Ο Δημήτρης Φατούρος στους ομόκεντρους κύκλους των φίλων, φοιτητών, συνεργατών, καλλιτεχνών, ακόμη και των πολιτικών, είναι γνωστός ως Μίμης. Μια προσφώνηση οικειότητας που αποδίδει την εκτίμηση και τον θαυμασμό του περίγυρου για το αενάως φρέσκο μυαλό του κοσμοπολίτη αρχιτέκτονα, ζωγράφου, πανεπιστημιακού, συγγραφέα και πρώην υπουργού Παιδείας. Στο διαμέρισμα της Πλάκας, Κόδρου και Κυδαθηναίων, ο Δημήτρης Φατούρος φτιάχνει εσπρέσο και τον σερβίρει στο λευκό παραδοσιακό φλιτζάνι ελληνικού καφενείου. Η κυπαρισσένια δερμάτινη πολυθρόνα του γραφείου του έχει τα σημάδια της χρήσης από το σώμα που χρόνια πολλά κάθισε σε αυτή για να εργαστεί πνευματικά. Τώρα στέκει απέναντί μας, καθώς τα ίχνη της φαίνεται να συμμετέχουν στη συζήτηση που ξεκίνησε γύρω από το σώμα, την κίνησή του στον χρόνο, τον χώρο, τον τόπο και το σύστημα των αισθήσεων στο σύμπαν της αρχιτεκτονικής και στην εποχή της άυλης πραγματικότητας.

ΤΟ ΣΩΜΑ. «Αιώνιο και καθημερινό το θέμα του σώματος. Διαφορετικά το συζητούσαν τον 19ο αιώνα. Αλλιώτικα το σκέφτονταν πιο παλιά, όταν το ζωγράφιζαν στις σπηλιές ως φιγούρες, φαντασιώσεις επιθυμίας και λατρείας ενός γυναικείου σώματος ή ενός άνδρα κυνηγού. Στην καινούργια συζήτηση το ενδιαφέρον είναι πως το σώμα εξακολουθεί να έχει την ίδια δυναμική όπως και πριν από πολλά χρόνια. Σήμερα στην άυλη ψηφιακή πραγματικότητα έρχεστε με ένα έξυπνο εργαλείο στην τσέπη, εγώ στέλνω από τον υπολογιστή μου το σχέδιό μου στον συνεργάτη μου και άλλοι άνθρωποι σε δημόσια κτίρια ανταλλάσσουν με τους συναδέλφους τους από διπλανά γραφεία ηλεκτρονική αλληλογραφία. Συμβαίνει αυτό: δεν συναντώνται, δεν περπατάνε από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Αλλάζει λοιπόν η σχέση μας με το σώμα, αλλάζει και το σχήμα του σώματος. Σήμερα το σώμα δεν ζει στη σπηλιά ή απλά στην πολυκατοικία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η άυλη επικοινωνία μεταξύ σωμάτων που ενθουσιάστηκαν, μίλησαν, αποφάσισαν, θύμωσαν θα απασχολεί και τα κράτη. Αυτά τα σκέφτονται όλοι.

Λέω ότι το σώμα είναι ο άνθρωπος. Ολη η καθημερινότητα του κόσμου είναι η συνάντηση με τον άλλον και η συνάντηση με τον εαυτό. Είναι ο τρόπος που ο άλλος σκέφτεται για εσένα και εγώ για τον εαυτό μου. Αυτά λοιπόν τα απλά πράγματα δεν είναι καινούργια. Σήμερα όμως, πού είναι το σώμα; Η πανδαισία της ερωτικής επιθυμίας εξακολουθεί και υπάρχει. Αυτή η άυλη επιθυμία που διαχέεται και είναι απρόσωπη, υποθέτω ότι κάτι θα σημαίνει. Οι καθημερινές συνθήκες κοινωνίας των ανθρώπων, με τα σώματα παρόντα που θα διατυπώσουν τις διαφορετικότητές τους θέλουν χρόνο. Είμαι ήδη 90 και άλλα 90 χρόνια να περιμένω δεν θα έχουν βρει πώς να αποσαφηνίσουν αυτή τη διεργασία του σώματος».

