Η συμβολή των μεταναστών στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών υποδοχής αποτελεί πλέον αναπόσπαστο και καθοριστικό παράγοντα για τις περισσότερες οικονομίες παγκοσμίως, ιδιαίτερα μπροστά στις αυξανόμενες δημογραφικές προκλήσεις, τη μείωση του εγχώριου εργατικού δυναμικού και την ανάγκη για καινοτομία και ανταγωνιστικότητα. Σε μια εποχή όπου η γήρανση του πληθυσμού και η ανεπαρκής κάλυψη κρίσιμων θέσεων εργασίας απειλούν την οικονομική σταθερότητα και την κοινωνική συνοχή, οι μετανάστες γεφυρώνουν τα κενά αυτά, ενισχύοντας τόσο τους παραδοσιακούς τομείς όσο και τις αναδυόμενες βιομηχανίες. Η περίπτωση της Ισπανίας, που σημειώνει έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα καθώς το κύμα ειδικευμένων μεταναστών αναζωογονεί την οικονομία μέσω κρίσιμων κλάδων της. Η ισπανική κυβέρνηση ανταποκρινόμενη στη συμβολή τους, σκοπεύει να προχωρήσει στη διευκόλυνση της νομιμοποίησης έως και 900.000 μεταναστών μέσα στα επόμενα τρία χρόνια αναγνωρίζοντας τον ρόλο τους στη διατήρηση και προαγωγή της κοινωνικής και οικονομικής ευημερίας.

Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει παρόμοιες προκλήσεις, με τη γήρανση του πληθυσμού και τη δυσκολία κάλυψης θέσεων εργασίας σε βασικούς τομείς όπως ο τουρισμός, η αγροτική παραγωγή και οι κατασκευές. Από την περίοδο πριν την οικονομική κρίση, οι μετανάστες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, λειτουργώντας συμπληρωματικά προς το εγχώριο εργατικό δυναμικό και συμβάλλοντας στη διατήρηση της παραγωγικής δυναμικότητας και στην τόνωση της εγχώριας ζήτησης. Η αυξημένη ευελιξία και κινητικότητά τους καλύπτουν εποχικές και μη επιθυμητές θέσεις εργασίας, μειώνοντας το κόστος αναπλήρωσης του εργατικού δυναμικού και ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Παράλληλα, η παρουσία τους στηρίζει τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων και του κοινωνικού κράτους μέσω της ενίσχυσης των φορολογικών εσόδων και της εξασφάλισης της λειτουργίας κρίσιμων παραγωγικών τομέων.

Παρά τις περιορισμένες ποσοτικές εκτιμήσεις για τη συμβολή της μετανάστευσης στο ελληνικό ΑΕΠ, τα διαθέσιμα στοιχεία και η διεθνής εμπειρία αποδεικνύουν ότι η ένταξη των μεταναστών στην αγορά εργασίας δεν ανταγωνίζεται τους ημεδαπούς εργαζομένους, αλλά αντίθετα ενισχύει το συνολικό προϊόν. Καλύπτοντας θέσεις που αποφεύγονται συχνά από τον εγχώριο πληθυσμό και επιδεικνύοντας υψηλή κινητικότητα, συμβάλλουν στην ευελιξία και αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας.

Η τρέχουσα συγκυρία, με σοβαρές ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό και θετικά σημάδια μετα-πανδημικής ανάκαμψης, καθιστά τη συζήτηση για τον θετικό ρόλο της μετανάστευσης πιο επίκαιρη και κρίσιμη από ποτέ. Οπως δείχνει και η περίπτωση της Ισπανίας, η στενή διασύνδεση της μετανάστευσης με τις ανάγκες της αγοράς, σε συνδυασμό με στοχευμένα νομοθετικά εργαλεία για την αποτελεσματική ένταξη των μεταναστών στην εργασία, μπορεί να λειτουργήσει ως ισχυρός μοχλός για την ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας και του ΑΕΠ, τόσο μεσοπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.

Η κοινωνική ένταξη των μεταναστών, η πρόσβασή τους στην εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση, καθώς και η διασφάλιση των εργασιακών και ανθρώπινων δικαιωμάτων τους, αποτελούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για τη μεγιστοποίηση της θετικής τους επίδρασης στο ΑΕΠ. Παράλληλα, η υιοθέτηση ευέλικτων μεταναστευτικών πολιτικών, με σαφή και διαφανή πλαίσια μετάβασης από την προσωρινή στη μόνιμη διαμονή και, τελικά, στην απόκτηση υπηκοότητας, είναι καθοριστικής σημασίας για την οικοδόμηση μιας βιώσιμης, κοινωνικά δίκαιης και ανταγωνιστικής οικονομίας. Αξίζει να τονιστεί ότι η αποτελεσματική ένταξη των μεταναστών προϋποθέτει τη στοχευμένη επιλογή και υποστήριξη εκείνων που διαθέτουν δεξιότητες και ικανότητες συμβατές με τις ανάγκες της χώρας υποδοχής, καθώς και την ευελιξία να προσαρμοστούν στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί η μετανάστευση να λειτουργήσει ως μοχλός βιώσιμης ανάπτυξης, αποφεύγοντας φαινόμενα ανεργίας και κοινωνικού αποκλεισμού.

Η επιτυχής ένταξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία και οικονομία δεν αποτελεί μόνο ζήτημα κοινωνικής συνοχής αλλά μακροοικονομική στρατηγική και αναπτυξιακή αναγκαιότητα. Από την εργασία έως την κατανάλωση, τη φορολογία και την καινοτομία, οι μετανάστες μπορούν να γίνουν μοχλός ενίσχυσης του ελληνικού ΑΕΠ και διατήρησης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού και κοινωνικού κράτους. Η Ελλάδα διαθέτει μια σημαντική ευκαιρία να μετατρέψει τις δημογραφικές και οικονομικές προκλήσεις σε πλεονεκτήματα, αξιοποιώντας το ανθρώπινο δυναμικό των μεταναστών ως θεμέλιο για μια σύγχρονη, ανταγωνιστική και ανθρωποκεντρική κοινωνία και οικονομία.

Ο Γιάννης Στουρνάρας είναι διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος