Το καλοκαίρι του 1968, περισσότεροι από 1.000 Αμερικανοί πέθαιναν κάθε μήνα στην πιο αιματηρή χρονιά του πολέμου του Βιετνάμ. Ο πόλεμος μεταφέρθηκε στους δρόμους μιας αμερικανικής πόλης, καθώς μια νέα γενιά αποφάσισε να εκφράσει δυναμικά την αντίθεσή της και συγκρούστηκε με την αστυνομία του Σικάγο. Πολλοί νεαροί Αμερικανοί σοκαρίστηκαν από τις εικόνες της αστυνομικής βίας που είδαν στις τηλεοπτικές τους οθόνες. Ομως μια τρομοκρατημένη μεγαλύτερη γενιά πήρε το μέρος των δυνάμεων ασφαλείας και στήριξε τον πρόεδρο Νίξον. Ο διαχωρισμός της εποχής εκείνης ακόμα ηχεί στην αμερικανική κοινωνία.

Το 1968 ήταν η χρονιά που άλλαξε την Αμερική. Για κάποιες νύχτες στα τέλη Αυγούστου, το αίμα έρρεε στους δρόμους του Σικάγο καθώς αντιπολεμικοί διαδηλωτές αποφάσισαν να κάνουν πορεία προς το συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος ζητώντας να τερματιστεί ο πόλεμος του Βιετνάμ. Το συνέδριο ξεκίνησε στις 26 Αυγούστου και στις 28 πραγματοποιήθηκε η μεγάλη διαδήλωση. Επειτα από τέσσερις ημέρες και νύχτες βίαιων συγκρούσεων, 668 άτομα συνελήφθησαν και περισσότερα από 1.000 τραυματίσθηκαν – 100 εξ αυτών μεταφέρθηκαν στα νοσοκομεία.

Ηταν ο συνδυασμός δύο δολοφονιών που είχαν προηγηθεί, του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τον Απρίλιο και του Ρόμπερτ Κένεντι τον Ιούνιο, οι εξεγέρσεις στους δρόμους μετά τη δολοφονία του Κινγκ, το θέαμα των λευκών κολεγιόπαιδων της μεσαίας τάξης που χτυπιόντουσαν με αστυνομικούς στους δρόμους μιας μεγαλούπολης που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην προεκλογική εκστρατεία του Ρίτσαρντ Νίξον. «Εδιναν την αίσθηση ότι όλα ήταν εκτός ελέγχου και έτσι χρειαζόταν ένας άνδρας που θα μπορούσε να επιβάλει τον νόμο και την τάξη», γράφει ο Τσαρλς Κάιζερ στο βιβλίο του «Το 1968 στην Αμερική». Εναν χρόνο αργότερα ο πρόεδρος Νίξον θα χαιρέτιζε τη «σιωπηλή πλειοψηφία» που τον στήριξε και θα κατέκρινε το «μίσος» των νεαρών που προσπάθησαν «να επιβάλουν τη γνώμη τους με διαδηλώσεις». Κάποιοι από εκείνους τους διαχωρισμούς και τη ρητορική, εμφανίζονται και σήμερα στις ΗΠΑ, 50 χρόνια αργότερα, με τον Ντόναλντ Τραμπ να εκμεταλλεύεται τις κοινωνικές διαφορές και να τις υποδαυλίζει.

Η Mobe, η εθνική επιτροπή κινητοποίησης των νέων για το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ, είχε ανακοινώσει τη διαδήλωση, αλλά ο δήμαρχος Ντέιλι την είχε απαγορεύσει δίνοντας εντολή στους αστυνομικούς «να πυροβολούν στο ψαχνό τους εμπρηστές», όπως τους αποκαλούσε. Περίπου 12.000 στρατιώτες και εθνοφύλακες στάλθηκαν να συνδράμουν τους 12.000 αστυνομικούς της πόλης. Και βρέθηκαν απέναντι σε 10.000 διαδηλωτές. «Οι συνθήκες θυμίζουν αστυνομικό κράτος», είχε σχολιάσει ο διάσημος δημοσιογράφος Ουόλτερ Κρονκάιτ.

Οι διαδηλωτές σε δύο γκρουπ σταμάτησαν λόγω των αστυνομικών οδοφραγμάτων μπροστά στο ξενοδοχείο Κόνραντ Χίλτον. Εκαναν καθιστική διαμαρτυρία φωνάζοντας: «Παρακολουθεί όλος ο κόσμος». Και έπειτα ξεκίνησε η επίθεση των αστυνομικών και των στρατιωτών. Το τραγούδι των Rolling Stones «Street Fighting Man» κυκλοφόρησε μια εβδομάδα αργότερα – και έγινε ο ύμνος της εξέγερσης.

Οι ιστορικοί θεωρούν πως εκείνες οι ημέρες διαμόρφωσαν μια γενιά και άλλαξαν τη χώρα, καθώς οι άνθρωποι αισθάνθηκαν ότι μπορούσαν να υψώσουν το ανάστημά τους σε όλα εκείνα με τα οποία διαφωνούσαν. Ομως υπάρχουν αρνητικές διαπιστώσεις σήμερα. Οπως υποστηρίζει ο Κάιζερ, «το θλιβερό για την Αμερική είναι ότι έπειτα από αυτή την μεγάλη προοδευτική έκρηξη των τελευταίων δεκαετιών, βρεθήκαμε σήμερα να ακούγονται ηχηρά μόνο οι φωνές της συντήρησης και του διχασμού».