«Αποτελεί κοινά αποδεκτή αλήθεια, ότι ένας άντρας ανύπαντρος και ευκατάστατος δεν μπορεί παρά να βρίσκεται σε αναζήτηση συζύγου». Η εναρκτήρια αυτή πρόταση, από τις πιο γνωστές της παγκόσμιας λογοτεχνίας, έγινε διάσημη γιατί συνδυάζει κυνισμό με αφέλεια, ρεαλισμό με ελπίδα, και χιούμορ με μια τοσοδούλα πρέζα απόγνωσης. Τα συστατικά δηλαδή που απαιτούνται για ένα προξενιό – ή, και για τον έρωτα.

Οι καιροί φυσικά άλλαξαν, και αυτό που αποτύπωνε η Τζέιν Οστιν ως μια πρακτική ανάγκη των περισσότερων γυναικών της εποχής της για εξεύρεση συζύγου- προμηθευτή αποτυπώνεται σήμερα ως μια πολύ πιο σύνθετη επιθυμία αντρών, γυναικών και λοιπών για φλερτ ή/και σεξ, σχέση, δέσμευση, και τους ποικίλους συνδυασμούς τους. Η τεχνολογική πρόοδος, επιδιώκοντας πάντα να είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου (συνήθως με το αζημίωτο), ανταποκρίθηκε στη νέα ζήτηση: έτσι, δυο αιώνες μετά την «κοινά αποδεκτή» εκείνη αλήθεια, την άνοιξη του 2012 έφερε στις συσκευές μας την εφαρμογή Tinder. Το οποίο, τολμώ να πω, θα διασκέδαζε και την ίδια την κυρία Οστιν.

Το Tinder συνδυάζει πολλές αρετές, απαλλάσσοντας τον χρήστη του από πολλές ηθικές και πρακτικές σκοτούρες. Χωρίς προεργασία και κόπο, του δίνει τη δυνατότητα να περιηγείται και να περιεργάζεται έναν απλωμένο μπροστά του ψηφιακό μπουφέ με πιάτα που περιέχουν όλες τις δυνατές συνταγές και γεύσεις – οι οποίες μπορούν, αντίστοιχα, να περιεργάζονται αυτόν.

Περνάς, κοιτάς: αν κάτι σ’ αρέσει κοντοστέκεσαι και ψάχνεις πιθανότητα επαφής – ανάφλεξης· αν δεν σ’ αρέσει, προσπερνάς. Απλά, γρήγορα, χωρίς περιττές κουβέντες. Το διαχρονικό κι αδιαφιλονίκητο επιχείρημα ότι πρέπει να φιλήσεις πολλά βατράχια μέχρι να βρεις τον πρίγκιπά σου ισχύει φυσικά πάντα, αλλά κυρίαρχος του παιχνιδιού είναι, εδώ, ο αντίχειρας: με ένα swipe στα αριστερά, χωρίς φιλάκι, εξολοθρεύει τα περισσότερα αμφίβια.

Ηταν σαν να άκουγες το κρακ των πάγων που λιώνουν: κάτω από τη λιακάδα της απελευθέρωσης, της απενοχοποίησης, της συναισθηματικής εκδημοκρατικοποίησης, έλιωνε η ντροπή των προξενιών («η καημένη, είναι σε απόγνωση»), η αμηχανία των αναζητήσεων σε ημισκότεινα μπαρ με την ετικέτα «αζήτητος» σαν κολλημένη στο μέτωπο, οι σαχλές κουβέντες με άγνωστους – και οι κίνδυνοι από την επαφή με τέτοιους άγνωστους. Δόθηκε ένας τρόπος «γνωριμίας», πριν απ’ τη γνωριμία. Δόθηκε ένας τρόπος να είσαι ο εαυτός σου χωρίς να παραείσαι, να δίνεις κάτι χωρίς να αποκαλύπτεσαι, να εκφράζεσαι μέχρι εκεί που θέλεις. Να συνδιαλέγεσαι και να διαλέγεις μέσα στη φωσφορίζουσα ασφάλεια ενός χώρου πραγματικού αλλά και ψεύτικου, αφού μπορούσες να τον σβήσεις από τη ζωή σου ανά πάσα στιγμή. Οι χρήστες του Tinder δεν ήσαν οι απελπισμένοι ούτε οι «αζήτητοι», ήσαν εκείνοι που έπαιρναν την τύχη τους στα χέρια τους. Ξαφνικά, εκείνη την άνοιξη του 2012, υπήρχε, για όλους πια, κάποιος.

Ναι, η κυρία Οστιν θα διασκέδαζε, σηκώνοντας όμως το φρύδι της ειρωνικά: θα εντόπιζε, μάλλον, και κάποια θέματα. Γιατί δεκατρία χρόνια μετά, υπάρχουν εκείνοι που μιλούν για τις φωτό με τα άπειρα καλλωπιστικά φίλτρα και την τρομακτική στιγμή της αποκάλυψης των πραγματικών προσώπων· για τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις· για το ότι η απόρριψη ζει και βασιλεύει, με άλλες μορφές: οι γυναίκες, φυλακισμένες μέσα στις αυτοδημιούργητες παραπλανητικές τους ψηφιακές εικόνες, λειτουργούν συχνά ως αμείλικτα αρπακτικά («δεν μου κάνεις εσύ, επόμενος»), με αποτέλεσμα τον ψυχολογικό ευνουχισμό των νεαρών αντρών που μετατρέπονται έτσι στους ματαιωμένους, οργισμένους Incels (Involuntary Celibates), δηλαδή τους «ακούσια άγαμους» – διαδικτυακή κοινότητα που, θεωρώντας ότι είναι ανίκανοι να προσελκύσουν γυναίκες, εκφράζουν μισογυνισμό, βία, εξτρεμισμό (και, λέω εγώ, ψήφισαν τον Τραμπ).

«Σου το έχω πει, και σου το ξαναλέω», έγραφε η Οστιν στην ανιψιά της Φάνι. «Μη βιάζεσαι. Στο τέλος, θα έρθει ο Κατάλληλος Αντρας». Swipe δεξιά.


← Επιστροφή στο μενού του αφιερώματος