Μια άνευ προηγουμένου επίθεση εναντίον του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου εξαπέλυσε χθες ο Βλαντίμιρ Πούτιν, κατά την καθιερωμένη ετήσια συνέντευξη Τύπου που δίνει, με αφορμή την ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο της Ρωσίας. Αποκαλώντας το Οικουμενικό Πατριαρχείο «τουρκικό», ο ρώσος πρόεδρος υποστήριξε πως «το χρήμα και η αμερικανική ενθάρρυνση αποτέλεσαν κλειδί για την απόφαση του Βαρθολομαίου να στηρίξει την αυτοκεφαλία στην Ουκρανία».

«Θεωρώ ότι βασικό κίνητρο του Βαρθολομαίου», κατήγγειλε, «είναι να υποτάξει την (σ.σ.: ουκρανική) επικράτεια και στη συνέχεια να αποκομίσει οφέλη από αυτό. Θεωρώ ότι αυτό είναι το βασικό κίνητρο, εκτός φυσικά από τις υποδείξεις της Ουάσιγκτον». Κατά τον Πούτιν, η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν απολύτως αυτόνομη: «Η μόνη σύνδεση που είχε με τη Ρωσία ήταν πνευματική. […] Και δείτε τώρα την εξάρτηση που έχουν από την Τουρκία, το τουρκικό Πατριαρχείο: εκεί γίνονται οι διορισμοί, εκεί βρίσκονται τα χρήματα, που είναι το βασικό» δήλωσε, χαρακτηρίζοντας «απίστευτη» την «τρέχουσα κατάσταση που επικρατεί στην Ορθοδοξία» και «αδιανόητο» «το γεγονός ότι το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ κάλεσε το Κίεβο για να συζητήσουν το ζήτημα» – κάτι που όπως ισχυρίστηκε «στοχεύει στη διεύρυνση του ρήγματος ανάμεσα στους Ρώσους και τους Ουκρανούς».

Με τη 14η κατά σειράν ετήσια συνέντευξη Τύπου του τοποθετημένη εκ των πραγμάτων σε ένα φόντο οξείας έντασης στις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση, ο Πούτιν αποκάλεσε για μία ακόμα φορά «προβοκάτσια» το πρόσφατο θερμό επεισόδιο με την Ουκρανία – την αιχμαλωσία, στα τέλη Νοεμβρίου, τριών πολεμικών πλοίων της Ουκρανίας και των πληρωμάτων τους από τη ρωσική ακτοφυλακή ανοιχτά της Κριμαίας. Δήλωσε μάλιστα ότι ίσως αυτή η «προβοκάτσια» να βρήκε τον στόχο της, αφού αυξήθηκε η δημοτικότητα του Πέτρο Ποροσένκο ενόψει των προεδρικών εκλογών του Μαρτίου του 2019.

Παράλληλα, κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι, με την επαπειλούμενη απόσυρσή τους από τη συνθήκη του 1987 για την κατάργηση των πυραύλων μεσαίου και μικρού βεληνεκούς (INF), και την άρνησή τους να συζητήσουν για την ανανέωση μιας άλλης συνθήκης που εκπνέει το 2021, της New Start, η οποία περιορίζει τον αριθμό των στρατηγικών πυρηνικών κεφαλών που μπορεί να έχει ανεπτυγμένες η κάθε πλευρά, αυξάνουν τον κίνδυνο ενός πυρηνικού πολέμου. «Παρακολουθούμε ουσιαστικά την κατάλυση της διεθνούς τάξης ελέγχου των εξοπλισμών και την αρχή μιας κούρσας εξοπλισμών» δήλωσε. «Είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση (σ.σ.: αν οι ΗΠΑ αποσυρθούν από την INF). Εάν τέτοιοι πύραυλοι εμφανιστούν στην Ευρώπη, τι θα έπρεπε να κάνουμε; Φυσικά, θα πρέπει να διασφαλίσουμε την ασφάλειά μας» πρόσθεσε, εκφράζοντας τη λύπη του για την τάση υποτίμησης του κινδύνου ενός πυρηνικού πολέμου.   

Οσο για τις κατηγορίες που δέχεται η Ρωσία από δυτικές χώρες για κατασκοπία και όχι μόνο, αυτές αποτελούν σύμφωνα με τον ρώσο πρόεδρο «προσχήματα»: «Εάν δεν υπήρχε ο Σκριπάλ», είπε αναφερόμενος στον ρώσο πρώην διπλό πράκτορα που δηλητηριάστηκε με νευροτοξικό παράγοντα στη Βρετανία, «θα είχαν φανταστεί κάτι άλλο. Ο στόχος είναι απλός: να φρενάρουν την ανάπτυξη της Ρωσίας, που θεωρείται ως εν δυνάμει ανταγωνιστής». Ο Πούτιν δήλωσε πάντως πως η Μόσχα επιθυμεί την εξομάλυνση των σχέσεών της με το Λονδίνο. Και δεν δίστασε να εκφέρει άποψη για το Brexit: η Τερίζα Μέι, υποστήριξε, δεν έχει άλλη επιλογή παρά να εφαρμόσει το Brexit και να αποφύγει ένα δεύτερο δημοψήφισμα, διότι αυτό «θα υπονόμευε την εμπιστοσύνη στη βρετανική δημοκρατία».

Ο ρώσος πρόεδρος επανεξελέγη με το 77% των ψήφων τον περασμένο Μάρτιο, αλλά η δημοτικότητά του έχει υποχωρήσει σε πρωτοφανή για την τελευταία τετραετία επίπεδα, στο 50%, κυρίως λόγω του κλίματος δυσαρέσκειας που πυροδότησε στο εσωτερικό της Ρωσίας η αμφιλεγόμενη μεταρρύθμιση των συντάξεων. Αυτός ήταν προφανώς και ο λόγος για τον οποίο ξεκίνησε τη συνέντευξή του διαβάζοντας τον κατάλογο των οικονομικών δεικτών, και διαβεβαιώνοντας ότι «η Ρωσία πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να ενταχθεί στις πέντε πρώτες» οικονομίες του πλανήτη. Μια τέτοια πολύωρη συνέντευξη, όμως, πρέπει να έχει κάτι για όλους. Με «αφορμή» λοιπόν την ερώτηση δημοσιογράφου, ο Πούτιν άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να ξαναπαντρευτεί: «Ως ευυπόληπτος άνθρωπος», δήλωσε, «θα πρέπει κάποια στιγμή να το κάνω».