Ο ΠΙΚΙΩΝΗΣ. Ο Δημήτρης Φατούρος στη νιότη του, το 1951, εργάστηκε ως εργοδηγός στην ανοικοδόμηση, στα πεδινά της Κοζάνης. Υστερα από έναν χρόνο, στα μέσα Ιουνίου του 1952 βρίσκεται στους Δελφούς, στην ομάδα των αποφοίτων από το Μετσόβιο Πολυτεχνείο του Δημήτρη Πικιώνη, με τον Μιχάλη Παπαδόπουλο και τον Ντίνο Μιχαηλίδη να κάνουν έρευνα υλικών για το Ξενία. «Τότε, ο Πικιώνης είχε χτίσει ένα κομμάτι από το ξενοδοχείο και αναζητούσε κάποια χρώματα. Ο μύθος των Δελφών ήταν δυνατός και διάχυτος και η πλαγιά που κατέβαινε δίπλα στο γιαπί είχε κοκκινωπά χώματα και ώχρες. Του άρεσαν αυτά τα χρώματα και έτσι σκαρφαλώναμε στην πλαγιά και κατεβάζαμε χώμα. Είχαμε αγοράσει από το μαγαζί του χωριού ξύλινα γουδιά, μέσα εκεί τρίβαμε το χώμα για να γίνει σκόνη και ρίχναμε σε βαρέλια μαζί με κόλλα, νερό και ό,τι άλλο μπορούσαμε να βάλουμε μέσα για να κάνουμε χρώμα. Μετά πήραμε μεγάλα στρατσόχαρτα και με αυτό το μείγμα αρχίσαμε να δοκιμάζουμε να βάφουμε. Αυτό είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο, αλλά δείχνει και τη σχέση του σώματος. Για εμάς ήταν μία διαδικασία και δεν το αναφέρω για ρομαντικούς λόγους. Είναι μια διαφορά συμπεριφοράς. Η νεώτερη γενιά στην αρχιτεκτονική ούτε έχει ούτε πρέπει να έχει τέτοια εμπειρία. Η αρχιτεκτονική είναι ο τρόπος να ζουν οι άνθρωποι μαζί, να φυλάγονται από τις δυσκολίες του καιρού, να ερωτεύονται κρυφά, να σχεδιάζουν το πώς θα ζουν. Δεν μπορεί παρά να τα εκφράζει με υλικούς τρόπους. Με καθίσματα, με γραφεία, με θέατρα. Μετά το 1960 η εμφάνιση του άυλου κόσμου αλλάζει τις σχέσεις των σωμάτων».

Ο χώρος του διαμερίσματος είναι γεμάτος βιβλία, αντικείμενα με προσωπικές αναμνήσεις, φωτογραφίες σε κορνίζες και δικούς του πίνακες ζωγραφικής στους τοίχους. Ανάμεσά τους και ένα έργο του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα, αγκαλιασμένο από τα αφαιρετικά έργα του Φατούρου. Και κατά τη συζήτηση τα ρεύματα των αναμνήσεών του ανασύρουν τις μέρες της άνοιξης του 1967. Τότε που ο Φατούρος έδινε διαλέξεις στα αμερικανικά πανεπιστήμια, και τον Μάιο βρέθηκε στο Μπέρκλεϊ, δώδεκα μόλις μέτρα μπροστά από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ να ακούει την περίφημη αντιπολεμική ομιλία του για το Βιετνάμ. Και να εκτιμά ότι η μεγαλειώδης μεταβολή των συνθηκών της καθημερινότητάς του έφτιαξε όπως λέει για τον ίδιο «μια υγιή μυθολογία». Με αυτά τα αποθέματα ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη το ’80 για το Αριστοτέλειο, όπου οργάνωσε το Τμήμα Βιομηχανικού Σχεδιασμού, εισάγοντας τις νέες ζωτικές δυνάμεις που τον είχαν ξεσηκώσει. «Η Θεσσαλονίκη ήταν μια κοίτη ζωντάνιας. Η παρουσία του Κακριδή, του Λίνου Πολίτη, του Ανδρόνικου, του Χουρμουζιάδη με έκανε να αισθάνομαι ότι πηγαίνω στο πανεπιστήμιο της δημοτικής. Ηταν ένα διαρκές σεμινάριο όλη η ζωή μας στη Θεσσαλονίκη. Εκείνο το διάστημα διόρθωνα διαρκώς και όσο μπορούσα τον εαυτό μου».

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ. Οι διορθώσεις του εαυτού συμπληρώνονταν για τον ανοιχτό στις εμπειρίες καθηγητή με τη ζωγραφική, με τις σύντομες αποδράσεις του Σαββατοκύριακου στο Παρίσι, αλλά και με τη δίμηνη παραμονή του στο Λονδίνο τη δεκαετία του ’80, εκτεθειμένος στην «ψυχολογική δυναμική εκτός καθημερινού κόσμου. Ολα άρχιζαν όταν στάθμευα στην αλάνα του παλιού αεροδρομίου στο Ελληνικό. Εμπαινα στο αεροπλάνο και έφευγα. Αυτή η διαφορετική σωματικότητα ήταν πιο άμεση. Το Ελληνικό ήταν ένα αεροδρόμιο κοντά στην πόρτα σου. Τώρα αν γίνουν ουρανοξύστες εκεί, είναι κάτι που συμβαίνει σε όλες τις πόλεις της γης. Σκέφτομαι ότι δεν πρέπει να χάσει τη δυναμική του, ότι είναι κοντά σε μία θάλασσα της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτή η δυναμική σου δίνει την ηδονή της παραθαλάσσιας ηρεμίας ή την ηδονή της παραθαλάσσιας τρικυμίας. Ισως αυτοί που θα κατοικήσουν στην περιοχή αυτή να διατηρήσουν τη δυναμική μιας τέτοιας σχέσης».

Θα είναι όμως διεθνείς πολίτες. «Ναι, μα ποιος διατηρεί την ταυτότητά του; Το διεθνές έχει μπει στο πετσί μας. Αρα έχει γίνει μέρος του σώματος. Και είναι σωστό. Το ζήτημα είναι πώς διατηρείς τους πυρήνες αυτής της διαφορετικής ταυτότητας, της γεωγραφικής και αισθησιακής σχέσης με το χτισμένο περιβάλλον και με τη φύση. Είναι φυσικό να αλλάζει ο τόπος. Δεν είναι παράλογο. Σημασία έχει πώς το ζεις αυτό το καινούργιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να το ζεις με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Γι’ αυτό και είναι δύσκολα. Σε ένα σύγχρονο κρατικό σύστημα δεν μπορεί παρά να χτίζονται ουρανοξύστες. Πώς όμως χτίζονται; Κατά ένα μεγάλο μέρος, με κρατική χρηματοδότηση. Πρέπει όμως να υπάρχουν ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία να μην αλλάζουν. Ενα ερώτημα έχει να κάνει με το τι είναι κοντά του. Οπως στους πρώτους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης που ήταν σφηνωμένοι ανάμεσα στον πυκνό αστικό ιστό και ήταν πολύ πιο ζωντανή κατάσταση. Αρα και στο Ελληνικό, θα πρέπει να υπάρχουν κοντά του μικρότερες δραστηριότητες ώστε οι κάτοικοι του μεγάλου μπλοκ του ουρανοξύστη να συναντούν τους κατοίκους του μικρότερου μπλοκ κατοικήσεων. Και όλα αυτά σωματικότητες είναι. Επειδή κολλάμε στις λέξεις, αναρωτιέμαι λοιπόν: είναι σωματικότητα να πρέπει να κάνω γυμναστική κάθε πρωί, να πρέπει να κάνω μισή ώρα βόλτα με το ποδήλατο; Στην αρχιτεκτονική τα σχεδιάζουμε όλα οπτικά, με γεωμετρίες και χρώματα, αλλά ξεχνάμε πως χωρίς τις υπόλοιπες αισθήσεις, την κιναισθητική, δηλαδή το περπάτημα και την αφή που συμμετέχει στην όραση, δεν μπορεί να γίνει το αρχιτεκτονικό έργο μια πολυαισθητηριακή εγκατάσταση».