Την ώρα που η θηλιά γύρω από τα μουσεία ανά τον κόσμο σφίγγει όλο και περισσότερο, με τη δραματική πτώση της προσέλευσης κοινού λόγω της πανδημίας να επιβαρύνει την ήδη εξαιρετικά δύσκολη οικονομική τους κατάσταση, η οποία οφειλόταν στη σημαντική περικοπή των κρατικών ενισχύσεων αλλά και την κατακόρυφη μείωση των ιδιωτικών χορηγιών, ακόμη και κορυφαία ιδρύματα, όπως το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, αποφασίζουν να «απαλλαγούν» από ορισμένα έργα των συλλογών τους.
Τα κίνητρα του κάθε μουσείου είναι, συχνά, διαφορετικά. Και μπορεί να ξεκινούν από την κομβικής σημασίας ανάγκη επιβίωσης του φορέα που ενδεχομένως να βρίσκεται στα πρόθυρα οικονομικής ασφυξίας και αναγκάζεται να πουλά μεμονωμένα αντικείμενα ή και ολόκληρα τμήματα των συλλογών του. Σε άλλες περιπτώσεις, ωστόσο, η κίνηση αυτή μπορεί να οφείλεται στην πιθανή ανάγκη ανανέωσης του περιεχομένου των συλλογών, την ένταξη νέων ή νεότερης γενιάς καλλιτεχνών, την προσαρμογή των προς έκθεση έργων με ό,τι χαρακτηρίζεται ως πολιτικώς ορθό ή ακόμη και στην πιο πεζή δικαιολογία μιας άλλης πιεστικής ανάγκης, εκείνης που συνδέεται με τη χωρητικότητα των αποθηκών, η οποία έχει σαφώς και αυτή τη δική της οικονομική παράμετρο, καθώς συχνά τα μουσεία αναγκάζονται να νοικιάζουν εξωτερικούς χώρους αποθήκευσης με μεγάλο κόστος.
Οποιος κι αν είναι ο λόγος που ένα μουσείο αποφασίζει να αποχωριστεί έργα της συλλογής του, το ερώτημα που προκύπτει σταθερά κι ολοένα πιο έντονα όσο το φαινόμενο παίρνει διαστάσεις διεθνώς είναι αν δικαιούνται τα μουσεία να πωλούν τα έργα των συλλογών τους. Πρόκειται για ένα «ξεφόρτωμα», για ένα «ξεπούλημα», όπως υποστηρίζουν όσοι αντιτίθενται σε αυτή την πρακτική - οι οποίοι χαρακτηρίζουν ως ευφημισμό τον όρο αποποίηση (πρόκειται για την ελληνική απόδοση του όρου deaccessioning που επικρατεί διεθνώς σε ανάλογες περιπτώσεις); Ενα αναγκαίο κακό ή και μια ευκαιρία για να προσεγγιστεί με διαφορετικό τρόπο ο ρόλος των μουσείων στον 21ο αιώνα;
Η αποποίηση είναι αποδεκτή από όλους όταν αφορά τον επαναπατρισμό λεηλατημένων έργων τέχνης. Τα σπέρματα, δε, της αποποίησης εντοπίζονται από τον σύμβουλο τέχνης και ειδικό στη διαχείριση συλλογών Μάρτιν Γκέιμον στην εποχή της εκτέλεσης του Καρόλου Α' της Αγγλίας τον 17ο αιώνα, όταν ρευστοποιήθηκαν οι βασιλικές συλλογές για να πληρωθούν τα χρέη του εκλιπόντος. Και μπορεί οποιαδήποτε άλλη εκδοχή της να προκαλεί αντιδράσεις, σε χώρες όμως όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, στα μουσεία παρέχεται, σε ειδικές περιπτώσεις, η δυνατότητα να αποποιηθούν αντικείμενα παραχωρώντας τα σε άλλα μουσειακά ιδρύματα, πουλώντας τα ή ακόμη και καταστρέφοντάς τα.
ΠΙΚΑΣΟ ΚΑΙ ΓΟΥΟΡΧΟΛ. Το πλέον πρόσφατο παράδειγμα αποποίησης δίνει το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης που έβγαλε προ ημερών στο σφυρί το πρώτο κυβιστικό γλυπτό του Πάμπλο Πικάσο. Πρόκειται για τη χάλκινη προτομή της ερωμένης του Φερνάντ Ολιβιέ (1909) που ανήκει στις συλλογές του μουσείου για περισσότερο από τρεις δεκαετίες και πωλήθηκε από τους Christie's προς 48,5 εκατ. δολάρια, τιμή αρκετά υψηλότερη από την αρχική εκτίμηση των 30 εκατ. Το μουσείο δηλώνει πως διαθέτει και δεύτερο πανομοιότυπο έργο - είχε εκδοθεί σε 20 κομμάτια - και πως θα αξιοποιήσει το σύνολο του ποσού για τον εμπλουτισμό των συλλογών του με νέα έργα.
Κι ενώ προς το παρόν η είδηση για την κίνηση του εν λόγω μουσείου δεν προκάλεσε ιδιαίτερες αντιδράσεις, δεν συνέβη το ίδιο όταν πέρυσι το Μουσείο Τέχνης της Βαλτιμόρης πρότεινε να δημοπρατηθεί ο «Μυστικός Δείπνος» του Γουόρχολ και αφηρημένα έργα του Μπράις Μάρντεν, συνολικής αναμενόμενης αξίας 65 εκατ. δολαρίων, με στόχο τον επανασχεδιασμό των συλλογών του.
Η πρόθεση του μουσείου - που από ορισμένους ερμηνεύτηκε και με φυλετικά κριτήρια, ότι δηλαδή πωλούνται έργα λευκών καλλιτεχνών, ώστε να αγοραστούν μαύρων που λείπουν από τη συλλογή στερώντας της το άλλοθι της πολιτικής ορθότητας - προκάλεσε μένος. Ο κριτικός τέχνης των «Los Angeles Times» Κρίστοφερ Νάιτ χαρακτήρισε την κίνηση αυτή ως «βανδαλισμό» και ως «κολοσσιαίο σκάνδαλο» και δεν ήταν ο μόνος.
Οι επικριτές της πολιτικής της αποποίησης μεταξύ άλλων διατείνονται ότι ο τζίρος της παγκόσμιας οικονομίας όσον αφορά την τέχνη υποχώρησε από τα 65 δισ. δολάρια το 2019 στα 50 το 2020. Και ότι παρά το γεγονός ότι είναι σαφή τα σημάδια ανάκαμψης, ίσως δεν είναι η καλύτερη στιγμή για να απαλλαγούν τα μουσεία από τα «περιττά» έργα των συλλογών τους. Η δραματική μείωση της επισκεψιμότητας όμως που επέφερε η πανδημία - χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης που εκτιμά τις απώλειές του σε 150 εκατ. δολάρια - οδήγησε την Ενωση Διευθυντών Μουσείων Τέχνης σε χαλάρωση των αυστηρών οδηγιών της περί αποποίησης. Και για μια προσωρινή, αλλά απροσδιόριστη, περίοδο δεν θα επιβάλλει κυρώσεις ούτε θα μέμφεται τα μέλη της που θα χρησιμοποιήσουν χρήματα από την πώληση έργων τέχνης για γενικά λειτουργικά έξοδα.
Για την Ιστορία, το Μουσείο της Βαλτιμόρης δεν χρειάστηκε να πουλήσει τα έργα, καθώς η θύελλα αντιδράσεων που προκλήθηκε κινητοποίησε γενναίες χορηγίες, οι οποίες έδωσαν τη λύση. Δεν έχουν όμως όλα τα ιδρύματα τη δυνατότητα να προσελκύσουν ανάλογη οικονομική ενίσχυση από τον ιδιωτικό τομέα.
Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι κανένα μουσείο δεν πρέπει ποτέ να παραιτηθεί από τα σημαντικά έργα των συλλογών του καθώς ο ρόλος του είναι να τα διαθέτει προς θέαση στο κοινό και προς μελέτη στους ειδικούς. Υποστηρίζουν πως η πώληση των έργων μέσω μιας δημοπρασίας ενδεχομένως να τα εξαφανίσει από τη δημόσια σφαίρα ακόμη και για πάντα, παραβλέποντας ίσως ότι η διακίνηση ενός έργου εξαρτάται πάντα από τον συλλέκτη που θα το αποκτήσει, διότι υπάρχουν και οι ιδιαιτέρως ενεργοί και εξωστρεφείς, που δανείζουν τα έργα τους τόσο σε μεγάλες περιοδικές εκθέσεις όσο και στα μουσεία, τα οποία εντάσσουν τα δάνεια ανάμεσα στα έργα των μόνιμων συλλογών τους για δεκαετίες.
