Η Ευρωπαϊκή Ένωση προετοιμάζει μία από τις σημαντικότερες θεσμικές μεταρρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, έπειτα από την παραδοχή ότι η μεταρρύθμιση του 2014 δεν πέτυχε τους στόχους της. Σύμφωνα με πρόσφατη αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ισχύον πλαίσιο πάσχει από έλλειψη ευελιξίας, νομοθετικές ασυνέπειες και περιορισμένο στρατηγικό προσανατολισμό, γεγονός, που δυσχεραίνει την αποτελεσματική ανταπόκριση των κρατών‑μελών στις τρέχουσες και μελλοντικές προκλήσεις.
Η Κομισιόν έχει ήδη ξεκινήσει τις διαδικασίες για τη διαμόρφωση νέας πρότασης Οδηγίας, με στόχο την ολοκλήρωση του σχεδίου έως το 2026. Η επικείμενη αναμόρφωση επιδιώκει να απλουστεύσει τις διαδικασίες, να μειώσει το διοικητικό βάρος για δημόσιες Αρχές και επιχειρήσεις, και να ενισχύσει τη συμμετοχή των μικρομεσαίων εταιρειών στους ευρωπαϊκούς διαγωνισμούς.
Η αποτίμηση της Επιτροπής δείχνει ότι οι Οδηγίες του 2014 απέτυχαν σε κρίσιμες επιδιώξεις. Παραμένουν προβλήματα στη νομική σαφήνεια και η γραφειοκρατία θεωρείται υπερβολική, ενώ ο αριθμός των προσφορών στους διαγωνισμούς έχει μειωθεί αισθητά. Επιπλέον, η χρήση των δημοσίων συμβάσεων ως εργαλείου για την προώθηση περιβαλλοντικών, καινοτόμων και κοινωνικών στόχων διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών‑μελών.
Παρά τη βελτίωση στη διαφάνεια, η Επιτροπή εντοπίζει σοβαρές αδυναμίες στη συλλογή και αξιοπιστία των δεδομένων για τις δημόσιες προμήθειες. Οι ελλείψεις αυτές επηρεάζουν τη χάραξη πολιτικής, τη διαχείριση κινδύνων και την πρόληψη φαινομένων διαφθοράς. Τονίζεται επίσης η ανάγκη επένδυσης σε εξειδικευμένο προσωπικό και μηχανισμούς κατάρτισης, καθώς η πολυπλοκότητα των συμβάσεων έχει αυξηθεί σημαντικά.
Προσαρμογή παλαιότερων στόχων στο σήμερα
Η επερχόμενη αναθεώρηση δεν ξεκινά από μηδενική βάση. Η Κομισιόν θεωρεί ότι οι στόχοι του 2014 παραμένουν επίκαιροι, αλλά χρειάζονται προσαρμογή στη νέα οικονομική και τεχνολογική πραγματικότητα. Προτεραιότητα αποτελεί η σύνδεση των δημοσίων επενδύσεων με την πράσινη μετάβαση, την ψηφιακή καινοτομία και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Παράλληλα, η Ε.Ε. επιδιώκει τη δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς δημοσίων συμβάσεων, που θα ενισχύει την αυτονομία και την ασφάλεια της Ένωσης απέναντι στις διεθνείς γεωπολιτικές και εμπορικές πιέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, προγραμματίζεται δημόσια διαβούλευση και μελέτη επιπτώσεων το 2025, ώστε να καταρτιστούν οι τελικές προτάσεις για το νέο κανονιστικό πλαίσιο. Μετά την έγκρισή του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, τα κράτη‑μέλη θα πρέπει να το ενσωματώσουν στις εθνικές τους νομοθεσίες.
Η μεταρρύθμιση αναμένεται να επηρεάσει βαθιά το σύνολο του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου. Στόχος της Επιτροπής είναι ένα σύστημα δημοσίων συμβάσεων πιο ανοικτό, ευέλικτο και στρατηγικό, που θα ενισχύει τη διαφάνεια, τον θεμιτό ανταγωνισμό και θα λειτουργεί ως μοχλός βιώσιμης ανάπτυξης και κοινωνικής εμπιστοσύνης.
Οι στόχοι της νέας πολιτικής δημοσίων συμβάσεων
Απλούστευση και μείωση διοικητικού βάρους: Η αναθεώρηση στοχεύει στη μείωση της γραφειοκρατίας και στην απλούστευση των διαδικασιών ανάθεσης, ώστε να επιταχυνθεί η εκτέλεση των έργων και να διευκολυνθεί η συμμετοχή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Πράσινες και βιώσιμες συμβάσεις: Οι δημόσιες συμβάσεις θα αποτελέσουν βασικό εργαλείο για την υποστήριξη της πράσινης μετάβασης, με αυστηρότερες απαιτήσεις περιβαλλοντικής βιωσιμότητας στις προμήθειες και στα έργα.
Προώθηση καινοτομίας και ψηφιοποίησης: Η ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών και καινοτόμων μεθόδων στις διαδικασίες ανάθεσης και εκτέλεσης συμβάσεων θα ενισχύσει την αποδοτικότητα, τη διαφάνεια και τον έλεγχο.
Ενίσχυση διαφάνειας και πάταξης διαφθοράς: Η βελτίωση της ποιότητας των δεδομένων και η αυστηρότερη εποπτεία θα συμβάλουν στην αποτροπή ατασθαλιών και στην ενίσχυση της αξιοπιστίας του συστήματος.
Ενδυνάμωση ικανοτήτων και επαγγελματισμού: Προβλέπονται επενδύσεις στην εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση των στελεχών, που διαχειρίζονται δημόσιες συμβάσεις, ώστε να ενισχυθεί ο τεχνοκρατικός χαρακτήρας των Αρχών ανάθεσης.
Ενιαία αγορά και στρατηγική αυτονομία: Το νέο πλαίσιο θα στηρίξει έναν πιο λειτουργικό ευρωπαϊκό χώρο δημοσίων συμβάσεων, ενδυναμώνοντας την ανταγωνιστικότητα και την αυτονομία της Ε.Ε. σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας.







