Γιώργος Σγουράκης,

το πορτρέτο στο «Μονόγραμμα»

«Ανάσα από λέξεις»

…Στην ψυχή σου δεν φθάνει κανείς

ούτε διά ξηράς ούτε διά θαλάσσης…

(Γη των απουσιών – Κική Δημουλά)

Αξια της πατρίδας και του ρόλου που διαδραματίζουν στους αιώνες οι σπουδαίοι δημιουργοί, οι ποιητές και οι ποιήτριες. Ανήκει πλέον η Κική Δημουλά στο πάνθεον των μεγάλων, των εθνικών ποιητών. Είναι η ποιήτρια της γενιάς μας, μιας γενιάς που αναγκάστηκε να απομυθοποιήσει τα πάντα, που ισοπεδώθηκε και δεν είχε πολλά να προσδοκά στις συνθήκες της καθημερινότητας και της θλιβερής αντίληψης περί παγκοσμιοποίησης. Αντελήφθη από νωρίς τον ρόλο που της έταξε η μοίρα. Υπηρέτησε αρχές με συνείδηση ευθύνης και το όλο δημιουργικό έργο της ήταν μια κατάθεση ψυχής. Εγραψε λοιπόν:

Θέλω να έχω τη συνείδησή μου ήσυχη

πως βασανίστηκα για όλα…

Δημιουργός λοιπόν που συγκινεί με το ποιητικό της έργο, βασισμένο στην προσωπική της αισθητική για τη γλώσσα και την αντίληψή της για τη ζωή και τα πράγματα. Οριοθετεί με τη δική της αίσθηση τον νεοελληνικό ποιητικό λόγο, με μια ώριμη διάσταση που αναδεικνύει τη συνέχεια, τη σημασία και ασφαλώς τη μοναδικότητα της ελληνικής αντίληψης.

Εδωσε με το έργο της μιαν άλλη, μεταφυσική κι ωστόσο ώριμη διάσταση στον στίχο, ένα στίχο καθαρά ελληνικό, δεμένο άρρηκτα με τον Ομηρο και τους τραγικούς ποιητές. Στίχο ελληνικό. Στίχο που ομνύει στον Κωνσταντίνο Καβάφη. Στίχο που διακρίνεται για την ενάργεια του λόγου, τη λογοπλαστική και την εικονοπλαστική.

Σε ένα σημείωμά της (στην Ηρώ και σ’ εμένα) κατά την προετοιμασία της αυτοβιογραφικής της ταινίας στο «Μονόγραμμα» το 2012, η Κική Δημουλά μάς σημείωνε:

«…Εμένα μου δίνουν τη λίγη ανάσα οι λέξεις. Τις σέβομαι, εξαρτώμαι απ’ αυτές, μου προκαλεί δέος, η δυναμική παρέμβασή τους, συχνά σαν ουρανοκατέβατη. Εκεί που το ποίημα οπισθοχωρεί, απελπισμένο γιατί έχασε τον προσανατολισμό του, μια λέξη και μόνο, μπορεί να του αλλάξει τον προσανατολισμό, οδηγώντας το σ’ έναν αστραπιαίο παράδρομο. Δίνεις στις λέξεις ένα κουρέλι και σου επιστρέφουν ένα ρούχο που σε ντύνει σαν περίπου καινούργιο. Θεωρώ πως οι λέξεις είναι οι μοίρες του ποιήματος. Μόλις γεννηθεί, άλλες το μυρώνουν να προκόψει κι άλλες το καταριούνται να πεθάνει».

Ο κάθε στίχος της έρχεται να επαληθεύσει την ποιητική της δύναμη τοποθετώντας ακατάλυτες αξίες, σκέψεις και προβληματισμούς. Συμπληρώνει στο σημείωμά της:

«…Τώρα να μπω στο ναρκοπέδιο, που είναι το θέμα της ποίησης. Πράγματι, είναι σα να πατάς νάρκη όταν μιλάς γι’ αυτό το ανεξερεύνητο έδαφος – παρά τους πολλούς και άξιους ερευνητές. Ο μόνος τρόπος να μην εκραγεί αυτή η νάρκη, είναι να λες: «δεν ξέρω». Και αλήθεια δεν ξέρω, ούτε τι είναι η ποίηση, ούτε πώς ξεκολλάς από το σώμα της ένα ποίημα, για να το κολλήσεις επάνω στο δικό σου σώμα, χωρίς να το κακοποιήσεις. Το μόνο που κατέχω, είναι ο βασανισμός που μου προκαλεί αυτή η αποκόλληση, τι αντίσταση εξαντλητική μου φέρνει, σα να μη θέλει το ίδιο το ποίημα να γραφτεί από μένα. Σα να φοβάται, πως θα το φέρω στα μέτρα μου, ότι θα εκφράσω μόνον εμένα, αφήνοντας απ’ έξω τον άλλον. Ανόητο, αφού ο άλλος είμαι εγώ. Θέλω δε θέλω. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο άλλος μας δημιουργεί με το να υπάρχει. Αξεχώριστος από μας, φίλος και μαζί εχθρός, όπως είναι ο εαυτός μας απέναντί μας. Είναι όμως τόσο πιεστική η παρουσία του, κυρίως την ώρα που γράφω που καμιά φορά σκέπτομαι μήπως γράφω για να τον ξεφορτωθώ. Δεν ξέρω πραγματικά τι κάνει η ποίηση και η τέχνη, αν διώχνει τα βάρη μας ή τα σταθεροποιεί. Αλλά πάντως, με μια μορφή μαγικά και μαγευτικά αθωωμένη».

Rika Lesser,

μεταφράστριά της στις ΗΠΑ

«Συμμετείχα σ’ έναν αγώνα αγάπης»

Ταξιδεύω, πηγαίνω στην υπέροχη αγγλική γλώσσα, άγνωστη σ’ εμένα, αν και εξήντα χρόνια πριν έζησα στο Λονδίνο για λίγους μήνες και έμαθα να ψελλίζω το αλφάβητο της στοιχειώδους επικοινωνίας – εκείνες τις λίγες φράσεις που είναι απαραίτητες για να συντηρούμε την ψευδαίσθηση ότι γνωρίζουμε όσα δεν γνωρίζουμε…

Το μόνο ανώδυνο καθήκον της μεταφράστριας είναι να φέρει δίπλα το ένα με το άλλο τα λεξικά των δύο γλωσσών, έναν άγνωστο απέναντι σε έναν άγνωστο, και να τους πιέσει να μιλήσουν. Το πιο βαρύ και εξοντωτικό καθήκον, ωστόσο… είναι να πείσει μία λέξη να εγκαταλείψει την πατρίδα της και να εμπιστευτεί τη σημασία της – μικρή ή μεγάλη – σε έναν άγνωστο κηδεμόνα

(απόσπασμα από τις «Σκέψεις μίας παράξενης μετανάστριας σε μια ξένη γλώσσα», πρόλογος της Κικής Δημουλά στο «The Brazen plagiarist», την ανθολογία ποιημάτων της που μεταφράσαμε η Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου και εγώ στο Yale University Press το 2012)

Χωρίς να γνωρίζω και μόλις να καταλαβαίνω πού εμπλεκόμουν, με τη μεσολάβηση της Jennifer Banks – επιμελήτριάς μου στο «Mozart’s Third Brain» του Göran Sonnevi, το δεύτερο βιβλίο του που μετέφραζα από τα σουηδικά (μια γλώσσα που ξέρω καλά) – ανέλαβα την παράξενη κηδεμονία των απρόθυμων λέξεων, δηλαδή των ποιημάτων, μιας από τις πιο ιδιοφυείς, πνευματώδεις και αστείες, γήινες και ανθρώπινες ποιήτριες που συνάντησα ποτέ στη ζωή μου ως αναγνώστρια.

