Οι επίσημοι φορείς έχουν προβλέψει για το 2019 ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 2% ή και περισσότερο, βασισμένοι στην ήπια ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, την καλή πορεία των εξαγωγών και μία πολυαναμενόμενη – αλλά ακόμα απούσα – δυναμική ανάκαμψη των επενδύσεων. Η επίτευξη αυτού του στόχου είναι – αυτή τη στιγμή – επισφαλής.

Η οικονομία της ευρωζώνης έχει ήδη εισέλθει σε επιβράδυνση, η ένταση και η διάρκεια της οποίας δεν είναι ακόμη προσδιορισμένες, αλλά αναμφίβολα θα επηρεάσει πτωτικά τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Επιπλέον, το πρόγραμμα ποσοτικής επέκτασης της ΕΚΤ, στο οποίο η Ελλάδα δεν κατάφερε να συμμετάσχει, λήγει και η νομισματική πολιτική θα γίνει σταδιακά λιγότερο υποστηρικτική στα επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας.

Οι εγχώριες εξελίξεις επίσης εγκυμονούν κινδύνους. Η προεκλογική περίοδος αυξάνει την αβεβαιότητα των διεθνών επενδυτών ως προς το εάν οι μεταρρυθμίσεις και οι ιδιωτικοποιήσεις θα προχωρήσουν όπως έχει συμφωνηθεί με τους πιστωτές ή θα υπάρξουν καθυστερήσεις και υπαναχωρήσεις. Η ακύρωση της περικοπής των συντάξεων θα επιδράσει μεν αυξητικά στα επίπεδα της ζήτησης βραχυχρόνια, έχει εγείρει όμως ανησυχίες ότι θα είναι η απαρχή ανατροπής σειράς μεταρρυθμίσεων οι οποίες είναι κρίσιμες για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Επιπλέον, οι δικαστικές αποφάσεις περί της νομιμότητας των περικοπών δαπανών ενέχουν τον κίνδυνο μεγάλου μεγέθους ανατροπής της δημοσιονομικής προσαρμογής που με τόσο κόπο επιτεύχθηκε. Οι επενδυτές αναμένουν πρωτοβουλίες ελληνικής ιδιοκτησίας πολιτικών που θα τονώσουν την παραγωγικότητα της οικονομίας και θα μειώσουν το φορολογικό βάρος στην επιχειρηματικότητα. Ωστόσο, προς το παρόν το κέντρο βάρους στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα είναι σε διανεμητικές πολιτικές. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αλλά η πιστωτική επέκταση παραμένει σε αρνητικό έδαφος, λόγω και της χαμηλής ποιότητας της ζήτησης για δάνεια.

Ολες αυτές οι ανησυχίες αντανακλώνται στον κίνδυνο χώρας. Η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου παραμένει στην περιοχή του 4,3%, έναντι 1,7% του πορτογαλικού και 1,5% του ισπανικού, κι ενώ η απόδοση του ιταλικού ομολόγου που αρχικά θεωρήθηκε ότι παρασέρνει και το ελληνικό, έχει πέσει κάτω από το 3%. Αυτή η εικόνα δεν δυσχεραίνει μόνο την έξοδο της Ελληνικής Δημοκρατίας στις αγορές, αλλά μεταφράζεται και σε υψηλό κόστος δανεισμού για τις ελληνικές τράπεζες κι επιχειρήσεις, θέτοντας εμπόδια στην ανάκαμψη της οικονομίας.

Σε αυτό το τοπίο αβεβαιότητας, η τόσο αναγκαία ανάκαμψη των επενδύσεων δεν θα είναι εύκολη υπόθεση το 2019. Η δικαιολογημένη ανακούφιση για τη λήξη των προγραμμάτων προσαρμογής δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι όλα είναι όπως πριν. Είναι κρίσιμο η Ελλάδα να εκπέμψει το σήμα ότι έχει μάθει από την περιπέτειά της και δεν θα επαναλάβει τα λάθη που την οδήγησαν στην κρίση.

Ο Τάσος Αναστασάτος είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών