Λέοναρντ Μπερνστάιν, Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης: Συναυλίες για νέους, C-Major, 4 bluray / 7 DVD

Κάτι αντίστοιχο, ειδικά σε αυτή την κλίμακα, δεν υπήρξε ούτε πριν αλλά ούτε και μετά τις ιστορικές εκπομπές του Λέοναρντ Μπερνστάιν που έφεραν σχεδόν δύο γενιές Αμερικανών κοντά στη μουσική. Επί χρόνια στο αμερικανικό τηλεοπτικό prime time, ο Μπερνστάιν διηύθυνε, έπαιζε πιάνο, εξηγούσε, διαπαιδαγωγούσε, πληροφορούσε, γοήτευε και έφερνε τη μουσική κάθε εβδομάδα με τον πιο αγώγιμο τρόπο στα σπίτια εκατομμυρίων συμπολιτών του. Αυτές είναι οι εκπομπές που τον κατέστησαν ένα είδος εθνικού μαέστρου και μουσικού παιδαγωγού στις Ηνωμένες Πολιτείες και που από τα πλατό τους πέρασαν πολύ μεγάλοι μουσικοί όπως ο βοηθός του Μπερνστάιν και αργότερα μεγάλος μαέστρος και αυτός Ιάπωνας Ζέιζι Οζάουα, ή ο κορυφαίος αμερικανός βιολοντσελίστας Λυν Χάρελ που πριν από τη διεθνή σόλο καριέρα του υπήρξε πρώτο τσέλο στην Ορχήστρα του Κλίβελαντ στα τελευταία χρόνια του θρυλικού Γκέοργκ Ζελ. Αυτοί, όπως και πολλοί άλλοι, βρέθηκαν στο πλατό προσκεκλημένοι του Μπερνστάιν και της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης στα πλαίσια αυτών των μεταδόσεων που κράτησαν επί δεκαπέντε χρόνια, από το 1958 μόλις ανέλαβε την Ορχήστρα μετά τον Δημήτρη Μητρόπουλο και μέχρι το 1972. Ολο αυτό το διάστημα ο Μπερνστάιν ουδέποτε έλειψε από τα σπίτια των Αμερικανών, σε μία εποχή που συνέπεσε με την τηλεοπτική επανάσταση, η οποία άλλαζε τα πάντα. Ο Μπερνστάιν είδε από την πρώτη στιγμή τη μεγάλη αλλαγή που το νέο μέσο έφερνε και δεν έχασε καιρό: την αξιοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για να κάνει για τη μουσική και τη σχέση της με το ευρύ κοινό πολύ περισσότερα από όσα είχε άλλος κάνει μέχρι τότε, ή, ακόμα, είχε οποιοσδήποτε φανταστεί. Χρόνια αργότερα, στην Αγγλία, ο σερ Σάιμον Ρατλ επιχείρησε ουσιαστικά κατά κάποιον τρόπο να «συμπληρώσει» αυτή την πορεία με τις δικές του μεταδόσεις που όμως αφορούν αποκλειστικά στη μουσική του 20ού αιώνα, οι οποίες επίσης είχαν σημαντική απήχηση, αν και μη συγκρίσιμη με εκείνη του Μπερνστάιν.

