Στις προθέσεις των μεταρρυθμιστών στη χώρα μας, υπήρχαν πάντα οι ρητορικές δηλώσεις για την ανάπτυξη ενός αποκεντρωμένου και αυτοδιοικούμενου δημόσιου συστήματος Πρωτοβάθμιας Υγείας, που θα κάλυπτε το σύνολο του πληθυσμού χωρίς οικονομικές και κοινωνικές διακρίσεις. Ομως τα πρόσφατα στοιχεία αποτυπώνουν μια άλλη οδυνηρή πραγματικότητα. Η υγειονομική κάλυψη του πληθυσμού, σύμφωνα με τα αδιάσειστα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ανέρχεται μόλις στο 86%, το οποίο αποτελεί το χαμηλότερο ποσοστό σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, οι οποίες έχουν επιτύχει πλήρη κάλυψη στο 100%. Οι ανισότητες στην πρόσβαση υπηρεσιών υγείας παραμένουν αγεφύρωτες στη χώρα μας, με το 15% των φτωχότερων στρωμάτων να δηλώνουν ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες έναντι του 1,1% του πλουσιότερου πληθυσμού.

Επιπλέον, οι προκλητικές μειώσεις των δημόσιων δαπανών υγείας κατά 45% λόγω των Μνημονίων, έχουν ρίξει ένα επώδυνο οικονομικό βάρος στα νοικοκυριά. Στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο και την Αγγλία, τα νοικοκυριά διαθέτουν μόλις το 1,4% του προϋπολογισμού τους για την υγεία. Στην Ελλάδα της κρίσης και της εξαθλίωσής το οικονομικό βάρος των νοικοκυριών είναι τετραπλάσιο και ανέρχεται στο 4,4%. Τα ελληνικά νοικοκυριά φέρουν το μεγαλύτερο βάρος των «καταστροφικών δαπανών υγείας» σε σχέση με τα νοικοκυριά των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Το Ελληνικό Σύστημα Υγείας πέτυχε διαχρονικά μια επιπρόσθετη «πρωτιά προς τα κάτω», διαθέτοντας το χαμηλότερο ποσοστό των δαπανών υγείας για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ), μόλις το 25%, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης (35%). Ωστόσο οι δαπάνες για νοσοκομειακή περίθαλψη είναι διπλάσιες στην Ελλάδα (40%) σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ (25%). Η κατανομή των δαπανών δηλώνει τις προτεραιότητες που θέτει μια χώρα για τη διαμόρφωση της πολιτικής υγείας. Ετσι η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική χώρα της ΕΕ με το πλέον «νοσοκομειοκεντρικό» σύστημα υγείας. Συγκριτικά, η Πορτογαλία, που υπήρξε επίσης μνημονική χώρα, με παρόμοιες κοινωνικοοικονομικές δομές, παρουσιάζει ποσοστά εντελώς διαφορετικά, διαθέτοντας 48% για πρωτοβάθμια περίθαλψη και 26% για νοσοκομειακή. Οι ερωτήσεις παραμένουν βασανιστικά επίκαιρες όπως το 1983 με τον νόμο του ΕΣΥ: γιατί δεν αναπτύχθηκε η ΠΦΥ; Γιατί τα κέντρα υγείας δεν πέτυχαν την αυτονομία τους και την αυτοδιοίκησή τους και παρέμειναν εξαρτώμενα από τα νοσοκομεία υγειονομικές μονάδες προσφέροντας υποβαθμισμένες υπηρεσίες; Γιατί τα ΤΟΜΥ δεν στελεχώθηκαν με το ανάλογο υγειονομικό δυναμικό;

Οι επιτυχημένες μεταρρυθμίσεις στην Πορτογαλία για την ΠΦΥ και την έξοδο από την κρίση έχει να μας διδάξει πολλά. Η έξοδος από την οικονομική κρίση επιτεύχθηκε με την πλήρη συναίνεση όλων των πολιτικών κομμάτων σε κοινούς πολιτικούς στόχους και κοινές μεταρρυθμίσεις για ένα επιτυχημένο πρωτοβάθμιο σύστημα υγείας. Στη χώρα μας υπήρξε ασυνέπεια και ασυνέχεια προς την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. «Πετύχαμε» την πλέον μακρόχρονη ύφεση με οδυνηρές επιπτώσεις στην υγεία του ελληνικού πληθυσμού.

Οι νέες τάσεις επιβάλλουν τη στροφή προς τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος υγείας με ενδυναμωμένη την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας σε αρμονική συνύπαρξη με τη νοσοκομειακή περίθαλψη και με πλήρη αναβάθμιση τόσο της πρόληψης όσο και της μετανοσοκομειακής φροντίδας.

Ο Γιάννης Υφαντόπουλος είναι καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών