Γνώρισα την Κική Δημουλά το 1963, άγνωστη ακόμη ποιήτρια στην πνευματική μας αγορά. Ο σπουδαίος υπερρεαλιστής ποιητής Εκτωρ Κακναβάτος (ως Γιώργος Κοντογιώργης) ήταν μαθηματικός και διδάσκαμε στα ίδια τμήματα (εγώ Εκθεση) στο Φροντιστήριο Τσατσάκη – Σταυρόπουλου πίσω από τον ναό της Ζωοδόχου Πηγής στην Ακαδημίας. Οταν ανακάλυψα πως ο συνάδελφος φροντιστής ήταν ο Κακναβάτος, τον οποίο γνώριζα από ποιητικές συλλογές που αγόραζα από παλαιοπωλεία, αρχίσαμε να συνομιλούμε και να βγαίνουμε οικογενειακώς. Το 1963 λοιπόν μου πρότεινε να βγούμε για φαγητό σε μια ταβέρνα («Τα μπριτζολάκια» στην Κυψέλη) με τον ποιητή Αθω Δημουλά και τη γυναίκα του Κική και τον ποιητή Δ. Παπαδίτσα. Ο Αθως ήταν μαθηματικός και απόφοιτος Πολυτεχνείου, ο Παπαδίτσας γιατρός. Και οι τρεις άντρες ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ο πιο κλασικός ήταν ο Αθως που έγραφε ποίηση φορμαλιστική καλλιεργώντας ένα σονέτο λίγο ανορθόδοξο. Σ’ εκείνη την έξοδο με εντυπωσίασε η σεμνή σιωπή της Κικής που όντας ήδη εκδιδομένη ποιήτρια δύο συλλογών μετείχε σεμνά στη συζήτηση, θα έλεγα με σεβασμό προς τα ποιητικά «θηρία» της παρέας.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