Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δείχνει να έχει εντοπίσει το βασικό συστατικό που τον έφερε αρχικά στην ηγεσία της ΝΔ και έπειτα στην εξουσία: «Εκανα πολιτική καριέρα με το να με υποτιμούν οι αντίπαλοί μου». Η υπόθεση πως ο κυβερνητικός σχεδιασμός περιλαμβάνει πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, που έχει δημόσια κάνει ο Αλέξης Τσίπρας, θεωρεί πως υπάγεται στην ίδια ακριβώς λογική. Στο ότι ο βασικός του αντίπαλος τον υποτιμά για άλλη μια φορά, επειδή εκτιμά πως θα επιλέξει να «δραπετεύσει», όπως θέλει το πολιτικό κλισέ, νωρίτερα από τον προκαθορισμένο χρόνο. Με στόχο (τι άλλο;) να μειώσει τις πιθανότητες μιας ενδεχόμενης ήττας στο τέλος της κυβερνητικής θητείας της ΝΔ.
Με βάση αυτό το δεδομένο, ο Πρωθυπουργός απορρίπτει κάθε πιθανότητα πρόωρων εκλογών, λέγοντας πολλές φορές, δημόσια και με κάθε επισημότητα, πως οι επόμενες εκλογές θα γίνουν στην ώρα τους - η κανονικότητα για την οποία εξελέγη δεν προβλέπει εκλογικές αναμετρήσεις κάθε τρεις και λίγο. Υπάρχει όμως άλλη μια απόφαση που έχει δημοσιοποιήσει. Οι επόμενες κάλπες, είπε, θα είναι διπλές. Που πάει να πει πως ο Μητσοτάκης απορρίπτει εκ των πραγμάτων την πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας στις εκλογές που θα γίνουν με απλή αναλογική και θα επιχειρήσει να εκλεγεί αυτοδύναμος εκ νέου, στις επόμενες.
Αν η μονή κάλπη είναι επικίνδυνο εγχείρημα για ένα κόμμα με τετραετή κυβερνητικό λογαριασμό, η διπλή είναι ακόμα δυσκολότερη. Και σε αυτή ακριβώς τη συνθήκη βασίζονται όσοι εκτιμούν πως δεν θα είναι εύκολο η κυβέρνηση να εξαντλήσει το χρονικό περιθώριο που της δίνει ο νόμος. Γιατί θα πρέπει να πείσει όχι μόνο πως αξίζει να επανεκλεγεί, αλλά θα κληθεί να εξηγήσει τον λόγο που θεωρεί μονόδρομο την αυτοδυναμία της.
Το «2+4». Στην πραγματικότητα, ο Μητσοτάκης έχει πετύχει διάνα - αν όχι στη θεωρία του περί υποτίμησης, σίγουρα στο ότι η αντιπολίτευση προετοιμάζεται για εκλογές που θα έρθουν πολύ νωρίτερα από τον Ιούλιο του 2023. Το σενάριο που κυκλοφορεί έντονα σχεδόν σε όλα τα κόμματα και είναι αυτό που τόσο στον ΣΥΡΙΖΑ όσο και στο Κίνημα Αλλαγής θεωρούν πως συγκεντρώνει σημαντικές πιθανότητες να συμβεί, φέρει την κωδική ονομασία «2+4». Το «δύο» συμβολίζει τη διάρκεια ζωής της σημερινής κυβέρνησης και το «τέσσερα» τη ζωή της επόμενης. Με βάση αυτό το σενάριο ο Μητσοτάκης θα ανακοινώσει πρόωρες εκλογές περίπου στη μέση της θητείας της κυβέρνησης - στα μέσα δηλαδή του 2021. Η χρονιά, που αποτελεί επετειακό σταθμό για την Ελλάδα, έχει τον δικό της συμβολισμό, με τους εορτασμούς που θα ξεκινήσουν, ενώ ήδη η κυβέρνηση θέλει να της προσδώσει μια αίσθηση επανεκκίνησης. Τι πιο ταιριαστό λοιπόν από μια εκλογική αναμέτρηση «με το βλέμμα στο μέλλον»; Μια τέτοια απόφαση μάλιστα θα μπορούσε να τον απαλλάξει από το άγχος της φθοράς, καθώς, αν δεν υπάρξουν σημαντικές εξελίξεις στα εθνικά θέματα και στο Προσφυγικό, η φυσιολογική γκρίνια των πολιτών, αυτή που συνοδεύει κάθε κυβέρνηση όσο οι κάλπες πλησιάζουν, δεν θα προλάβει να του δημιουργήσει σημαντικό πρόβλημα.
