Αν η 11η Σεπτεμβρίου του 2001 (9/11) είναι η ημερομηνία που άλλαξε τον κόσμο, η 6η Ιανουαρίου 2021 (1/6) σηματοδοτεί, πάλι με επίκεντρο την Αμερική, τη στιγμή που κρίθηκε, εις βάρος της, η μοίρα της παγκόσμιας δημοκρατίας. Και μάλιστα σε τρεις χρόνους, ώστε να ολοκληρωθεί ο φαύλος κύκλος του αυταρχισμού που γεννά βία και καταλήγει σε ατιμωρησία.
Η 6η Ιανουαρίου προετοίμασε μια ασύλληπτη για δημοκρατικό κράτος, πόσο μάλλον για το ισχυρότερο κράτος του κόσμου, αμφισβήτηση ενός εκλογικού αποτελέσματος που δεν επιδεχόταν καμία αμφισβήτηση. Εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι παρέμεινε, για δυο μήνες μετά την ήττα του, πρόεδρος, και παραμερίζοντας το έθιμο προετοιμασίας της διαδοχής σε αυτό το διάστημα, ο Τραμπ, σχεδόν από την πρώτη μέρα της επισημοποίησης του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών της 3ης Νοεμβρίου 2020, επιχείρησε να το ανατρέψει με πολιτικές πιέσεις και νομικές ακροβασίες: εκβιασμοί σε αξιωματούχους για να μη βγάλουν το πραγματικό αποτέλεσμα ή να «βρουν» νοθευμένες ψήφους, συνωμοσίες για την εξεύρεση ψεύτικων εκλεκτόρων, αφόρητες «νουθεσίες» στον αντιπρόεδρο Πενς να μην επικυρώσει, με την ιδιότητα του προεδρεύοντας, την ετυμηγορία της κοινής διάσκεψης των δύο νομοθετικών σωμάτων, τεχνητή δημιουργία «νομικού κενού», ώστε να ακυρωθούν οι εκλογές.
Στη συνέχεια, όταν όλα αυτά αποκρούστηκαν από τον ίδιο του τον περίγυρο, πρωτοστατούσας της κόρης του και του ως τότε πιστότατου υπουργού Δικαιοσύνης, ο Τραμπ στράφηκε στην ιδέα της βίαιης ανατροπής: σε μια σύσκεψη, στις 18 Δεκεμβρίου, την οποία ορισμένοι από τους παρευρισκόμενους χαρακτήρισαν «εντελώς παλαβή», έκανε λόγο για «ξεσήκωμα», προσομοίωσε με γυναικεία γεννητικά όργανα όσους συνεργάτες του δίσταζαν και, το ίδιο βράδυ, ανέβασε στο Διαδίκτυο το σχετικό κάλεσμα στους οπαδούς του.
Τα γεγονότα της 1/6, ημέρας συνεδρίασης των σωμάτων για την ανακήρυξη του νέου προέδρου, ήρθαν, συνεπώς, κάθε άλλο παρά τυχαία ή αυθόρμητα, όσο κι αν αυτά που εκτυλίχθηκαν, μπροστά στα μάτια ολόκληρης της ανθρωπότητας, ξεπέρασαν κάθε φαντασία. Η συγκέντρωση του φανατισμένου και οπλοφορούντος πλήθους – ο πρόεδρος είχε διατάξει να μη γίνονται έλεγχοι – σε μια πλατεία λίγα μέτρα μακριά από το Καπιτώλιο. Ο εμπρηστικός λόγος του Τραμπ για «κλεμμένες εκλογές» και «γενναίο λαό που θα τις πάρει πίσω».
Το ξεκίνημα της χωρίς αντίσταση πορείας προς το Καπιτώλιο με κραυγές του τύπου «Κρεμάστε τον Πενς». Η προσπάθεια του Τραμπ, μέσα στη λιμουζίνα, να πάρει από τα χέρια του οδηγού το τιμόνι για να πάει μαζί με το πλήθος και η άρνησή του αργότερα, από τον Λευκό Οίκο, να καλέσει την αστυνομία και τον στρατό. Η έφοδος στο κτίριο, οι επί 187 λεπτά καταστροφές, οι νεκροί, το κυνηγητό των πολιτικών, τα αίματα παντού, η σχεδόν εκ θαύματος αποφυγή της απόλυτης καταστροφής.
Η τραγωδία όχι μόνο δεν βρήκε κάθαρση αλλά επικυρώθηκε από τους θεσμούς της αμερικανικής δημοκρατίας – κι ας επαιρόταν, ως τότε, για τα «αντίβαρα» της – και τελικά από τον λαό. Αποτελεί τεράστιο αίνιγμα και συγχρόνως κόλαφο το πώς δεν καταδικάστηκε και δεν εμποδίστηκε να συμμετάσχει στις επόμενες εκλογές ένας άνθρωπος που κατηγορήθηκε επισήμως (impeached) από τη Βουλή, στις 21 Ιανουαρίου 2021, εναντίον του οποίου η Ειδική Επιτροπή της Βουλής εξέδωσε, τον Οκτώβριο 2022, ένα καταιγιστικό και γεμάτο στοιχεία πόρισμα και ο οποίος καταδικάστηκε από ομοσπονδιακό ποινικό δικαστήριο, την 1η Αυγούστου 2024, για προσπάθεια ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος και κρίθηκε άλλες δυο φορές ένοχος για 34 ποινικά αδικήματα.
Δυο υπήρξαν οι βασικοί σύμμαχοι του Τραμπ στην πέρα από κάθε λογική πολιτική επιβίωσή του: το δουλικό προς αυτόν – γιατί με τρία μέλη διορισμένα από αυτόν – Ανώτατο Δικαστήριο, που απέρριψε τη μη συμμετοχή του στις εκλογές και του πρόσφερε «γενική αμνηστία». Και η – υπερβολικά θα έλεγαν κάποιοι – «δημοκρατικά ευαίσθητη» στάση του προέδρου Μπάιντεν και κυρίως του υπουργού Δικαιοσύνης Μέρικ Γκάρλαντ: ζυγίζοντας, φοβούμενοι, αμφιβάλλοντας, κωλυσιεργώντας, δικαίωσαν τη βία κι άνοιξαν τον δρόμο για ακόμη αγριότερη βία, της οποίας δεν έχουμε δει ακόμα τον πάτο.
← Επιστροφή στο μενού του αφιερώματος