Ο πρώτος τόμος από αυτές τις εκπομπές είναι πλέον διαθέσιμος σε μία εξαιρετική νέα έκδοση που, αν και δεν προσπαθεί να κρύψει τα σημάδια του χρόνου που φέρει το υλικό της, το παρουσιάζει στην πιο ολοκληρωμένη, συστηματική και τεχνικά άρτια μορφή του μέχρι σήμερα. Δάσκαλος ίσως περισσότερο από καθετί άλλο στη ζωή του, ο Μπερνστάιν βρίσκεται εδώ, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, στο στοιχείο του. Και δεν διδάσκει απλώς μουσική – όχι με την ακαδημαϊκή έννοια του όρου, όπως έκανε με τις περίφημες διαλέξεις του στην alma mater του, στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, που επίσης έχουν διασωθεί, αλλά με πολύ ευρύτερη έννοια. Ομως εδώ, κάνει κάτι περισσότερο: γράφει ιστορία. Ταυτόχρονα, ίσως όχι συνειδητά – αλλά τι σημασία έχει; – διασώζει και την εικόνα της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης, ίσως την καλύτερη στιγμή της ιστορίας της: πρόκειται ουσιαστικά για την ορχήστρα του Μητρόπουλου, όπως εκείνος την είχε διαμορφώσει και ο Μπερνστάιν, με το γνωστό, πράγματι όχι κολακευτικό για τον ίδιο τον φιλόδοξο αμερικανό μαέστρο τρόπο, την «κληρονόμησε» από τον μεγάλο έλληνα μέντορά του – η τελευταία ηχογράφηση του Μητρόπουλου με τη Φιλαρμονική ήταν, λίγο καιρό πριν, η «Νύχτα Εξαΰλωσης» του Σένμπεργκ, μία ανάγνωση αξεπέραστη μέχρι σήμερα που, όμως, δυστυχώς, ουδέποτε ανατυπώθηκε επίσημα από τις μήτρες της στη διεθνή δισκογραφική αγορά της εποχής του CD, με εξαίρεση – ποια άλλη;… – εκείνη της Ιαπωνίας. Ο Μητρόπουλος δεν συμπαθούσε τη δισκογραφία, ούτε και επιθυμούσε να καταγράψει στο στούντιο ολόκληρο το ρεπερτόριο που η βιομηχανία – δικαίως από την πλευρά της – περίμενε από αυτόν και την ορχήστρα του, κάτι που υπήρξε η βαθύτερη αιτία του εναντίον του «πραξικοπήματος». Αλλά που, για να είναι κανείς δίκαιος, πρέπει να ομολογήσει ότι έδωσε στη συνέχεια τη δυνατότητα για ηχογραφήσεις που έγραψαν ιστορία, ανάμεσα στις οποίες και η πρώτη πλήρης έκδοση των Συμφωνιών του Μάλερ.

Λίγοι γνωρίζουν ότι αυτή η γενιά της Φιλαρμονικής μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’60 φέρει τις πιο βαριές σφραγίδες μαέστρων που μπορεί να φανταστεί κανείς. Ανάμεσα στους μουσικούς της υπάρχουν ακόμα εκείνοι που είχε φέρει ο Μητρόπουλος, αλλά και, πριν από αυτόν, μαέστροι όπως ο σερ Τζον Μπαρμπιρόλι, ο Μπρούνο Βάλτερ, ή ο Αρτούρο Τοσκανίνι. Ακόμα πιο σημαντικό: βρίσκονται εκεί, έστω και σε μεγάλη ηλικία, κάποιοι ακόμα από τους μαθητές και τους άμεσους συνεργάτες παλαιότερων μελών της Φιλαρμονικής που είχαν διορίσει στην Ορχήστρα οι δύο κολοσσοί πρώην διευθυντές της: οι συνθέτες Αντονίν Ντβόρζακ και Γκούσταφ Μάλερ. Μουσικοί που η ίδια τους η ύπαρξη συνιστά τη συνέχεια μιας μεγάλης παράδοσης χωρίς αντίστοιχο στον «Νέο Κόσμο», αλλά και, με την εξαίρεση της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης, του Βερολίνου και της Δρέσδης, ούτε και στον «παλιό».

Αυτή η κιβωτός μουσικής γνώσης, ιστορίας και ερμηνευτικής διασώζεται εδώ σε μία μακρά σειρά μεταδόσεων που, εκ των πραγμάτων, αποτελούν πλέον ακρογωνιαίο λίθο στην ιστορία της τέχνης των ήχων (και όχι μόνον) του 20ού αιώνα.