Ανηφορίζοντας την οδό Βενιζέλου, τον δρόμο με τα υπεραιωνόβια χάνια και την αχλή ενός Βυζαντίου που θέλει υπομονή για να εντοπίσεις, στο παλαιό Βαρώσι της Δράμας, τη συνοικία ή τους μικρομαχαλάδες «έξω των τειχών», στέκεται αγέρωχος ο (νέος, επί χούντας ανεγερθείς) μητροπολιτικός ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου. Στη θέση του, στις αρχές του 20ού αιώνα, με τις εντατικές εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες του μάρτυρα μητροπολίτη Δράμας και, κατόπιν, Σμύρνης Χρυσόστομου Καλαφάτη, ένα λαμπρό επτατάξιο Παρθεναγωγείο, στον αύλειο χώρο της παλαιάς μητρόπολης, που θησαύριζε αρχαιότητες (ώς και την προτομή του αυτοκράτορα Καρακάλλα, που βρίσκεται στο Λούβρο) και, αργότερα, τάφους πολεμιστών (όπως του γερμανού, πολυμήχανου αεροπόρου του Α' Παγκοσμίου Πολέμου Ρούντολφ φον Εσβέγκε), στέγαζε ψυχές ελληνορθόδοξων θηλέων όλων των κοινωνικών τάξεων της δραμινής κοινότητας.
Ηταν μια κοινότητα που μεγαλουργούσε επί αιώνες, «συστεγάζοντας» χριστιανούς, Εβραίους και μουσουλμάνους, εμπόρους και καπνεργάτες από Δύση και Ανατολή, από την Ηπειρο και τη βλαχόφωνη Μακεδονία, δυτικούς αρχιτέκτονες (με εμβληματικότερη μορφή εκείνη του Κόνραντ Γιάκομπ Γιόζεφ φον Βίλας), καλλιτέχνες και χειρώνακτες, περιηγητές, κατακτητές και απελευθερωτές. Ο σιδηροδρομικός σταθμός, κατασκευής του 1896 διά χειρός Φον Βίλας, ένωνε τη Θεσσαλονίκη με το Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) και, συνεκδοχικά, με την Κωνσταντινούπολη, στο πλαίσιο της Ενωτικής Γραμμής. Τα βαγόνια, εκτός από αγαθά, μετέφεραν εμπόρους των εθνών, ταξιδευτές των ηπείρων και φιλοπερίεργους του κόσμου, που ήθελαν να δουν από κοντά πώς μια πόλη, με το παράξενο όνομα με τις πολλές - όχι τόσο θετικές - συμπαραδηλώσεις, ανθούσε και αναζητούσε, ανάμεσα στην εδαφική ρευστότητα της περιόδου, έναν ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Φωτογράφοι, όπως οι αδελφοί Μανάκια ή ο Σουηδός Γκιγιόμ Γκούσταβ Μπέργκρεν, απαθανατίζουν τη ζωή ανάμεσα σε καπνεμπόρους, αποικιακούς εμπόρους, ασφαλιστές, αντιπροσώπους δυτικών εταιρειών, δικηγόρους, υφασματεμπόρους, εστιάτορες, γιατρούς, ξενοδόχους, τραπεζίτες, χρυσοχόους, ωρολογοποιούς, αρχιτέκτονες και βυρσοδέψες. Φωτογράφοι, όπως ο θρυλικός Θεόδωρος Νικολέρης, που φωτογράφισε τα περίφημα «Γυμνά της Δράμας», τη δεκαετία του '30, με σκηνές από τα θεατρικά μπουλούκια της μεσοπολεμικής Δύσης, «βαλσαμώνουν» στιγμές πολυεθνικής συνύπαρξης και ομόθυμης δίψας για το «καινούργιο».
Ανάμεσα στις σημερινές εργολαβικές πολυκατοικίες και στα απομεινάρια ενός πάλαι ποτέ πολυπολιτισμικού αστικού κέντρου, κάποτε νεαρές δεσποινίδες της ελληνορθόδοξης κοινότητας, μιας μόνον ανάμεσα στις επτά μουσουλμανικές, γέμιζαν με παιδική χαρά κι ελπίδα τη γειτονιά μιας πόλης που άλλαζε πρόσωπο με αδιανόητες ταχύτητες - κατά τα πρότυπα της «μακεδονικής σαλάτας» της εποχής, με τις αφίξεις πληθυσμών απ' όλα τα σημεία της τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κορίτσια, βέβαια, που ετοιμάζονταν να... επανδρώσουν σπίτια, να οργανώσουν νοικοκυριά, να περάσουν τα χρόνια τους φροντίζοντας σύζυγο, παιδιά, πολεμιστές και κληρονόμους - και μετανάστες. Τις περίπου 125 νεαρές της φωτογραφίας, με τις πέντε δασκάλισσες, απαθανάτισε ο Δημήτριος Βελλής, ο πρώτος φωτογράφος της Δράμας με το στούντιο Απόλλων και, αργότερα, Αλφα, του οποίου τα ίχνη χάνονται μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους το 1913. Μπορεί να έφυγε προς τη Βουλγαρία, την υπόλοιπη Ευρώπη ή την Τουρκία. Στη φωτογραφία, ίσως εικονίζεται, δίχως να μπορούμε να την υποδείξουμε, και η Ολγα Λ. Κυβετού - Ηλιοπούλου, εκ Ζακύνθου (απαντάται στο libro d' oro της νήσου), διευθύντρια του Παρθεναγωγείου, που στέγαζε και Νηπιοπαρθεναγωγείο (νήπια παρατηρούνται αριστερά, στα παράθυρα του κτιρίου).
