Οτιδήποτε έχουμε βιώσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και δεν μας έκανε να νιώσουμε το κάψιμο που προξενεί μια φλόγα, θα μπορούσαμε και να μην το είχαμε ζήσει: δεν μας σημάδεψε. Το αίσθημα αυτό, το κάψιμο μιας φλόγας, θυμίζει η παράσταση «Βόιτσεκ» του Γκέοργκ Μπίχνερ στο θέατρο Σημείο από τη θεατρική ομάδα Ξανθίας, σε σκηνοθεσία του Κώστα Παπακωνσταντίνου και δραματουργική επιμέλεια και μετάφραση του ποιητή Αλέξιου Μάινα. Η παράσταση είναι σκοτεινά υποβλητική, μέσα στην «παιδική» σχεδόν ειλικρίνεια και ευθύτητά της, που όσο μοιάζει να καταδικάζει τα πρόσωπά της σε ένα πεπρωμένο λίγο ή πολύ αδιέξοδο, τόσο λυτρώνει ή μάλλον, ορθότερα, καθαίρει τον θεατή κατά την αριστοτελική ρήση για την τραγωδία.
Πατώντας σε μια καινούργια και γερή μετάφραση, που αριστοτεχνικά αναδεικνύει τις αποχρώσεις του πρωτοτύπου, εκδιπλώνεται με την παράσταση αυτή ή, σωστότερα, αναπλάθεται μπροστά στα μάτια μας, αφού η σειρά των αποσπασμάτων / σκηνών του Βόιτσεκ παραμένει αμφιλεγόμενη και ανοιχτή σε «πειραματισμούς», ολόκληρη η περιπέτεια της ανθρώπινης βούλησης, της ελευθερίας και του πεπρωμένου, της τύχης του ανθρώπινου σε αναφορά με τις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Ευρηματική σκηνογραφία (Βίκυ Πάντζιου), ουσιαστικές ερμηνείες, σωστός υποβλητικός φωτισμός (Γιώργος Αγιαννίτης), ένα σκιόφως που ταιριάζει στη μεθόριο όπου κινείται ο Βόιτσεκ και ταιριαστή πρωτότυπη μουσική (Βασίλης Κουτσιλιέρης) ξετυλίγουν όλες τις διαστάσεις του έργου, υπενθυμίζοντάς μας ότι το άτιτλο έργο «Βόιτσεκ» θα μπορούσε να τιτλοφορείται και «Φραντς και Μαρία», αφού, όπως αναφέρει ο σκηνοθέτης, το μόνο άλλο πρόσωπο στο έργο που έχει δικές του σκηνές είναι η Μαρία. Αλλωστε, ο Βόιτσεκ είναι της Μαρίας, εκείνου του κορυφαίου σε μια ζωή Αλλου, που στη σχέση μας, την τριβή μας μαζί του διακυβεύεται η ελευθερία μας, πλαταίνει ή στοιχειώνεται η ύπαρξή μας.
Ωστόσο, ο Βόιτσεκ (που υποδύεται στην παράσταση ο Δημοσθένης Ξυλαρδιστός) - γιατί όχι; - θα μπορούσε να είναι και του γιατρού (Φοίβος Συμεωνίδης), που τον εξαντλεί και τον τρελαίνει με τα απειλητικά για την υγεία του διατροφικά πειράματα, ή του λοχαγού (Ελισσαίος Βλάχος), που υπαρξιακά τον κατακρημνίζει με τους εμπαιγμούς του και την άδεια εξουσία που ασκεί πάνω του, ή του λαμπερού στη στολή του αρχιτυμπανιστή (Κώστας Παπακωνσταντίνου), που εν τέλει του στερεί ό,τι πολυτιμότερο έχει, τη Μαρία (Αγγελική Μαρίνου), την πιο ουσιαστική και ελεύθερη εκδοχή της ύπαρξής του. Ομοίως, θα μπορούσε να είναι του ταπεινού συστρατιώτη του Ανδρέα (Φοίβος Συμεωνίδης), φίλου ή απλώς παρατηρητή στην καταρράκωσή του, ακόμη και της γειτόνισσας / θιασάρχου / εργάτριας / γιαγιάς (Βασιλική Σουρρή), δύο παράπλευροι ρόλοι που θαυμάσια χρωματίζουν προβληματικές και χαρακτήρες όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο.