ΜΙΚΡΟ ΠΟΣΟΣΤΟ. Σε κάθε περίπτωση, το επιχείρημα ότι τα μεγάλα μουσεία πρέπει να περιλαμβάνουν στις συλλογές τους όλα τα σημαντικά έργα τέχνης, ώστε να τα καθιστούν προσιτά στο κοινό, απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Απόδειξη αποτελούν τα στοιχεία παλαιότερης έρευνας της διαδικτυακής πλατφόρμας Quartz, σύμφωνα με την οποία τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου (μεταξύ αυτών το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, το Μητροπολιτικό, η Tate Modern του Λονδίνου και το Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης) εκθέτουν ως επί το πλείστον μόλις το 5% των συλλογών τους. Άλλη έρευνα του BBC υποστηρίζει ότι το ΜοΜΑ φιλοξενεί στις αίθουσές του μόλις 24 από τα 1.221 έργα Πικάσο που διαθέτει και εννέα από τα 156 του Μιρό.
Υπάρχει βεβαίως και ο αντίλογος, σύμφωνα με τον οποίο τα μουσεία δεν λειτουργούν ως αμιγώς εκθεσιακοί χώροι, αλλά και ως ερευνητικά κέντρα, γεγονός που δεν καθιστά «άχρηστα» όσα έργα τέχνης δεν βρίσκονται ενώπιον του κοινού. Και υπάρχει πάντα και ανοιχτό το ενδεχόμενο τα δεδομένα να αλλάξουν, είτε στην εκθεσιακή λογική είτε στην έρευνα, και ένα αντικείμενο ή ένα έργο που θεωρούνταν αδιάφορο, λόγω νέων στοιχείων που θα προκύψουν να καταστεί κομβικής σημασίας και πολύτιμο, χωρίς να αποκλείεται και το αντίστροφο.
Ποια είναι η λύση; «Η αποποίηση, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, σημαίνει απελευθέρωση της τέχνης από ένα μπουντρούμι, αποφυλάκιση της ομορφιάς και επιστροφή της στον έξω κόσμο. Μπορεί να μην είμαστε απολύτως βέβαιοι τι θα συμβεί σε ένα συγκεκριμένο έργο αφού ένα μουσείο το απεντάξει από τις συλλογές του, αλλά συνολικά θα είναι καλύτερα για όλους, μουσεία και επισκέπτες, αν η τέχνη συνεχίσει να κυκλοφορεί», εκτιμά ο αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας στο Κολέγιο Ντίκινσον, Κρίσπεν Σαρτγουέλ, σε άρθρο του στη διαδικτυακή έκδοση του με φιλελεύθερο προσανατολισμό περιοδικού «The Reason».
Η ΕΛΛΑΔΑ
Η νομική δέσμευση για τις συλλογές
Στην Ελλάδα τα μουσεία δεν μπορούν καν να μπουν στον πειρασμό να σκεφτούν το ενδεχόμενο πώλησης μέρος των συλλογών τους, τουλάχιστον όσον αφορά τα δημόσια, καθώς οι εθνικές συλλογές είναι νομικά θωρακισμένες ως αναπαλλοτρίωτες. Εξαίρεση αποτελούν μόνο τα αντικείμενα ή τα κληροδοτήματα που έχουν δοθεί για οιαδήποτε χρήση ώστε να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς ενός ιδρύματος και εντάσσονται σε διαφορετικό καθεστώς από τα αντικείμενα που έχουν συλλεγεί ή δωρηθεί ώστε σαφώς να συμπεριληφθούν σε μια μουσειακή συλλογή.
Τα διεθνή πρότυπα, όπου καθίσται νόμιμη η πώληση έργων των συλλογών, ακολουθεί η Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου Ο Νόμος 1079/80 που αφορά τον Οργανισμό Λειτουργίας της ΕΠΜΑΣ προβλέπει τη δυνατότητα εκποίησης έργων τέχνης διά δημόσιου διαγωνισμού, τα οποία δεν έχουν ενδιαφέρον για τις συλλογές της. Επιπλέον στην Πινακοθήκη υπάρχει και η χωρίς προηγούμενο για τα ελληνικά δεδομένα δωρεά του Παναγιώτη Τέτση, ο οποίος συνόδευσε τα 200 και πλέον έργα που προσέφερε στο μουσείο με μια επιστολή με την οποία δίνει το δικαίωμα στους επικεφαλής του να πουλήσουν το ένα τρίτο των έργων αυτών για εμπλουτισμό των συλλογών ή για όποιες άλλες ανάγκες μπορεί να έχει το μουσείο.
Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, η ηγεσία της Πινακοθήκης δεν σκέφτεται να προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση ώστε να μην αποθαρρύνει μελλοντικούς δωρητές.