Η ιδέα, κατ’ αρχάς, έχει ενδιαφέρον. Πρόθεση της παράστασης είναι να διηγηθεί και να εξιστορήσει τον μύθο των Λαβδακιδών, μέσα από τους τρεις αρχαίους ποιητές. Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης έχουν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, γράψει για αυτόν τον οίκο, που μαζί με τους Ατρείδες αποτελεί τον καμβά του αρχαίου δράματος.

Με αφετηρία τον «Οιδίποδα Τύραννο» και κατάληξη τον «Επί Κολωνώ», η παράσταση διασχίζει αυτή την «οικογενειακή τραγωδία», προσθέτοντας αποσπάσματα από την «Αντιγόνη», επίσης του Σοφοκλή, και ακόμα από τις «Φοίνισσες», τις «Βάκχες» και τις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη, καθώς και από τους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου.

Από την άφιξη του Κάδμου στη Θήβα και τον γάμο του Λαΐου με την Ιοκάστη, από τη γέννηση του Οιδίποδα ως την πατροκτονία και τη λύση του αινίγματος της Σφίγγας, και μετά την τύφλωση και την εξορία, η παράσταση περιλαμβάνει τη σύγκρουση του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, την αντιπαράθεση ανάμεσα στην Αντιγόνη και στον Κρέοντα και, φυσικά, το τραγικό τέλος του Οιδίποδα στην Αθήνα.

Ο Σταύρος Τσακίρης, με τη διάθεση να ισορροπήσει ανάμεσα στην αφηγηματική και στη θεατρική μορφή αλλά και να συμπεριλάβει έναν μεγάλο όγκο πληροφοριών, έφτιαξε μια παράσταση σαν παραμύθι για παιδιά: να πει την ιστορία. Μια συρραφή κειμένων και αποσπασμάτων κλήθηκε να υπηρετήσει ο 11μελής θίασος, ο οποίος, ακολουθώντας τις σκηνοθετικές οδηγίες, έδωσε προτεραιότητα στην ιστορία και όχι σε αυτό που κουβαλά μέσα της.

Σαν να φοβόταν μη χάσει επεισόδιο, ο σκηνοθέτης στέρησε από αυτόν τον «Οιδίποδα» το ύφος, την ένταση, τον εσωτερικό ρυθμό και το βάθος, στοιχεία που ανέδειξαν ορισμένοι από τους ηθοποιούς ερμηνεύοντας τον ρόλο τους – καθένας στο μέτρο των δυνατοτήτων του. Ολο αυτό το «μέγεθος εχούσης» της τραγωδίας μίκρυνε και άλλο με την αφαίρεση του Χορού και των Χορικών, και μαζί τον διάλογο και την ποιητικότητα που αναπτύσσει ανάμεσα σε αυτές τις δύο πλευρές το αρχαίο δράμα.

Με σαφή και λογική προτεραιότητα στις σοφόκλειες τραγωδίες του «Οιδίποδα» – στην αρχή και στο τέλος της, ο Τσακίρης έχασε τη θεατρικότητα υπέρ μιας αφηγηματικής φόρμας, την οποία εμπλούτισε με αναπαραστάσεις. Αφησε μετέωρη μια καλή ιδέα και κυρίως δεν μπόρεσε να τη διδάξει στους ηθοποιούς του, ώστε να τους επιτρέψει να νιώσουν και να μοιραστούν τα μεγάλα συναισθήματα. Στα θετικά της όλης παραγωγής η μουσική του Μίνωα Μάτσα, όπως και κάποιες μεμονωμένες ερμηνείες: ο Δημήτρης Λάλος, η Μαρία Κίτσου, η Λένα Δροσάκη, ο Μάνος Καρατζογιάννης κινήθηκαν με επιτυχία στον δρόμο των ηρώων τους, προσπαθώντας να τους δικαιώσουν, ακολουθούμενοι από τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Δυστυχής η ανομοιογένεια του θιάσου, η έλλειψη κοινής θεατρικής πορείας, όπως και η απουσία ενιαίας διδασκαλίας, αποτυπώθηκε, κι αυτή, στο αποτέλεσμα.

Η αρχαία τραγωδία έχει κανόνες – ξεκάθαρους και αυστηρούς. Το τίμημα για όποιον θέλει να τους παραβεί είναι βαρύ και απαιτεί γνώση, πραγματική γνώση και εμβάθυνση. Οι ιστορίες συρρικνώθηκαν χωρίς να καταφέρουν να επιτελέσουν τον προορισμό τους. Η αρχική, καλή, ιδέα χάθηκε στην εξέλιξή της. Μέσα σε αυτό το παζλ στάθηκε αδύνατον να διατηρηθεί το ήθος που φέρουν οι ήρωες μέσα στις συνθήκες κάθε έργου. Και την αρχαία τραγωδία την καθορίζει το Ηθος.