Η συγκεκριμένη χρονική περίοδος, πριν από την οποία εικάζεται πως θα υπάρξουν καλά νέα από τις Βρυξέλλες και για τα πρωτογενή πλεονάσματα, είναι κατάλληλη για να «καεί» με τον ασφαλέστερο τρόπο η κάλπη της απλής αναλογικής. Για να είναι πετυχημένο, το σενάριο προϋποθέτει πως η κυβέρνηση δεν θα έχει να αντιμετωπίσει κάποια απόφαση με ουσιαστικό πολιτικό κόστος. Και κυρίως πως ο ΣΥΡΙΖΑ, λόγω εσωκομματικών αναταραχών που αφορούν τον μετασχηματισμό του, δεν θα έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα ενιαίο αφήγημα ικανό να προξενήσει εκλογική ζημιά.
Οσο πιο σύντομη η κάλπη τόσο πιο δύσκολα οι αντίπαλοι θα συσπειρωθούν εναντίον της ΝΔ. Αν ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει καταφέρει να λειάνει τις σχέσεις του με την Κεντροαριστερά - με το Κίνημα Αλλαγής δηλαδή και τη Φώφη Γεννηματά - θα έχει χάσει τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να κυριαρχήσει πιο εύκολα και πιο γρήγορα στον προοδευτικό χώρο. Ο ελλιπής σχεδιασμός των αντιπάλων της αλλά και η φόρα μιας πετυχημένης κυβερνητικής θητείας θα δημιουργούσαν αισιόδοξες συνθήκες για τη ΝΔ: αφού ΣΥΡΙΖΑ, Κίνημα Αλλαγής και τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση, θα προχωρούσαν με σχετική άνεση σε δεύτερες εκλογές με σύνθημα τη σταθερότητα - αυτή τη φορά με το πλειοψηφικό σύστημα που πέρασαν οι ίδιοι. Και, εφόσον κερδίσουν κι εκεί, θα έχουν την άνεση να εξαντλήσουν τη θητεία τους, έχοντας απομακρύνει και την τελευταία παγίδα που άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση.
Αυτό το σενάριο, που πάει κόντρα σε οτιδήποτε έχει ακουστεί επισήμως από το Μέγαρο Μαξίμου, «σκοντάφτει» κατά κύριο λόγο στις συνθήκες: ο πολιτικός χρόνος δεν είναι ποτέ γραμμικός και κάθε εκλογικός αιφνιδιασμός μπορεί εύκολα να γυρίσει μπούμερανγκ - ειδικά όταν αυτός που τον επιχειρεί είναι υπερβολικά σίγουρος για την επιτυχία του. Από την άλλη όμως, αν δοκιμαστεί και πετύχει, προσφέρει στον Μητσοτάκη έξι χρόνια ανενόχλητης διακυβέρνησης, τόσο απέναντι σε αντιπάλους που έπειτα από μια διπλή νίκη της ΝΔ θα πρέπει να αναθεωρήσουν τη στρατηγική τους όσο και απέναντι στο κόμμα του.
Κόντρα σε εξέλιξη; Το γαλάζιο εσωκομματικό σούσουρο άλλωστε έχει ονοματεπώνυμο: ο Αντώνης Σαμαράς όχι μόνο δεν παρέστη στην ψηφοφορία για την Κατερίνα Σακελλαροπούλου - αιτιολογημένα, λένε στο Μέγαρο Μαξίμου, λόγω ταξιδιού που δεν μπορούσε να αναβληθεί -, αλλά δεν εμφανίστηκε ούτε στην ψήφιση για την τροπολογία που αφορούσε το ποδόσφαιρο. Αυτή τη φορά οι λόγοι ήταν «προσωπικοί», ενώ η πλευρά του πρώην πρωθυπουργού διευκρίνισε πως «δεν δόθηκαν εξηγήσεις» για τη στάση του. Καμία πλευρά δεν θέλησε να δώσει συνέχεια στο θέμα, το οποίο έκλεισε προτού καν ανοίξει, δεν είναι λίγοι όμως όσοι θεωρούν πως παρατηρούν μια κόντρα σε εξέλιξη. Με αφορμή μια σειρά επιλογών του Μητσοτάκη σε θέσεις ευθύνης και την προσπάθεια του πρώην πρωθυπουργού να βρει ρόλο μέσα σε ένα κόμμα υπό διαμόρφωση, το οποίο κατά καιρούς μοιάζει να μετακινείται από τις παραδοσιακές δεξιές του θέσεις σε πιο φιλελεύθερες.
Μέχρι τώρα οι τόνοι δεν έχουν ανέβει και όλα δείχνουν πως έτσι θα συνεχίσει να συμβαίνει. Αν μια διαφωνία αναδύεται πίσω από την κουρτίνα ηρεμίας όμως, είναι αυτή για την προσφυγή στη Χάγη για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας. Ο Σαμαράς έχει ξεκαθαρίσει πως είναι αρνητικός σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το οποίο ωστόσο δεν έχει αποκλείσει η κυβέρνηση. «Οποιος έχει το δίκιο με το μέρος του δεν φοβάται» έχει πει ο Μητσοτάκης. Επισημαίνοντας ωστόσο πως οποιαδήποτε προσφυγή δεν θα γίνει σε περίοδο έντασης και προκλήσεων, ενώ θα αφορά αποκλειστικά το συγκεκριμένο ζήτημα.