Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Εκκαθαρίσεις
Στην καραντίνα της άνοιξης είχα κάνει μία γερή εκκαθάριση σε ντουλάπια, ράφια, συρτάρια, ντοσιέ. Με δεδομένο ότι για δεκαετίες έχω υπάρξει «ρακοσυλλέκτης» είχαν μαζευτεί όγκοι από όλα αυτά που κατέτασσα στην κατηγορία «ενθυμήματα και ντοκουμέντα». Βλέποντάς τα όμως μετά από καιρό, συνειδητοποίησα ότι το ενθύμημα και το ντοκουμέντο αποκτά αξία ανάλογα με την αξία που δίνεις εσύ στην εποχή ή το θέμα στο οποίο αναφέρεται. Και προσωπικά, όσο μεγαλώνω, αυτά που κάποτε φανταζόμουν ότι θα έμεναν ως μεγάλα και σημαντικά, γίνονται από αδιάφορα έως γραφικά. Ετσι λοιπόν, πέταξα πολλά, πάρα πολλά.
Ωστόσο, αυτή η εκκαθάριση ήταν σαν ένα ταξίδι στο πρόσφατο παρελθόν. Σε μια εποχή που, ενώ χρονικά δεν απέχει και τόσο από το σήμερα, η κρίση και η πανδημία που έχουν μεσολαβήσει την κάνουν να μοιάζει με μια χώρα των θαυμάτων που μπορεί και να την ονειρευτήκαμε. Δεν την ονειρευτήκαμε όμως. Ηταν πραγματικότητα. Το αποδεικνύει μια διαφήμιση σε εφημερίδα του 2007 που μας προέτρεπε να ζήσουμε την εμπειρία ενός Σαββατοκύριακου «για καφέ στη Νέα Υόρκη» χάρη σε καταναλωτικό δάνειο της τάδε Τράπεζας. (Ηταν εκείνη η χρονιά που ήμασταν η πρώτη - ανάλογα με τον πληθυσμό μας - χώρα στον κόσμο σε κατανάλωση ειδών πολυτελείας.) Βρήκα, σε περιοδικά της εποχής, οδηγούς για χριστουγεννιάτικα ταξίδια σε εξωτικούς τόπους - το απόλυτο must το έλεγαν -, φωτογραφίες σελέμπριτι που μοστράριζαν τις πανάκριβες αγορές τους ή ντυμένους με ρούχα που, αν και δεν αναφέρονταν οι τιμές τους, δεν ήταν δύσκολο να τις υπολογίσουμε. Στους τίτλους κυριαρχούσε το luxury και το spoil yourself ως προτροπή να κακομάθουμε τον εαυτό μας. Και βρήκα ακόμη κάμποσα τεύχη του «How to Spend It», περιοδικού των «Financial Times» για πολύ γερά πορτοφόλια που κάποια τράπεζα ήθελε να το βγάλει στα καθ' ημάς για τους καλούς πελάτες της.
Πολιτισμοί
Απ' το τότε, στο τώρα όμως και στη νοσταλγία του αντιδημάρχου Αθηναίων Νικόλαου Μακρόπουλου για το σπίτι του στο Baden Baden και τις βόλτες στο Black Forest με την Aston Martin του που δημοσιοποίησε στο Facebook. Το όλο θέμα, παρά τις διαστάσεις που πήρε, για μένα κινείται στα όρια του γελοιότητας. Και το ίδιο θα συνέβαινε αν δεν ήταν αιρετός αλλά απλά ο κοσμικός κύριος Μακρόπουλος. Διότι στον αστικό πολιτισμό, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, θεωρείται γελοίο να κάνεις επίδειξη πλούτου. Και που εμείς, χάρη στον Δημήτρη Ψαθά, έχουμε μια υπέροχη λέξη για να το περιγράψουμε: σουσουδισμός. Γελοίο ήταν και τα χρόνια του «μεγάλου πάρτι», έτσι όπως το βλέπω από απόσταση. Μια υπερπαραγωγή σουσουδισμού ήταν όλη η χώρα. Μόνο που τότε οι περισσότεροι το έλεγαν lifestyle και μοντάριζαν πισίνες στις ταράτσες των αυθαίρετων. Στα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης, ο Μενης Κουμανταρέας είχε κάνει μια εξαιρετική παρατήρηση.
Ελεγε ότι η Ελλάδα, μέχρι και τη δεκαετία του 1970, ήταν μια χώρα με φτωχούς πολίτες. Οι οποίοι όμως, είχαν αναπτύξει τον πολιτισμό της φτώχειας. Και ήμασταν πολιτισμένοι, αξιοπρεπείς φτωχοί. Μετά πλουτύναμε - και η ευμάρεια είναι κάτι καλό. Μόνο που πλουτύναμε πολύ γρήγορα και δεν προλάβαμε να αναπτύξουμε τον πολιτισμό του πλούτου. Ετσι, από πολιτισμένοι φτωχοί, γίναμε απολίτιστοι και αναξιοπρεπείς πλούσιοι.
Σουσουδισμοί
Ωστόσο ο σουσουδισμός, αυτή η διάθεση να επιδείξουμε δημόσια μια φαντασιακή ανωτερότητα, κάτι που θεωρούμε ότι έχουμε εμείς και νομίζουμε ότι δεν έχουν οι άλλοι, δεν έχει να κάνει πάντα με τον πλούτο. Σουσουδισμός είναι και το κούνημα του δακτύλου, η αυτοαναγωγή πολλών σε διαδικτυακούς εισαγγελείς, η διακίνηση μιας άποψης ως νομοτελειακής. Βλέπω πολλούς και πολλές και θυμάμαι τη μνημειώδη ατάκα της ηρωίδας του Ψαθά. «Εμείς παίρνουμε δύο αστακουδάκια. Ενα για να το τρώμε και ένα για το πετάμε». Οπου «αστακουδάκια», βάλτε ηθικό πλεονέκτημα και αλληλεγγύη ή ενσυναίσθηση.