Το Παρθεναγωγείο της Δράμας ήταν δείγμα της σημασίας που έδινε η κοινότητα της πόλης στην εκπαίδευση των παιδιών της ήδη από τη δεκαετία του 1870, με μεγάλο ευεργέτη τον Κάρολο Ασλάν. Τα κορίτσια, τότε, διδάσκονταν Ελληνικά, Αριθμητική, Εκθεση, Γεωγραφία, Ιστορία, Κατήχηση, Οικιακή Οικονομία, Καλλιγραφία, Ωδική, Ιχνογραφία και Εργόχειρο. Εξάλλου, όπως αναφέρει η Δέσποινα Αϊβάζογλου - Δόβα στη σπουδαία έκδοση της ΔΕΚΠΟΤΑ Δράμας (2002) «Δράμα. Ο νεοκλασικισμός στην αστική αρχιτεκτονική της πόλης», «στις αρχές του 20ού αιώνα ο ελληνικός πληθυσμός της Δράμας παρουσιάζει "λαμπράν" εικόνα κοινότητος προαγομένης εν τω ευγενεί σταδίω των γραμμάτων και του πολιτισμού». Την εποχή αυτή η Δράμα έχει επτατάξιο Αρρεναγωγείο με 210 μαθητές, όπου διδάσκουν 7 δάσκαλοι και επτατάξιο Παρθεναγωγείο με 170 μαθήτριες και 6 διδασκάλισσες.
Η φωτογραφία, όμως, από το πλούσιο αρχείο του Ευστράτιου Γ. Κασμερίδη, με τον οποίο είχαμε μακρά, διαφωτιστική κουβέντα, επιτείνει την αίσθηση της προσδοκίας των κοριτσιών που προετοιμάζονταν για μια ζωή που θα είχε μεταστροφές, μετατοπίσεις, μια ζωή που τους επιφύλασσε πολέμους και σκλαβιές, απελευθερώσεις και νέες ελπίδες - η Δράμα δεν αποτέλεσε εξαίρεση στα βορειοελλαδίτικα πρώην αστικά κέντρα της μεταπολεμικής περιόδου. Η άνθηση των προηγούμενων αιώνων δεν απέφυγε τον μαρασμό από τους διαρκείς πολέμους και τις ατέρμονες προσπάθειες επιβίωσης σε έναν κόσμο που άλλαζε ραγδαία. Τα κορίτσια της φωτογραφίας, όσα τα κατάφεραν, ενηλικιώθηκαν και έζησαν σε μια πόλη που έγινε πεδίο μαχών βαλκανικών, παγκόσμιων και εμφύλιων πολέμων, πολέμων για επιβίωση όταν η αστική και εμπορική λάμψη, η αρχιτεκτονική ομορφιά και η καλλιτεχνική υπερδιέγερση είχαν πλέον σβήσει ανάμεσα στα - κυριολεκτικά και μεταφορικά - συντρίμμια που άφησε το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Η Δράμα και, μαζί, τα κορίτσια της φωτογραφίας είδαν τη ζωή να φέρνει τα πάνω κάτω· είδαν την Ιστορία να τους αφήνει πίσω.
Το Παρθεναγωγείο της Δράμας, το 1909, οπότε και αποπερατώθηκε η ανέγερση των Εκπαιδευτηρίων Δράμας με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Χρυσοστόμου, εντάχθηκε στο νέο κτίριο, στα δυτικά της πόλης, δίπλα στο σημερινό Επισκοπείο, στις εκβολές της οδού Βενιζέλου στην οδό Δημητρίου Γούναρη. Μετονομάστηκε σε Αστική Σχολή Θηλέων και συστεγάστηκε με την Αστική Σχολή Αρρένων, έπειτα από δωρεά της Μαριγώς Αριτζίδου και με την οικονομική συνδρομή των Ελλήνων της Δράμας, της μητρόπολης και της οικογένειας του μακεδονομάχου Παύλου Μελά, με (αυστηρά νεοκλασικά) σχέδια του Γ. Χατζημιχαήλ, αρχιτέκτονα και υπολοχαγού.
Σήμερα, τι μένει απ' όλα αυτά; Μένει μια Δράμα που προσπαθεί να ξαναβγεί από τη δυσμένεια στην οποία καταδίκασε η μεταπολεμική Ιστορία της χώρας τις επαρχίες της. Οι σύγχρονοι ευεργέτες της, όπως ο Κώστας Αποστολίδης της Raycap και ο Αρης Θεοδωρίδης της εταιρείας Κύκλωψ, διασώζουν το πολυπολιτισμικό παρελθόν της και προετοιμάζουν το μέλλον της. Το παρόν; Αυτό επιμένει να αναζητεί την ελπίδα, σαν αυτήν που έκρυβαν τα κορίτσια του Παρθεναγωγείου στη φωνή και στην καρδιά τους. Στα μάτια τους.