Δεν έπρεπε να κάνουν συνέδριο, αλλά να ανεβάσουν μιούζικαλ. Mε τον τέλειο performer να διατρέχει τη σκηνή, φανταστική χορωδία και εμφανίσεις που αναδείκνυαν το ταλέντο και τη θεατρικότητα των πρωταγωνιστών. Με συναρπαστικούς μονολόγους που είχαν ως κύριο συστατικό το χιούμορ, αλλά και δραματικές πινελιές στη σκιά της απόγνωσης. Θα μπορούσε να είναι μια μείξη της δραματουργίας του Andrew Lloyd Webber. Να ζευγαρώσει η «Εβίτα» με το «Jesus Christ Superstar» καθώς ο Κασσελάκης δανείζεται στοιχεία και από τους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους. Και να παρεμβάλλονται κομμάτια από το «Phantom of the Opera», για να πάρει και ο Τσίπρας το μερίδιο που του αναλογεί.

Η Ολγα Γεροβασίλη θα ερμήνευε το «Memory», από το «Cats», ανατρέχοντας στα ζαχαρένια χρόνια της εξουσίας, τότε που, ακριβώς στον ίδιο χώρο, ξεκινούσαν το συνέδριο με τα πρόσωπα των «αγαπημένων» τους δημοσιογράφων. Το «Sunset Bοulevard» θα τους θύμιζε την ιστορία ενός αστεριού που τρεμοσβήνει και προσπαθεί να ανακτήσει τη λάμψη του με ανορθόδοξο τρόπο. Και ασφαλώς το μιούζικαλ θα έκλεινε όπως το συνέδριο. Με το ντουέτο Στέφανου – Ολγας.

Αν προσεγγίσεις τον ΣΥΡΙΖΑ με πολιτικά κριτήρια, θα βυθιστείς μέχρι τα γόνατα στη μιζέρια. Είναι σαν να βλέπεις ένα πτώμα σε αποσύνθεση. Βέβαια είναι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και αυτό ελαφρώς μας μπερδεύει, μας κάνει να αποδίδουμε σημασία που δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό πολιτικό του μέγεθος και στο ισχνό κοινωνικό του αποτύπωμα. Κάποτε το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο διέθετε τον φόβο και την οργή ως συγκολλητικές ουσίες. Σήμερα αυτό που απέμεινε από το μέτωπο τροφοδοτείται μόνο από γέλιο και χαιρέκακα συμπεράσματα.

Και, δυστυχώς για τους πρωταγωνιστές, όταν πλέον εμφανίζονται στη σκηνή αποκαλύπτεται  και το πραγματικό τους μπόι, καθώς απουσιάζουν οι παραμορφωτικοί προβολείς της εξουσίας. Ακούς αναφορές στο ήθος της Αριστεράς ή στον κώδικα ηθικής και συμπεριφοράς των «αριστερών» και συνάμα βλέπεις τους ίδιους ανθρώπους να κρύβουν με την παλάμη το στόμα τους όταν ψιθυρίζουν στον διπλανό τους, αναζητώντας συμμάχους στο προσωπικό τους παιχνίδι. Και ασφαλώς κανένας τους δεν κουράζεται, δεν βαριέται, δεν αηδιάζει. Είναι εκεί. Γιατί το ψαχνό μπορεί να φαγώθηκε, αλλά έχουν μείνει ακόμα μερικά παϊδάκια.