Στη Μυτιλήνη, στο νησί της Σαπφούς, πίσω από την κεντρική πλατεία που φέρει το όνομα της ποιήτριας, στα παλιά Λαδάδικα, στη γωνία των οδών Βερναρδάκη και Κομνηνάκη, υψώνεται υπερήφανα το νεοκλασικό του αριθμού 1. Σε ένα από τα παλιότερα κτίρια της πόλης λοιπόν, στο ισόγειο στεγάζεται το Μουσικό Καφενείο.

Η ιστορία του Μουσικού Καφενείου ξεκινάει εκατό χρόνια πριν λειτουργώντας ως καφενείο «Η Ντάμα», χώρος που φιλοξενούσε μουσικούς από τη Μικρά Ασία καθώς και ντόπιους καλλιτέχνες. Η επιχείρηση πέρασε στην οικογένεια Μπενάκη το 1987, και από τότε δημιουργήθηκε ένας πολυχώρος εκθέσεων, θεατρικών παραστάσεων και ποικίλων μουσικών δραστηριοτήτων. Αναπόσπαστο κομμάτι της έως τώρα ιστορίας του Μουσικού Καφενείου η ίδρυση του σωματείου Καφελόγιοι Μασελάδες, με ιδρυτικά μέλη σημαντικές προσωπικότητες της Λέσβου. Στόχος αυτής ήταν και παραμένει η προαγωγή των γραμμάτων και των τεχνών. Διαρκής στόχος του Μουσικού Καφενείου είναι η ψυχαγωγία και η ουσιαστική επικοινωνία των φίλων του.

Το 2004, δεκαοκτώ χρονών παιδί, έχοντας περάσει για σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, έχοντας τραβηχτεί στην άκρη της Ελλάδας, χωρίς γνωστούς, σε μία μοναχική περίοδο της ζωής μου βρέθηκα εκεί για έναν καφέ. Ερωτας κεραυνοβόλος. Ερωτας με την πρώτη ματιά και ένα αίσθημα ότι υπάρχει χώρος για μένα. Αυτή είναι η μαγεία του, το εμφανές και αβίαστο αίσθημα με το που πατάς το πόδι σου μέσα σε αυτό το κτίριο, ότι σε χωράει ο τόπος. Οτι υπάρχεις. Ο,τι και αν είσαι ή όποιος και να ‘σαι, είσαι κάτι. Μία μικρή κοινωνία που σε αποδέχεται για αυτά που είσαι και αυτά που δεν είσαι. Για αυτά που προορίζεσαι να γίνεις και ας μην τα έχεις φανταστεί ακόμα. Μία κοινωνία που δέχεται τις ιδιαιτερότητές σου και που σε λογαριάζει τέλος πάντων. Ισάξια, όπως πρέπει.

Πίνω την πρώτη μου γουλιά και χωρίς να το σκεφτώ, αυθόρμητα σαν να πέσανε πάνω μου χιλιάδες μαγνήτες τραβήχτηκα προς το μπαρ να ρωτήσω αν θα μπορούσα να δουλέψω εκεί. Συναντώ μία φιγούρα από άλλη εποχή, αυστηρή αλλά και ζεστή ταυτόχρονα. Η Ματίνα, η καλύτερα η «μαμά» Ματίνα. Με ρωτάει αν έχω ξαναδουλέψει και στην αρνητική μου απάντηση και ενώ θεώρησα ότι δεν θα πάρω τη δουλειά, μου απαντάει «αύριο στις 9 το πρωί πιάνεις δουλειά. Εχεις ωραίο χαμόγελο».

