Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Με μόλις έναν χρόνο να απομένει μέχρι τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, μένει να δούμε ποιος από το Δημοκρατικό Κόμμα θα αντιμετωπίσει τον Ντόναλντ Τραμπ. Το κεντρώο κόμμα των Τζο Μπάιντεν και Πιτ Μπούτιτζατζ ή το πιο ριζοσπαστικό κόμμα των Μπέρνι Σάντερς και Ελίζαμπεθ Γουόρεν; Λιγότερες από 100 ημέρες πριν από τις πρώτες προκριματικές εκλογές της Αϊοβα, οι υποψήφιοι του κόμματος παρουσιάζουν εκ διαμέτρου διαφορετικές τακτικές και πολιτικές. Παρά το γεγονός ότι η στήριξη στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχει μειωθεί σε μονοψήφιο ποσοστό σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ενώ άλλα βλέπουν τα ποσοστά τους να κινούνται σε ιστορικό χαμηλό, το Δημοκρατικό Κόμμα τα πηγαίνει πολύ καλύτερα από τα «όμορα» κόμματα του εξωτερικού.
Πώς μπορεί, λοιπόν, να εξασφαλίσει ότι δεν θα βρεθεί στην ίδια μοίρα με τα άλλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα των υπόλοιπων δυτικών δημοκρατιών;
Ολοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι η κίνηση της Κεντροαριστεράς προς τα δεξιά - δηλαδή η υιοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού - είναι η κύρια πηγή της τρέχουσας κρίσης. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα τιμωρούνται από δύο εκ διαμέτρου πολιτικά αντίθετες νέες δυνάμεις: τη ριζοσπαστική Αριστερά και τη ριζοσπαστική Δεξιά. Η πρώτη διαδικασία, γνωστή και ως «πασοκοποίηση», έγινε πράξη με τον πιο βίαιο τρόπο στην Ελλάδα, όταν το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ κατακρημνίστηκε από το νέο αριστερό λαϊκίστικο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Λόγω του πολιτικού πλαισίου των ΗΠΑ, το Δημοκρατικό Κόμμα δεν αντιμετωπίζει παρόμοιες προκλήσεις από την Αριστερά. Την ίδια στιγμή, μετά την ακροδεξιά στροφή του Ρεπουμπλικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, δεν χρειάζεται να ανησυχεί για το αν οι κεντρώοι θα στηρίξουν τους Ρεπουμπλικανούς.
Η μόνη πρόκληση έρχεται αποκλειστικά από την Ακρα Δεξιά. Ωστόσο, και αυτή είναι πολύ περιορισμένη στις ΗΠΑ.
Με βάση τα παραπάνω, ο δρόμος της επιτυχίας των κεντροαριστερών κομμάτων περνά μέσα από την ιδεολογική εγκατάλειψη του νεοφιλελευθερισμού και την υιοθέτηση μιας πιο σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, σε συνδυασμό με μια ισχυρή ηγεσία και τον συγχρονισμό με την πολιτική συγκυρία. Από τους τρεις βασικούς υποψηφίους σήμερα, οι προϋποθέσεις αυτές αποκλείουν τον Μπάιντεν, ο οποίος εκπροσωπεί το «χθες». Υπό το πρίσμα αυτό θα μπορούσε να ευνοηθεί ο Σάντερς, ωστόσο διατρέχει αντίστοιχο ρίσκο με τον Κόρμπιν στη Βρετανία, δηλαδή να διασπαστεί η βάση του κόμματος και να υπονομευτεί έτσι η σαφήνεια της ηγεσίας και του μηνύματός της. Ερχόμαστε στην Ελίζαμπεθ Γουόρεν, η οποία είναι σε θέση να προσφέρει ένα νέο αριστερό μήνυμα χωρίς να διασπάσει το κόμμα. Η γερουσιαστής της Μασαχουσέτης δεν αποτελεί απλά έναν από τους τρεις πιο δημοφιλείς υποψηφίους, αλλά είναι με διαφορά η δεύτερη επιλογή για τους υποστηρικτές τόσο του Μπάιντεν όσο και του Σάντερς. Επιπροσθέτως, με τις σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές να είναι ευρύτερα δημοφιλείς στους Αμερικανούς, ιδιαίτερα στη νέα γενιά, η χώρα είναι έτοιμη για το πρόγραμμά της.
Ετσι, μένουν δύο αναπάντητα ερωτήματα σε περίπτωση που η Γουόρεν πάρει το χρίσμα των Δημοκρατικών. Πρώτον, είναι η ηγεσία του κόμματος - ειδικά οι Μπάιντεν και Σάντερς - πρόθυμη να ακολουθήσει τους υποστηρικτές της και να συσπειρωθεί γύρω από τη Γουόρεν;
Δεύτερον και πιο σημαντικό, είναι η Αμερική έτοιμη για μια γυναίκα πρόεδρο; Αν οι απαντήσεις σε αυτές τις δύο ερωτήσεις είναι καταφατικές, τότε το Δημοκρατικό Κόμμα μπορεί να λάμψει ως το αστέρι της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής τον επόμενο χρόνο.
Ο Κας Μούντε είναι ολλανδός πολιτικός επιστήμονας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια