Η επιβράδυνση της ανάπτυξης στο 1,3% του ΑΕΠ σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ είναι ένα καμπανάκι κινδύνου για την ελληνική οικονομία. O ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας πέρα από το ύψος του δημοσίου χρέους είναι από τους παράγοντες που καθορίζουν τη βιωσιμότητά του. Με τα σημερινά δεδομένα και παρά τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν στις διεθνείς αγορές για την επικείμενη νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις προσεχείς εθνικές εκλογές το επιτόκιο δανεισμού για τα δεκαετή ομόλογα κινείται περίπου στο 3%. Η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου δανεισμού και του ρυθμού ανάπτυξης καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος. Για να γίνει σαφές στους αναγνώστες, εάν η χώρα μετά τη νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη καταφέρει να δανειστεί με χαμηλό επιτόκιο στις αγορές, ει δυνατόν χαμηλότερο από τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, τότε θα δοθεί η δυνατότητα για σημαντικές φορολογικές μεταρρυθμίσεις πέραν των όσων ήδη έχουν εξαγγελθεί από τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας. Η εμπιστοσύνη των αγορών με αναβάθμιση της επενδυτικής βαθμίδας της χώρας θα είναι το ισχυρότερο διαπραγματευτικό όπλο του Κυριάκου Μητσοτάκη με τους θεσμούς. Η εμπιστοσύνη των αγορών όμως κερδίζεται δύσκολα και χάνεται πολύ εύκολα. Οι αγορές δεν δανείζουν μόνο αλλά επιπρόσθετα επενδύουν στις χώρες εκείνες που προσδοκούν καλές αποδόσεις των κεφαλαίων τους. Σε μεγάλο βαθμό το ένα επηρεάζει το άλλο. Οι αγορές επίσης μελετούν πολύ προσεκτικά τι συμβαίνει στην Ελλάδα και πόσο φιλικό είναι το περιβάλλον εδώ για τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Από όλες ανεξαιρέτως λοιπόν τις εκθέσεις των διεθνών οργανισμών προκύπτει το θλιβερό συμπέρασμα ότι δεν είμαστε ως χώρα ελκυστικός επενδυτικός προορισμός.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