Σε ένα μέρος λοιπόν ξένο για εμένα, χωρίς φίλους ακόμα, χωρίς στηρίγματα, στην πιο «σκοτεινή» μου εποχή με προσέλαβαν στην πρώτη μου δουλειά για ένα χαμόγελο. Μέρα με τη μέρα λοιπόν άρχισα να εκπαιδεύομαι, όχι στη δουλειά αλλά στη ζωή. Βίωσα το μουσικό καφενείο όχι σαν ένα καφενείο αλλά σαν μία άλλη πραγματικότητα. Ολοι έτσι το βιώνουν, είτε δούλεψες εκεί, είτε υπήρξες θαμώνας, είτε υπήρξες περαστικός, είτε σε έβγαλε η ζωή για ένα βράδυ. Βιώνεις μια άλλη πραγματικότητα, αυτή δηλαδή που θα θέλαμε να ζήσουμε. Αντιλαμβάνεσαι τον χώρο εξαρχής όχι σαν κτίριο αλλά σαν χώρα, σαν πόλη, σαν χωριό. Χωρίς σύνορα ανάμεσα στα τραπέζια, χωρίς περιττά να μας χωρίζουν.

Το Μουσικό Καφενείο ήταν ένα καταφύγιο για αυτούς που ίσως ένιωθαν πως δεν ανήκαν κάπου. Ανθρωποι από οποιαδήποτε χώρα, οποιουδήποτε χρώματος όποιας θρησκείας ή μη θρησκείας, όποιας κοινωνικής τάξης και οποιασδήποτε μόρφωσης. Αλλων πεποιθήσεων και διαφορετικών προτιμήσεων στη ζωή, μετρούσαν το ίδιο. Μοιραζόμασταν καθημερινά την ίδια στέγη, τον ίδιο αέρα και μαθαίναμε να μετράμε σωστά. Τόσες γενιές πανεπιστήμια λοιπόν περάσανε από εκεί και ίσως να ήταν η μεγαλύτερη σπουδή, η πιο μεγάλη τους μόρφωση. Επτά πανεπιστήμια στο νησί, τόσες γενιές, σπούδασαν τη ζωή με τον πιο όμορφο τρόπο. Ξέρετε, εκπαιδεύονται τα συναισθήματα, δεν είναι μόνο DNA. Μητρικό γάλα είναι.

Η «μαμά» Ματίνα γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου του 1952 και πέθανε 29 Οκτωβρίου του 2012. Λέω πέθανε γιατί προτιμώ την αντίθεση αυτή. Την πραγματικότητα δηλαδή. Να αντιλαμβάνομαι τη ζωή σε αντίθεση με τον θάνατο και τον θάνατο σε αντίθεση με τη ζωή. Τη φύση της ύπαρξης και της ανυπαρξίας και τη σχέση μεταξύ τους. Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω λέξεις καθημερινές για κάτι που συμβαίνει μία φορά. Η Ματίνα πέθανε λοιπόν ένα φθινόπωρο. Από Οκτώβρη σε Οκτώβρη η ζωή της. Το Μουσικό Καφενείο πέρασε στα χέρια των παιδιών της, του Απόστολου και του Γεράσιμου, που συνεχίζουν να το λειτουργούν σαν μια όαση στην έρημο της καθημερινότητας και της ζωής.

Για εμάς που περάσαμε από εκεί, το Μουσικό Καφενείο δεν είναι οι τοίχοι και οι πολυέλαιοι. Είναι κύτταρο πια στο δέρμα μας, είναι μέρος του πτυχίου μας, είναι δομικό χαρακτηριστικό προσωπικότητας, μία σπουδή για το πώς να σέβεσαι τη ζωή, για το πώς να σέβεσαι τον άνθρωπο. Μία σπουδή για το πώς η περιουσία δεν είναι το μπετόν, οι βιτρίνες και οι πολυέλαιοι, δεν είναι τα κοσμήματα ούτε τα σεμεδάκια, μια σπουδή για το πώς η περιουσία γίνεται δέρμα. Και δεν την προστατεύεις με σίδερα. Με την αφή την περνάς από γενιά σε γενιά. Με το αίσθημα  Μη γελιέστε, εκπαιδεύονται τα συναισθήματα και ο άνθρωπος. Εξαρτάται βέβαια σε πιο τραπέζι θα καθίσεις για να μάθεις.