Δεν έχω καμία ψευδαίσθηση ότι ξέρω αυτό που δεν ξέρω – εν προκειμένω, την ελληνική γλώσσα. Και για χρόνια επέκρινα την πρακτική των ποιητών να μεταφράζουν ποίηση από γλώσσες που δεν κατέχουν. Αλλά υπήρχε κάτι στην πίστη και την επιμονή της Σεσίλ να φέρουμε το έργο της Κικής Δημουλά στον αγγλόφωνο κόσμο που με έπεισε να συμμετάσχω σ’ αυτό τον αγώνα της αγάπης, που είναι πάντα η μετάφραση της ποίησης. Προς δική μου υπεράσπιση λέω ότι το πιο σημαντικό στοιχείο για μένα είναι ο ρυθμός του πρωτότυπου ποιήματος. Από τη στιγμή που άκουσα ηχογραφήσεις με τη Δημουλά να απαγγέλλει την ποίησή της, οι ρυθμικές αποχρώσεις της δυνατής «βραχνιασμένης» φωνής της, πίστεψα ότι μπορούσα περισσότερο να προσφέρω παρά να βλάψω. Είμαι ευτυχής και ευγνώμων που συμμετείχα στο έργο εκείνο. Τα συλλυπητήριά μου σε όλους όσοι γνώριζαν τη Δημουλά ή το έργο της σε οποιαδήποτε γλώσσα.

Σωτήρης Σόρογκας, εικονογράφος εξωφύλλων της και φίλος

«Η τρυφερότητά της ξεπερνούσε το μέτρο»

Η Κική Δημουλά δεν είναι μόνο η σπουδαία και μεγάλη ποιήτρια που μας κληροδότησε με ταπεινότητα το πολυσήμαντο πνευματικό της έργο. Δεν έπαψε να είναι ταυτοχρόνως και μια ανεκτίμητη και αφάνταστα τρυφερή φίλη, αγγίζοντας με ξεχωριστή στοργή, διεισδυτικότητα και κατανόηση τα προβλήματα όλων όσα ζητούσαν τη βοήθειά της.

Το ίδιο στοργική και παρήγορη είναι και η ποίησή της, παρά το ότι η ίδια πίστευε ότι «η ποίηση ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε έναν ωκεανό λύπης». Η τρυφερότητα της ψυχής της ξεπερνούσε το μέτρο. Σε ένα παλιό κείμενό μου για εκείνην, είχα θυμηθεί κάτι που διάβασα για τον ζωγράφο Βαν Γκονγκ. «Ενας ξεγδαρμένος άνθρωπος που πονούσε και με το παραμικρότερο αεράκι». Ετσι πιστεύω πως έζησε ανάμεσά μας η Κική Δημουλά. Πιστεύω ακόμα, ότι για εκείνην, η διαπίστωση της βεβαίας απώλειας έγινε ένας συνεχής εφιάλτης που φαρμάκωνε τον βίο της. Ετσι, στην ποίησή της ο πόνος, η απελπισία , η λύπη, η οδύνη, η αγωνία, πέραν του ότι εκκινούσαν από φανερές ή τελείως κρυμμένες συνθήκες ζωής, νομίζω ότι πήγαζαν κυρίως από βαθιά προσωπικά της ψυχικά κοιτάσματα.

Ολα αυτά διαχέονταν με το ιδιάζον ταλέντο της και την τεραστίου πλούτου λεκτική πολυσημία, εμποτίζοντας με την πνευματικότητά τους, το ανεξιχνίαστο μυστήριο που περιβάλλει τον κόσμο μας. Ο ομοίως απελπισμένος κεκοιμημένος ποιητής Νίκος Καρούζος είχε γράψει ότι «η ελπίδα βρίσκεται στην απελπισία». Και ο Σεφέρης, όταν είπαν ότι ο Ελιοτ την «Ερημη Χώρα» την αφήνει άνυδρη χωρίς ελπίδα σωτηρίας, έγραψε: «Αυτό θα ήταν αλήθεια αν ο Ελιοτ δεν είχε δημιουργήσει ποίηση. Και η ποίηση, όσο απελπισμένη και αν είναι, μας σώζει πάντα…». Η Κική Δημουλά θα μας σώζει και θα μας συντροφεύει πάντα παρήγορα. Η λατρεία όλων μας είναι κοντά της.