Με δόλωμα ένα ψεύτικο γυναικείο προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στήθηκε η ενέδρα σε έναν 14χρονο στον Χολαργό, ο οποίος δέχθηκε επτά μαχαιριές σε διάφορα σημεία του σώματός του.

Το περιστατικό σημειώθηκε στις 15:30 το μεσημέρι του Σαββάτου 6 Δεκεμβρίου 2025. Ο 14χρονος είχε μεταβεί ανυποψίαστος στην οδό Καραολή Δημητρίου, προκειμένου να συναντηθεί με κοπέλα που είχε γνωρίσει μέσω social media. Για περίπου μία ώρα συνομιλούσε μαζί της, μέχρι που εμφανίστηκαν μπροστά του δύο νεαροί, ηλικίας 17 και 19 ετών, με τους οποίους είχε προσωπικές διαφορές.

Οι δύο επιτέθηκαν στον ανήλικο. Ο ένας τον χτύπησε με γροθιές, ενώ ο δεύτερος τον μαχαίρωσε επανειλημμένα στον γλουτό, την κοιλιά και το χέρι. Η επίθεση ήταν ιδιαίτερα βίαιη, ωστόσο ο 14χρονος κατάφερε να διαφύγει.

Αμέσως μετά, οι δράστες τράπηκαν σε φυγή. Ο τραυματισμένος μαθητής κατέφυγε σε κοντινή καφετέρια, όπου οι υπάλληλοι του παρείχαν τις πρώτες βοήθειες και ειδοποίησαν τις αρχές. Παρά το περιστατικό, λίγες ώρες αργότερα, οι δράστες δημοσίευσαν στο διαδίκτυο βίντεο στο οποίο ο ένας κρατούσε το μαχαίρι και ο άλλος είχε αίματα στα δάχτυλά του.

Ο 14χρονος, σε δηλώσεις του στο Live News, περιέγραψε: «Τίποτα έχουμε τσακωθεί και απλά με μαχαιρώσανε. Μου την είχαν στημένη».

Μετά την επίθεση, ο τραυματισμένος ανήλικος κατέφυγε σε καφετέρια της περιοχής ζητώντας βοήθεια. Οι παρευρισκόμενοι κάλεσαν ασθενοφόρο και η αστυνομία έσπευσε στο σημείο.

Ο ανήλικος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», όπου χειρουργήθηκε και νοσηλεύεται εκτός κινδύνου. Οι δύο νεαροί έχουν ταυτοποιηθεί και αναζητούνται από τις αστυνομικές αρχές.

Μαρτυρία αυτόπτη

Μάρτυρας που βρισκόταν στο κατάστημα περιέγραψε: «Ήρθε χτυπημένο εδώ το παιδί, κι εγώ το πρώτο πράγμα που έκανα είναι να πάρω τηλέφωνο για να έρθει ασθενοφόρο. Και το δεύτερο πράγμα είναι, για να μην μπλέξω σε όλο αυτό, να πάρω την αστυνομία. Δεν ξέρω τίποτα. Το παιδί δεν ήταν σε θέση να μιλήσει εκείνη τη στιγμή. Είχε παντού, είχε εδώ γρατζουνιές, εδώ μαχαιρώματα είχε πολλά».

Η ίδια πρόσθεσε: «Εκείνη την στιγμή δεν ανταποκρινόταν στο “δώσε μου το τηλέφωνο των γονιών σου”. Μου απαντούσε ότι “δεν θέλω, δεν θέλω”. Μέσα στον πανικό πήραμε τηλέφωνο το ασθενοφόρο και κατευθείαν και την αστυνομία, που τον παρέλαβε».