Αυτή η νύχτα της 4.11.2008, πρώτης Τρίτης του Νοεμβρίου, θα μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μας: μια οικογένεια Αφροαμερικανών, οι γονείς και δύο κορίτσια, επτά και δέκα χρόνων, ανεβαίνουν σε μια εξέδρα στο ιστορικό στάδιο Γκραντ Παρκ του Σικάγου, μπροστά σε 240.000 ανθρώπους που πανηγυρίζουν, ενώ πολλοί κλαίνε. Είναι ο γερουσιαστής του Ιλινόι Μπαράκ Χουσέιν Ομπάμα, που μόλις εκλέχτηκε ως ο 44ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, με τη γυναίκα του Μισέλ και τις κόρες του Σάσα και Μάλια. Δεν επρόκειτο για μια ακόμη προεδρική εκλογή, αλλά για μια νύχτα ιστορική: ο αμερικανικός λαός εξέλεξε τον πρώτο αφροαμερικανό πρόεδρο.
Ο συμβολισμός της εκλογής Ομπάμα ήταν προφανής και ορατός σε όλο τον κόσμο. Οι ΗΠΑ φάνηκαν να έχουν αποτινάξει οριστικά το στίγμα του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων που τις είχαν ταλανίσει μέχρι και λίγες δεκαετίες πριν. Το αμερικανικό πρότυπο ενσωμάτωσης, το λεγόμενο melting pot, έλαβε σάρκα και οστά στο πρόσωπο του νέου προέδρου, ενώ επιβεβαιώθηκε και η πεμπτουσία του αμερικανικού ονείρου: καθένας, ανεξάρτητα από την καταγωγή, την κοινωνική προέλευση και το χρώμα του δέρματός του, μπορεί, στη Χώρα της Ελευθερίας, να κατακτήσει το ύψιστο πολιτικό αξίωμα.
Ταυτόχρονα, το θριαμβευτικό αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2008 σήμαινε πολλά για το αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Μετά την επώδυνη οκταετία Μπους, που σημαδεύθηκε από τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, η αμερικανική δημοκρατία έδειξε ότι είναι ικανή να αναζωογονηθεί και να μας εκπλήξει. Συνθήματα που κινητοποίησαν εκατομμύρια νέους, μειονότητες και απλούς ανθρώπους, και τους οδήγησαν, ίσως για πρώτη φορά, στις κάλπες, όπως «Yes We Can» και «Change we can believe in», έγραψαν ιστορία και έδωσαν αποστομωτική απάντηση σε όσους πίστευαν ότι το πολιτικό σύστημα ήταν σε βαθιά παρακμή. Γιατί η εκλογή Ομπάμα σηματοδότησε, πάνω απ’ όλα, την ελπίδα.
Ελπίδα, πρωτίστως στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ότι η πολιτική διαδικασία μπορεί να ανοίξει επιτέλους τον δρόμο στις αναγκαίες αλλαγές σε κρίσιμους για τη ζωή των πολιτών τομείς, όπως η εκπαίδευση, η υγεία, η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Και ότι το «σύστημα» εν τέλει μπορεί να διορθωθεί και να λειτουργήσει, χωρίς να αποτελεί σταθερό ανάχωμα στην υιοθέτηση προοδευτικών και καθολικά αποδεκτών πολιτικών, λόγω της πίεσης ισχυρών συμφερόντων.
Ελπίδα, παράλληλα, ότι θα αποκατασταθεί το ηθικό κύρος των ΗΠΑ στο διεθνές επίπεδο, με εγκατάλειψη πολιτικών που υπονόμευσαν το κύρος τους ενώπιον της διεθνούς κοινότητας, καθώς και με σταδιακή αποδέσμευση από πολέμους στους οποίους είχαν εμπλακεί τα προηγούμενα χρόνια. Και ότι η χώρα θα ακολουθήσει νέα διεθνή ατζέντα, με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, έμφαση στον διάλογο και προσήλωση στον στόχο της επίτευξης παγκόσμιας ειρήνης. Αυτός ήταν, άλλωστε, ο λόγος που ο νέος πρόεδρος, λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, τιμήθηκε με το Νομπέλ Ειρήνης.
Πολλές από τις ελπίδες αυτές δικαιώθηκαν, άλλες στην πορεία διαψεύστηκαν. Ο πρόεδρος Ομπάμα, που επανεξελέγη ύστερα από τέσσερα χρόνια, έκανε πράγματι σημαντικές μεταρρυθμίσεις, με ορόσημο την ψήφιση του περίφημου Obamacare για την καθολική πρόσβαση των αμερικανών πολιτών στην υγειονομική περίθαλψη. Από την άλλη, επικρίθηκε, δικαίως και αδίκως, είτε γι’ αυτά που πραγματοποίησε, είτε κυρίως για όσα δεν μπόρεσε να υλοποιήσει, όπως τη γεφύρωση των μεγάλων αντιθέσεων στο εσωτερικό της Αμερικής.
Ανεξάρτητα όμως από την αποτίμηση της θητείας του, η εκλογή του Ομπάμα το 2008 σημάδεψε το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα. Ηταν μια υπενθύμιση της δύναμης της δημοκρατίας, της ελπίδας και της αλλαγής, που μας οδήγησε, έστω παροδικά, να επανεκτιμήσουμε τις δυνατότητες του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, και ιδίως της αμερικανικής κοινωνίας, να φέρει αέρα αισιοδοξίας σε όλο τον κόσμο.
← Επιστροφή στο μενού του αφιερώματος