Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Στα χρόνια πριν από το Μνημόνιο η πολιτική υγείας στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μεμονωμένες, ατελώς σχεδιασμένες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που οδήγησαν στην αποτυχία ρύθμισης και ανάπτυξης του ΕΣΥ. Η μνημονιακή εποχή που ακολούθησε πρόσφερε ένα γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο θα μπορούσε να θεμελιωθεί μια πραγματική μεταρρύθμιση στην υγεία. Πολλές μάλιστα από τις αλλαγές που επέβαλε το Μνημόνιο ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά εξίσου αποσπασματικές, καθώς δεν ανήκαν σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό για την υγεία. Ευκαιριακή και τυφλά κομματική είναι επίσης και η προσέγγιση της παρούσας κυβέρνησης, η οποία εκτίναξε την ήδη μεγάλη ιδιωτική δαπάνη και διεύρυνε σημαντικά τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες στην πρόσβαση στην υγεία, παρά τους ισχυρισμούς για το αντίθετο.
Διαχρονικά, σε κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης των υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα, ενδημούν οι άκρατες κομματικές προσπάθειες, επικουρούμενες από την άμεση επιρροή των συνδικάτων. Την ίδια στιγμή, οι ασύνδετες προσεγγίσεις των κομμάτων στην πολιτική υγείας της χώρας μοιάζουν με ατέρμονες φαντασιώσεις που σταματούν απότομα από τις επόμενες κυβερνήσεις, με αποτέλεσμα κάθε σχεδιασμός να καταλήγει ad calendas Graecas. Το τρέχον όμως επιδημιολογικό προφίλ της Ελλάδας (ραγδαία αύξηση των μη μεταδιδόμενων νοσημάτων, πολλά έτη με αναπηρία) παράλληλα με τη γήρανση του πληθυσμού δεν επιτρέπει άλλα λάθη και κομματικούς εγωτισμούς.
Η θέσπιση εθνικών στόχων, υπό το πρίσμα και τη μεθοδολογική προσέγγιση της θεωρίας της αλλαγής και των επιστημονικών διαδικασιών που την πλαισιώνουν, μπορεί να είναι μια λύση. Η θεωρία της αλλαγής είναι ουσιαστικά μια στοχοθετημένη προσέγγιση ολιστικού χαρακτήρα που επιτρέπει τη στενή παρακολούθηση και αξιολόγηση μιας διαδικασίας αλλαγής με βάση τις αρχές της λογικής.
Σε κάθε περίπτωση, η εθνική πολιτική για την υγεία θα πρέπει να παραμένει σταθερά άνευ προϋποθέσεων. Προσφάτως ο Σπύρος Δοξιάδης ήρθε και πάλι στο προσκήνιο της πολιτικής μέσα από το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας για την υγεία. Πριν από 35 χρόνια ο Δοξιάδης έγραφε: «Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο σχεδιασμός ενός συστήματος υπηρεσιών υγείας είναι πολιτικό, αλλά κυρίως επιστημονικό έργο, με επιπτώσεις στην υγεία όλων των πολιτών… Προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ενός σοβαρού ακομμάτιστου επιστημονικού επιτελείου».
Η μεγαλύτερη πρόκληση για την επερχόμενη κυβέρνηση στην υγεία θα είναι η πραγματική αξιοποίηση της παρακαταθήκης του Σπύρου Δοξιάδη και η επιδίωξη της δημιουργίας ενός ακομμάτιστου επιστημονικού επιτελείου, το οποίο θα θέσει τους βασικούς άξονες για τη βελτίωση της υγείας και των υπηρεσιών υγείας με ορίζοντα τουλάχιστον 20ετίας. Η σταθεροποίηση της πολιτικής για την υγεία και η θωράκισή της απέναντι στις πολιτικές μεταβολές θα είναι η σημαντικότερη «μεταρρύθμιση» από ιδρύσεως του ΕΣΥ. Παράλληλα, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα πρέπει να αξιοποιήσει όλα τα σύγχρονα θεωρητικά και πρακτικά εργαλεία της πολιτικής υγείας και να θέσει ως προτεραιότητα την ενεργό συμμετοχή στην Επιτροπής Υγείας της Ευρωπαϊκής Ενωσης.