Η Στέλλα Λεγάκη είναι η μοναδική μαία της Αμοργού. Υπηρετεί στο νησί τα τελευταία οκτώ χρόνια. Στο κατά τα άλλα δημοφιλές νησί των Κυκλάδων δεν υπάρχει γυναικολόγος, ούτε παιδίατρος. Πριν τοποθετηθεί η ίδια, δεν υπήρχε ούτε μαία.

«Κατά το εννεάμηνο της εγκυμοσύνης η γυναίκα πρέπει να παρακολουθείται τουλάχιστον μία φορά τον μήνα» λέει στα «ΝΕΑ». «Στο νησί δεν υπάρχει γυναικολόγος, οπότε εγώ καλούμαι να καλύψω τόσο το γυναικολογικό όσο και το μαιευτικό κομμάτι.

Κάνω και υπερήχους, παρακολουθώ τις εγκύους αλλά υπάρχει πάντοτε ανασφάλεια για την περίπτωση που θα συμβεί κάτι έκτακτο» συνεχίζει. Ωστόσο, τα έκτακτα περιστατικά δεν λείπουν. «Εχουν τύχει περιστατικά παλίνδρομης κύησης.

Σε αυτές τις περιπτώσεις η γυναίκα πρέπει να φύγει άμεσα από το νησί, και αυτό δεν είναι πάντα εφικτό. Μπορεί να έχουμε κακοκαιρία, ή να μην μπορεί να σηκωθεί εναέριο μέσο.

Σε πρόωρο τοκετό έχει τύχει να στείλω τη γυναίκα στην Αθήνα. Αλλο περιστατικό έχει πάει στην Κρήτη. Και συνήθως όλα τα ανάποδα συμβαίνουν νύχτα» περιγράφει χαρακτηριστικά.

«Κατά κανόνα τον τελευταίο μήνα πριν από τον τοκετό οι γυναίκες πηγαίνουν στην Αθήνα» επιβεβαιώνει από την πλευρά της η Ελευθερία Ψυχογιού, κάτοικος Αμοργού και μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου.

Οπως εξηγεί, αν κάποια γυναίκα δεν διαθέτει σπίτι ή δεν έχει κάποιον συγγενή στην πρωτεύουσα, αναγκαστικά νοικιάζει ή πηγαίνει σε ξενοδοχείο.

Ωστόσο, όπως σημειώνει, η λύση συχνά δίνεται από την αλληλεγγύη των κατοίκων, οι οποίοι αν έχουν διαμέρισμα στην πρωτεύουσα το παραχωρούν σε συντοπίτες τους για τις τελευταίες εβδομάδες της κύησης και την πρώτη περίοδο μετά τη γέννα. «Ευτυχώς, υπάρχει η αίσθηση του φιλότιμου και της αλληλεγγύης» τονίζει.

Ούτε η αλληλεγγύη, όμως, ούτε κάποιες πρωτοβουλίες που έχουν ληφθεί τα τελευταία χρόνια προς απάλυνση του δυσβάσταχτου κόστους της εγκυμοσύνης στην άγονη γραμμή – όπως η θέσπιση του Ατομικού Φακέλου Υγείας και η συμβολή ΜΚΟ, σαν τη «Hope Genesis» – μπορούν να αντιστρέψουν τη σκληρή πραγματικότητα.

Οπως σε πολλούς άλλους τομείς, έτσι και στην κύηση οι ανισότητες μεταξύ αστικών κέντρων και περιφέρειας είναι χαώδεις.

Στην Αττική ένας στους δύο γυναικολόγους

Η άνιση πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας κρίσιμες για την έγκυο αποτυπώνεται γλαφυρά στην εξαιρετικά ανισόμετρη κατανομή των γυναικολόγων-μαιευτήρων ανά την ελληνική επικράτεια.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, από τους συνολικά 3.090 μαιευτήρες-γυναικολόγους σε πανελλαδικό επίπεδο οι 1.494, ή ποσοστό 46,2%, δραστηριοποιούνται στην Αττική.

Ακολουθεί η Κεντρική Μακεδονία με 560, εκ των οποίων οι 424 στον Νομό Θεσσαλονίκης, η Θεσσαλία με 156, εκ των οποίων οι 82 δραστηριοποιούνται στη Λάρισα, και η Κρήτη με 146, από τους οποίους οι 87 βρίσκονται στο Ηράκλειο.

Μικρότερος είναι ο αριθμός των γυναικολόγων-μαιευτήρων σε Δυτική Ελλάδα (141), Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (132), Πελοπόννησο (97), Ηπειρο (89, εκ των οποίων οι 56 στα Γιάννενα), Στερεά Ελλάδα (79), Ιόνια Νησιά (59, εκ των οποίων οι 34 στην Κέρκυρα), Νότιο Αιγαίο (55), Δυτική Μακεδονία (50, εκ των οποίων οι 30 στην Κοζάνη) και Βόρειο Αιγαίο (32).

Σε 11 νομούς της χώρας, μάλιστα, ο αριθμός των γυναικολόγων-μαιευτήρων είναι μονοψήφιος. Ετσι, απαντώνται από 9 σε Καστοριά, Θεσπρωτία και Χίο, 8 σε Αρκαδία και Σάμο, 7 στη Λευκάδα, 6 στα Γρεβενά, από 5 σε Φλώρινα και Κεφαλλονιά, 4 στη Φωκίδα και μόλις 3 στην Ευρυτανία.

Στην περίπτωση των Κυκλάδων, ο μεγάλος αριθμός των κατοικημένων νησιών έχει ως αποτέλεσμα η κατανομή των μαιευτήρων-γυναικολόγων στο εσωτερικό του συμπλέγματος να είναι ιδιαιτέρως άνιση.

Είναι ενδεικτικό ότι στον ιστότοπο του Ιατρικού Συλλόγου Κυκλάδων εμφανίζονται 9 καταχωρίσεις γυναικολόγων στη Σύρο, 6 στη Σαντορίνη, 5 στη Νάξο, 4 σε Ανδρο και Τήνο, 3 στη Μύκονο, 2 στην Πάρο και από 1 σε Μήλο και Σίφνο.

«Οι γυναίκες που ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές επισκέπτονται τον γιατρό στο πλησιέστερο νοσοκομείο, ενώ υπάρχουν και κάποιοι λίγοι συνάδελφοι που ασκούν ιδιωτική επαγγελματική δραστηριότητα» λέει από την πλευρά του ο Λουκάς Κλέντζερης, πρόεδρος της Ενωσης Μαιευτήρων Γυναικολόγων Ελλάδος και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Σέφιλντ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οπως εξηγεί, το 4%-6% των τοκετών θα είναι πρόωροι, κάτι που σημαίνει ότι το μωρό θα γεννηθεί πριν από τις 38 εβδομάδες.

Τα πρόωρα μωρά χρειάζονται εξειδικευμένη φροντίδα από εξειδικευμένο νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό σε κατάλληλα οργανωμένες μονάδες. Ομως, υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες στην ανάπτυξη πλήρως στελεχωμένων μονάδων για νεογνά, καθώς πρόκειται για άκρως εξειδικευμένες δομές.

Ως εκ τούτου, σημειώνει, τα περιστατικά υψηλού κινδύνου θα πρέπει να μεταφέρονται στα αστικά κέντρα «για να μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας με τον σωστό τρόπο».

Παρά τις δυσκολίες, ο ίδιος τονίζει ότι το επίπεδο της μαιευτικής φροντίδας στην Ελλάδα είναι πολύ καλό.

«Η περιγεννητική θνησιμότητα είναι μικρή και η μητρική θνησιμότητα είναι πάρα πολύ χαμηλή. Ανεξαρτήτως τού ότι κάνουμε πολλές καισαρικές. Μάλιστα, ο μεγάλος αριθμός καισαρικών έχει επηρεάσει θετικά μερικούς από τους δείκτες αυτούς» καταλήγει.

Στην Αττική 4 στους 10 παιδιάτρους

Εκτός από τους γυναικολόγους, εξαιρετικά άνιση είναι και η κατανομή των παιδιάτρων: Από το σύνολο των 3.857 σε πανελλαδικό επίπεδο, οι 1.614 δραστηριοποιούνται στην Αττική, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 41,8% του συνόλου.

Στον αντίποδα, υπάρχουν 8 παιδίατροι στη Φλώρινα, από 7 σε Φωκίδα, Γρεβενά και Λευκάδα, 4 στη Ζάκυνθο και μόλις 2 στην Ευρυτανία.

«Στην Αμοργό πρόβλημα υπάρχει και αφού γεννηθεί ένα παιδί γιατί δεν έχουμε παιδίατρο» λέει η Ελευθερία Ψυχογιού.

«Αυτό το παιδί πρέπει να το βλέπει τακτικά ένας παιδίατρος. Οι Αρχές στέλνουν ενίοτε παιδίατρο από τη Νάξο, όμως πλέον επειδή δεν υπάρχει άλλος γιατρός ίδιας ειδικότητας στο γειτονικό νησί, δεν μπορούν να στείλουν στην Αμοργό ούτε έστω κάθε 15 ημέρες» συμπληρώνει.

Η έλλειψη παιδιάτρου, δε, δημιουργεί αρρυθμίες και στη λειτουργία του δημοτικού βρεφικού σταθμού του νησιού.

«Ο βρεφικός σταθμός είναι έτοιμος από κτιριακή άποψη, έχει ψηφιστεί ο κανονισμός που ορίζει τα τροφεία, με κοινωνικά κριτήρια και τις καλύτερες προδιαγραφές. Ομως, για να λειτουργήσει ο σταθμός πρέπει κάθε 15 μέρες τα παιδιά να εξετάζονται από παιδίατρο.

Αφού δεν μας στέλνουν, πώς θα λειτουργήσει ο σταθμός;» διερωτάται η κάτοικος και δημοτική σύμβουλος του νησιού.