Γιατί το μέγιστο διακύβευμα του έργου δεν είναι απλά ο Βόιτσεκ, η περίπτωση ενός απονενοημένου γυναικοκτόνου. Στη συγκεκριμένη παράσταση, που προσπαθεί να αναδείξει τόσο τα τραγικά όσο και τα γκροτέσκα - κωμικά στοιχεία του έργου ή να απαλύνει τα πρώτα με τα δεύτερα, γεγονός που ενέχει ρίσκο και λεπτές ισορροπίες που δεν θα ικανοποιήσουν όλους, ο Βόιτσεκ παρουσιάζεται πιο πολύ πελαγωμένος παρά τρελός. Και εισάγεται ουσιαστικά ως μελλοντικός νεκρός, αφού το έργο μάς προτείνεται ως «αναλυτικό δράμα» με δεδομένο τον αποκεφαλισμό του αντιήρωα. Στο έργο αυτό και στην παράσταση, συνολικό θέμα και τελικό διακύβευμα είναι η βιολογική, κοινωνική - νομική και ηθική αξίωση ή αναγκαία αξιωματική θέση περί ανθρώπινης ελευθερίας, όπως θαυμάσια συζητείται στο πρόγραμμα της παράστασης, στα εξαίρετα σχόλια του Χάρη Ψαρρά, ποιητή και λέκτορα Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον.
ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΚΑΙ ΓΕΛΙΟ. Στην εκδοχή του θεάτρου Σημείο οι λέξεις και η φυσικότητα της γλώσσας, η επιμελημένη κίνηση (Κατερίνα Γεβετζή), η εύστοχη μουσική, ο υποβλητικός φωτισμός, τα κοστούμια που υπογραμμίζουν με λιτό τρόπο το γκροτέσκο (Βίκυ Πάντζιου) και η κλιμάκωση της «δράσης» που επιτρέπει η εύστοχη, νέα δραματουργική οργάνωση των σκηνών (Αλέξιος Μάινας), σε εξαίσια συμπλοκή, ενοποιούν, προσκαλούν και προκαλούν τον υποψιασμένο θεατή να μετρήσει τα όρια της δικής του ελευθερίας, να θρηνήσει τις δικές του απώλειες, να γελάσει.
Υπάρχει στο έργο ένα στοίχημα που μας αφορά; Το αναλαμβάνουμε; Ο Βόιτσεκ διεκδίκησε για τον εαυτό του τον θάνατό του, με μια πράξη όχι τόσο τιμωρίας ή εκδίκησης όσο (αυτο)καταστροφής και ελευθερίας από ένα πλέγμα απαξίωσης που τον είχε εξ ολοκλήρου απομυζήσει σκοτώνοντας τον μοναδικό άνθρωπο που αγαπούσε, όπως προδίδουν οι πράξεις και όχι τα λίγα λόγια του. Η Μαρία αναζητά την προσωπική της ελευθερία στο παιδί της, το παιδί του Βόιτσεκ, όπως αποκαλύπτεται στον λεπτό θρήνο της μπροστά στη συνειδητοποίηση των ηθικών προεκτάσεων της «απιστίας» της, ο Ανδρέας, ο συστρατιώτης και έμπιστος του Φραντς, παρακολουθεί από κοντά το δράμα του φίλου του. Αυτά για όσους ξεφεύγουν στο έργο από το επίπεδο του τύπου, διεκδικώντας ή αποτυγχάνοντας στο στοίχημα της ελευθερίας… Γκροτέσκες σχεδόν φιγούρες ο γιατρός, ο λοχαγός και ο αρχιτυμπανιστής, μας υπενθυμίζουν ότι αυτή η προσωπική ελευθερία, όπως και η άλλη, «θέλει αρετή και τόλμη» που τελικά ελάχιστοι από μας διαθέτουμε. Η γκιλοτίνα, ωστόσο, είναι εκεί σε όλη τη διάρκεια του έργου, ορατή για όλους. Τα μεγάλα ερωτήματα, οι ουσιαστικές υπαρξιακές προκλήσεις, δεν είναι θέατρο. Είναι ζωή.
«Η λογοτεχνία δεν είναι κάτι που υπάρχει, είναι κάτι που συντελείται» σημειώνει ο ποιητής και μεταφραστής του έργου Αλέξιος Μάινας στα εξαιρετικά κείμενα του προγράμματος. Ο «Βόιτσεκ» δεν είναι μια παράσταση που απλά παρακολουθεί ο θεατής: καλείται να τη βιώσει, παρά τα επικά στοιχεία αποστασιοποίησης που υπάρχουν. Αναχωρεί από το θέατρο παίρνοντας μαζί του τη γεύση της που τον συνοδεύει δίνοντας εναύσματα για σκέψη, αν της δώσει χώρο.
INFO
Στο θέατρο Σημείο (Χαριλάου Τρικούπη 4, Καλλιθέα, τηλ. 210-9229.579). Παρασκευή, Σάββατο (21.00), Κυριακή (20.00), έως 21/4