων τεχνολογιών για τη διεξαγωγή της εκλογικής διαδικασίας είναι φαινόμενα ήδη κυρίαρχα και αναπόδραστα, αφού αντανακλούν τη γενικότερη μετάβαση στην κοινωνία της πληροφορίας.

Οι κίνδυνοι για τους πολιτικούς μας θεσμούς και το ίδιο το μέλλον της ελευθερίας δεν είναι μικροί. Η ακεραιότητα και αξιοπιστία της εκλογικής διαδικασίας καταλήγει να εξαρτάται από την τεχνική ακεραιότητα των χρησιμοποιούμενων ψηφιακών συστημάτων. Οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την τελευταία, όσο αβάσιμη κι αν είναι, υποσκάπτει τη νομιμοποίηση των εκλεγμένων ηγετών, αλλά και του γενικότερου συστήματος διακυβέρνησης.

Ομως και πριν από τις εκλογές οι πολιτικές αντιλήψεις των πολιτών σχηματίζονται υπό την πίεση παρεμβάσεων μοχλευμένων από την τεχνολογία. Η ποιότητα και ο πλουραλισμός του πολιτικού διαλόγου επικαθορίζονται από τις εμπορικές πρακτικές των τεχνολογικών κολοσσών (Big Tech) στους οποίους ανήκουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Για τις πλατφόρμες τύπου Facebook, η ακρότητα και η οξύτητα των αναρτήσεων είναι πηγή κέρδους. Ασχέτως του αν στηρίζονται στο ψεύδος και την παράνοια, οι κατηγορηματικότερες και πιο «αντισυμβατικές» αναρτήσεις προσελκύουν το ενδιαφέρον και εμπλέκουν τον αναγνώστη σε διαλόγους, αυξάνοντας ταυτοχρόνως την οικονομική αξία των διαφημίσεων που τις συνοδεύουν. Με άλλα λόγια, τα ίδια τα επιχειρηματικά μοντέλα των πλατφορμών καλλιεργούν την πόλωση, παρωθούν στην οξύτητα και εντέλει κατακερματίζουν το σώμα των πολιτών σε «θαλάμους αντήχησης» (echo chambers) – παράλληλα σύμπαντα, όπου ο καθένας απευθύνεται μόνον σε ομοϊδεάτες, καλλιεργώντας τη δική του «εναλλακτική αλήθεια». Σε τέτοιες συνθήκες, οι ελεύθεροι θεσμοί δεν μπορούν να λειτουργήσουν ομαλά και οι συλλογικές αποφάσεις καθίστανται προϊόν παραπληροφόρησης και χειραγώγησης.

Εάν στα παραπάνω προσθέσουμε τις ενδεχόμενες παρεμβάσεις ξένων δυνάμεων, που με μπαράζ ψευδεπίγραφων αναρτήσεων στα κοινωνικά δίκτυα και προπαγανδιστικές ιστοσελίδες επιχειρούν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα εκλογικών (αλλά και νομοθετικών) διαδικασιών ή απλώς να απονομιμοποιήσουν τους πολιτειακούς θεσμούς, οι κίνδυνοι καθίστανται υπαρξιακοί.

Η κυβερνοασφάλεια αποτελεί, συνεπώς, αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση της ελευθερίας. Ομως, πρέπει να διασφαλιστεί ότι το φάρμακο δεν είναι εξίσου βλαπτικό με την ασθένεια. Ενα κρίσιμο ζήτημα αφορά την αναπόφευκτη αδιαφάνεια των αντιμέτρων που λαμβάνονται από τις κρατικές υπηρεσίες, προκειμένου να αντιμετωπιστούν εξωτερικές παρεμβάσεις και κυβερνοεπιθέσεις. Ποιος και πώς μπορεί να ασκήσει δημόσιο έλεγχο, όταν οι τεχνολογικώς περίπλοκες και εξ ορισμού απόρρητες δράσεις κυβερνοασφάλειας δεν είναι καν γνωστό ότι διεξάγονται;

Την ίδια στιγμή, τα ευρωπαϊκά κράτη αναζητούν τη λύση στο πρόβλημα της διαδικτυακής παραπληροφόρησης μέσα από την αυστηρότερη ρύθμιση του περιεχομένου των αναρτήσεων. Εντούτοις, η εγκαθίδρυση αστικής ή και ποινικής ευθύνης για ό,τι θεωρείται «ρητορική μίσους» ή, ακόμη χειρότερα, η υιοθέτηση από τις Big Tech πρακτικών αλγοριθμικής παρεμπόδισης ή «ακύρωσης» των απόψεων εκείνων που ίσως προσβάλλουν τις επίσημες αξίες είναι ψευδείς λύσεις. Η κατάχρηση του Διαδικτύου οφείλεται πρωτίστως στη δομή των οικονομικών κινήτρων των μεσολαβητών και όχι στις μεμονωμένες αναρτήσεις των χρηστών. Η αστυνόμευση του μη αποδεκτού λόγου ακυρώνει στην πράξη την ελευθερία της έκφρασης, ενώ, παραδόξως, οδηγεί και σε απώλεια νομιμοποίησης, εκλογική αντίδραση και αύξηση του λαϊκισμού. Συνεπώς, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με μεγάλο σκεπτικισμό. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ρυθμίσεις που θέτουν όρια στις κοινωνικώς και πολιτικώς αθέμιτες πρακτικές των πλατφορμών και όχι στο περιεχόμενο του λόγου των χρηστών.

Ο Χρήστος Χατζηεμμανουήλ είναι καθηγητής Νομισματικών και Χρηματοοικονομικών Θεσμών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, επισκ. καθηγητής Νομικής της London School of Economics και μέλος του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος