Θα ήθελα να μου εξηγήσετε αυτό που μου λέγατε πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξη: Οτι ο πατέρας σας έφτιαχνε κόσμους για να τους αφηγηθεί μέσα στα βιβλία του, αλλά πολλές φορές αναρωτιόσασταν, με το δόσιμο που είχε πάνω στην εργασία του και το πάθος με τη δουλειά του, αν ζούσε μόνο εκεί.

Δεν ήταν όμως εργασιομανής. Δεν ήταν δηλαδή από αυτούς που πιστεύουν ότι αν δεν δουλέψουν δεν θα είναι αποδοτικοί στη ζωή. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου, που ήταν ζωγράφος, δεν μπορούσαν ν’ αναπνεύσουν χωρίς την τέχνη τους. Προείχε έναντι της καθημερινότητας. Δεν θα σκεφτόντουσαν τι θα φάμε, πώς θα ντυθούμε, αν το παιδί μελέτησε. Πρώτα ερχόταν η δουλειά τους και μετά όλα τ’ άλλα.

Πώς το εκλαμβάνετε εσείς όλο αυτό;

Τότε με παράπονο. Κυρίως από τη μεριά του πατέρα μου. Η μάνα μου ήτανε ένας πολύ γλυκός άνθρωπος, είχε βέβαια την τρέλα της ζωγραφικής, αλλά πάντα ήταν κοντά μου. Με τον άλλον δεν ήξερες τι σε περιμένει.

Θέλετε να μου δώσετε ένα παράδειγμα;

Οταν ήμουνα μικρή, ζούσα πράγματα που ήταν σαν άγρια παραμύθια. Στην εφηβεία τόλμησα λιγάκι να υψώσω τη φωνή μου… Αλλά τι λέω; Τι να υψώσω; Δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνω αυτό. Ετσι λίγο να αμφισβητήσω την κατάσταση. Να πάρω δηλαδή κάποιες φορές το μέρος της μαμάς μου, που τη θεωρούσα κάπως αδικημένη. Τότε γινόταν τόσο τρομακτικός που το βούλωνα.

Πως εκδήλωνε αυτή την τρομακτικότητα;

Με φωνές και με πολύ μεγάλες εκρήξεις. Μετά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Είχε αυτό το βάσανο της αϋπνίας. Οταν συγχυζόταν, άρχιζε να επαναλαμβάνει «έχασα τον ύπνο μου και αν χάσω τον ύπνο μου δεν μπορώ να γράψω. Με καταστρέψατε». Αφήστε δε που οι απαιτήσεις του ήταν για πράγματα παιδαριώδη. Δεν ήθελε, λόγου χάρη, ν’ αγγίζω τα μολύβια του γιατί ήταν τα εργαλεία της δουλειάς του. Τα είχε όλα καλοξυσμένα, αραδιασμένα πάνω στο γραφείο του και μου έλεγε: «Βρε Μαρίνα, σε παρακαλώ πάρα πολύ, να σου πάρω 10 ξύστρες, να σου πάρω μολύβια, μην αγγίζεις τα δικά μου». Οταν γυρνούσα το μεσημέρι από το σχολείο και έλειπε, τσακ, έπαιρνα εγώ ένα μολυβάκι. Το καταλάβαινε και γινόταν έξαλλος. Εχανε τον έλεγχο του. Γινόταν ένα θεριό ανήμερο.

Σας έχει χτυπήσει ποτέ;

Μια-δυο φορές σε μικρή ηλικία, μετά το έκοψε, το έκοψε τελείως.

Το θυμάστε όμως.

Ηταν, ας πούμε, εκπαιδευτικό ξύλο. Ενώ η μάνα μου δεν έχει σηκώσει ποτέ χέρι, εκτός από μία φορά. Το 1941, που έπεσε μεγάλη πείνα στην Αθήνα, φύγαμε και πήγαμε οικογενειακώς σε ένα χωριό της Εύβοιας, κοντά στην Κύμη, που λέγεται Ενορία. Εκεί άρχισα να κάνω παρέα με τα παιδιά του χωριού, που ήταν κάτι αγριοκάτσικα. Ανέβαιναν στις κορομηλιές, έτρωγαν άγουρα κορόμηλα και έκανα κι εγώ το ίδιο. Ημουν όμως ευαίσθητη, αρρώστησα και όταν με ρώτησε η μάνα μου αν έφαγα κορόμηλα, της είπα όχι. Γι’ αυτό το ψέμα έφαγα χαστούκι και μου έγινε μάθημα. Δεν ξαναείπα ποτέ ψέματα.

Ο πατέρας σας είχε ήδη γράψει και τον «Λιάπκιν», τη «Χίμαιρα» και τον «Γιούγκερμαν» τότε.

Βέβαια. Προχθές έγινε ένα συνέδριο στον Βόλο για τον Καραγάτση και ανέτρεξα στο βιβλίο ξανά. Αρχισα να σκέφτομαι ότι αυτούς τους ογκόλιθους τους είχε παραδώσει πριν κλείσει καλά καλά τα 30. Από το 1934-1939. Φοβερό! Η συγγραφή δεν είναι μόνο η ιδέα που έχεις, αλλά πώς στήνεις την ιστορία που θα αφηγηθείς. Είναι μια ολόκληρη αρχιτεκτονική για να σταθεί ένα βιβλίο 600 σελίδων, με τόσους ανθρώπους. Ενα παιδί, όπως ήμουνα εγώ τότε, δεν μπορούσε να  καταλάβει ότι ο μπαμπάς του βρισκόταν μέσα σε αυτή τη συγγραφική δίνη. Εγώ ήθελα να γυρίσω σπίτι και να του πω τι έγινε στο σχολείο για να ασχοληθεί μαζί μου. Με κοιτούσε με βλέμμα σαν να είχε γυάλινα μάτια και μου έλεγε «ναι, ναιμ Μανιό μου, μπράβο μπράβο». Αλλά ήξερα ότι δεν με άκουγε.

Κάτι ευχάριστο θυμάστε;

Τώρα λοιπόν, με αφορμή το συνέδριο που σκάλιζα διάφορα, βρήκα γράμματα των γονιών μου που αντάλλασσαν. Παντρεύτηκαν το 1935 , πάνε ταξίδι του μέλιτος στη Βιέννη και στη Βουδαπέστη, Γενάρη, Φλεβάρη, και γυρίζουν τον Μάρτη. Αυτά που ζουν τα γράφουν στη γιαγιά μου και τα βλέπω μέσα στο μυθιστόρημα. Βλέπω δηλαδή ότι το τάδε ρεστοράν που πήγαν στη Βιέννη μπαίνει μέσα στον «Γιούγκερμαν». Τα περισσότερα γράμματα όμως είναι του πατέρα μου προς τη μητέρα μου.

Ζήσανε χωριστά;

Ναι, για ένα μήνα. Και μέσα από την αλληλογραφία τους διαπιστώνω μια τρυφερή πλευρά του πατέρα μου που δεν τη γνώρισα. Οταν τον Οκτώβρη του 1936 γεννιέμαι, η μητέρα μου παθαίνει κάτι στη γέννα εξαιτίας μιας αστοχίας του γιατρού. Τότε άρχισαν οι αϋπνίες του. Ψάχνοντας να βρουν τον καλύτερο γιατρό, την παίρνει η μητέρα της και την πάει πάλι στη Βιέννη για να χειρουργηθεί. Μένει πίσω ο πατέρας μου στην Αθήνα με μένα μωρό και αλληλογραφούσαν. Διαβάζοντας τα γράμματα του πατέρα μου προς τη μητέρα μου,  έβλεπα την αγωνία του, την αστεία του πλευρά. Της έγραφε ποιηματάκια. Πολλά μάλιστα έμοιαζαν με του Μποστ. Αν θέλετε μπορώ να σας διαβάσω ένα ποιηματάκι. «Ολοι καλά σε χαιρετούν / ο Γιούγκερμαν ο πλάνος, η Βούλα, η Ντίνα, η Ελέν, μα και ο Καραμάνος. Αυτά είναι τα νέα μου / και σε φιλώ στη μύτη / ο σύζυγός σου ο πιστός, ήγουν, τουτέστιν, ήτοι / Ροδόπουλος Δημήτριος ή Καραγάτσης Μ., / 59 νούμερο, σπουδαία κεφαλή». Εκανε χιούμορ με το κεφάλι του που ήταν μεγάλο.

Δεν έχετε άλλη ωραία ανάμνηση;

Οταν αρρώστησε, έκανε κάποιες μικρές κινήσεις να με πλησιάσει, ίσως γιατί ένιωθε το τέλος του. Αλλά ήμουν παγωμένη. Θυμάμαι, μια φορά μου είπε «αισθάνομαι πολλές ενοχές, γι’ αυτό θα πεθάνω γρήγορα». Δεν είχα το κουράγιο τότε να ανοίξω την αγκαλιά μου και να συμφιλιωθώ μαζί του. Ημουν τρομαγμένη. Δεν μπορώ να αξιολογήσω αν τον αγαπούσα. Δεν μου ήταν αδιάφορος. Τρυφερά αισθήματα για εκείνον δεν ένιωσα γιατί δεν μου έδωσε το δικαίωμα.

Διηγείστε πολλές ιστορίες. Τι είναι αυτό που επικρατεί, οι εικόνες ή το συναίσθημα;

Σίγουρα το συναίσθημα. Τελικά τους αγαπώ πολύ και τους δυο τους. Τα παράπονα που έχω για τον πατέρα μου όσο περνούν τα χρόνια όλο και σβήνουν. Αλλά σας επαναλαμβάνω, πάντα κάτι μένει.

Τι έμεινε σε σας;

Ενα μικρό παράπονο. Ηθελα την αγάπη του, την προσοχή του και την αποδοχή του. Τον δικαιολογώ γιατί δεν ήταν ένας κοινός άνθρωπος. Οταν διαβάζω τα βιβλία του, βάζω τα κλάματα. Δεν μπορούσε αλλιώτικα ίσως.

Σε αυτό το ιαματικό συμπέρασμα πώς φτάσατε;

Ενα μικρό διάστημα πήγα σε ψυχαναλυτή, ο οποίος μετά έγινε και φίλος. Τη δεκαετία του ’90 κρατούσα πάντα και ένα βιβλίο του πατέρα μου, πήγαινα στο γραφείο του και άρχιζα να του λέω «να δείτε τι λέει ο Καραγάτσης εδώ, εκεί». Μου απαντούσε «δεν θέλω να μου λέτε πώς το εξηγούσε ο μπαμπάς σας, θέλω εσείς να μου δώσετε αυτό που νιώθετε». Μεσολάβησαν οι διακοπές, σταμάτησα τις συνεδρίες. Το 2008 έτρεξε και πήρε το «Ευχαριστημένο» μόλις κυκλοφόρησε. Μου έστειλε ένα γράμμα ενθουσιώδες που έγραφε: «Τύφλα να ‘χουν όλοι οι ψυχίατροι. Εσείς κάνετε όλη τη δουλειά πολύ πιο καλά».

Οταν έφυγε από τη ζωή ο πατέρας σας, τι νιώσατε;

Βαθύ πόνο και μαζί λύτρωση. Συνειδητοποίησα ότι θα μπορούσα να βρω έναν δικό μου δρόμο. Ημουν και πολύ επηρεασμένη από την προσωπικότητά του. Δεν είχα μια δική μου γνώμη. Ο,τι άρεσε σε εκείνον άρεσε και σε μένα. Δυο-τρία χρόνια μετά τον θάνατό του τόλμησα να αρθρώσω και μια δικιά μου γνώμη και ένα δικό μου «θέλω». Να φτιάξω τι θα μου άρεσε πραγματικά που να μην είναι κόπια του μπαμπά μου. Ετσι έρχονται οι επιλογές στους φίλους που έκανα, στους άνδρες που είχα και που σίγουρα δεν θα τις ενέκρινε εκείνος. Ξέρετε, παρόλο που δεν με αποδέχτηκε ποτέ, πόνεσα όταν έφυγε. Και εκείνο που ένιωσα έντονα ήταν το ερωτηματικό.

Αφόρητο, κόλαση…

Ενιωσα ότι είμαι ένα τίποτα χωρίς τον πατέρα μου. Ισως έκανα λάθος επιλογές απορρίπτοντας κατά κάποιον τρόπο τον ίδιο!  Έβαλα ανθρώπους στη ζωή μου που είχαν μια άλλη οπτική, διαφορετική από τη δική του. Ετσι μπόρεσα να βρω τι είμαι εγώ. Για παράδειγμα, συνειδητοποιώ ότι υπάρχουν πράγματα στα πιστεύω του που δεν με βρίσκουν σύμφωνη.

Και πώς ξεφύγατετέ απ’ όλα αυτά;

Κατάφερα να συμφιλιωθώ με τον πατέρα μου όταν άρχισα να γράφω το «Ευχαριστημένο». Περίμενα πώς και πώς μέχρι το βράδυ να μπω στο κρεβάτι μου να σβήσω το φως και να αρχίσω να σκέφτομαι τι θα γράψω την επόμενη μέρα. Και έτσι που μου ερχόντουσαν εικόνες από το σπίτι μας, από τη μάνα μου, τον πατέρα μου, τα σόγια μου τους Ανδριώτες και με έπιανε τα γέλια! Κατέληξα σε κάτι που έλεγε ο πατέρας μου: «Αυτή η ζωή είναι μια μεγάλη παρεξήγηση».