Σοβαρό προβληματισμό προκαλεί στη Γερμανία η δήλωση του καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος παραδέχθηκε ανοιχτά ότι η χώρα «ζει εδώ και χρόνια πέρα από τις δυνατότητές της», κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την πορεία των δημόσιων οικονομικών. Ο ίδιος μίλησε για την ανάγκη ενός «βαθιού, ριζικού μετασχηματισμού» και προανήγγειλε οδυνηρές μεταρρυθμίσεις, κυρίως στο συνταξιοδοτικό, που όπως τόνισε– απειλεί να παρασύρει την οικονομία της χώρας σε κρίση.
Σύμφωνα με τον Μερτς, οι δαπάνες για τις συντάξεις έχουν φτάσει στο 31% του ΑΕΠ, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη, με την κατάσταση να κρίνεται πλέον μη βιώσιμη. Ο καγκελάριος υποστήριξε ότι η Γερμανία οφείλει να εξασφαλίσει ένα μέλλον για τις επόμενες γενιές, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα και περιορίζοντας τη δημοσιονομική σπατάλη.
Την εικόνα αυτή επιβεβαιώνει και ο επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών, Μάρσελ Φράτσερ, ο οποίος προειδοποίησε ότι το ετήσιο κόστος των συντάξεων, που ανέρχεται ήδη στα 400 δισεκατομμύρια ευρώ, αναμένεται να αυξηθεί δραματικά την επόμενη δεκαετία. Όπως σημείωσε, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας, η αναλογία συνταξιούχων προς εργαζομένους θα φτάσει στο 1 προς 2, θέτοντας σοβαρά ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του συστήματος.
Την ίδια ώρα, το Ομοσπονδιακό Ελεγκτικό Συνέδριο κρούει νέο καμπανάκι για την πορεία των δημοσιονομικών, μέσω έκθεσης-κόλαφου που διέρρευσε στο ARD. Σε αυτήν τονίζεται ότι βασικές κυβερνητικές λειτουργίες κινδυνεύουν πλέον να μείνουν χωρίς χρηματοδότηση, ενώ γίνεται λόγος για ένα κράτος που «ζει δομικά πάνω από τις δυνατότητές του». Σύμφωνα με την έκθεση, η πρόβλεψη για χρηματοδότηση του 1/3 του προϋπολογισμού του 2026 με νέα δάνεια αποδεικνύει τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Ο Μερτς, από το βήμα της Bundestag στη γενική συζήτηση για τον προϋπολογισμό, δεσμεύτηκε για ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο» και ριζικές τομές στο κράτος πρόνοιας. Ωστόσο, η ομιλία του προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Η εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung σχολιάζει ότι, για ακόμη μία φορά, απουσίασαν συγκεκριμένες προτάσεις, ενώ τα μέτρα που παρουσιάστηκαν όπως φορολογικά κίνητρα για εργαζόμενους συνταξιούχους ή συμβολικά επιδόματα σε παιδιά– κρίνονται αποσπασματικά και ανεπαρκή απέναντι στη δημογραφική πρόκληση.
Σε κάθε περίπτωση, το χάσμα μεταξύ πολιτικής ρητορικής και πράξης φαίνεται να βαθαίνει, την ώρα που η γερμανική οικονομία έχει ήδη περάσει σε δεύτερο συνεχόμενο έτος ύφεσης. Οι πιέσεις για άμεσες, σαρωτικές μεταρρυθμίσεις εντείνονται, με την κοινή γνώμη να παρακολουθεί με ανησυχία τις εξελίξεις.
Τέλος, η έκθεση καταλήγει: «Η κυβέρνηση πρέπει να αντιμετωπίσει τώρα το πρόβλημα των δαπανών της και μάλιστα με διαρθρωτικό τρόπο».