Η παράσταση που ετοιμάζετε με τίτλο «Ιώ – Εκείνη» είναι η δεύτερη σκηνοθετική σας προσπάθεια, μετά τον «Επικήδειο λόγο». Και τα δύο έργα έχουν ως κοινό στοιχείο τη σεξουαλικότητα. Πόσο εύκολο είναι ν’ αφηγηθεί μια γυναίκα τη δική της ιστορία περί σεξουαλικότητας σήμερα;

Για μένα αυτό το κομμάτι είναι αυτονόητο. Ο καθένας γεννιέται με ένα σώμα που τον οδηγεί κάπου, διαμορφώνει τη σεξουαλικότητά του, την ταυτότητά του γενικότερα. Η αποδοχή αυτής της σεξουαλικότητας, είτε είσαι στρέιτ, είτε είσαι γκέι, είτε είσαι τρανς κ.λπ., δημιουργεί προϋποθέσεις για να ενισχυθεί το υγιές κομμάτι της κοινωνίας – και είναι το πιο σημαντικό, κατά την άποψή μου.

Είναι ο λόγος που επανέρχεται το συγκεκριμένο θέμα στις παραστάσεις σας;

Σαφώς. Επίσης επειδή βλέπω αυτή τη σθεναρή αντίσταση της κοινωνίας ν’ αποδεχθεί, όπως είπα παραπάνω, αυτό το υγιές κομμάτι.

Την έχετε βιώσει αυτή την αντίσταση για την οποία μιλάτε;

Πρωτίστως από τον ίδιο μου τον εαυτό, ως γκέι γυναίκα. Οταν συνειδητοποίησα ότι η σεξουαλικότητά μου ήταν διαφορετική από την ισχύουσα κοινωνική νόρμα, αντιστάθηκα. Παρόλο που από πολύ μικρή αισθανόμουν να έλκομαι από το ίδιο φύλο, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι ήταν κάτι άλλο, π.χ. θαυμασμός. Δυσκολευόμουν ν’ αντιληφθώ τι πραγματικά μου συνέβαινε διότι γύρω μου έβλεπα – και άκουγα – ότι το σωστό «σχήμα», το κοινωνικά αποδεκτό, είναι το «αγόρι – κορίτσι». Ετσι ήταν καταχωρισμένο στο μυαλό μου.

Πότε σταματήσατε να αντιστέκεστε;

Οταν ήμουν περίπου 24 ετών. Μέχρι τότε δεν τολμούσα να το ομολογήσω. Ζούσα μέσα στη σύγκρουση. Εκανα σχέσεις με αγόρια, αλλά δεν ήμουν εκεί. Οποια έλξη ένιωθα προς τις γυναίκες την είχα βαφτίσει θαυμασμό ή συμπάθεια. Ομως ο θαυμασμός αυτός είχε αρχίσει να γίνεται «κόλλημα» – για μια δασκάλα στο σχολείο ή για μια σκηνοθέτρια όταν πια είχα μεγαλώσει περισσότερο. Πέρασα βέβαια και μια μεταβατική φάση όπου ήμουν μπαϊσέξουαλ, κυρίως διότι δεν ήξερα πώς να προσεγγίσω αυτό που επιθυμούσα. Ημουν στο σημείο, ας πούμε, της διερεύνησης.

Οταν αποφασίσατε να δηλώσετε ελεύθερα αυτό που είστε, βιώσατε ακραίες αντιδράσεις;

Μπροστά μου τουλάχιστον, όχι. Η μεγάλη μάχη στην ουσία ήταν να με «αποδεχθώ». Και σε αυτό με βοήθησε η ψυχοθεραπεύτριά μου. Η παρότρυνση της Ξανθής ήταν λυτρωτική. Μου έδωσε τη δύναμη που χρειαζόμουν εκείνη τη στιγμή. Η μεγαλύτερη ανακούφιση ήταν όταν το παραδέχθηκα επιτέλους στον ίδιο μου τον εαυτό. Την επόμενη ημέρα ξύπνησα ένας άλλος άνθρωπος.

Οπότε μιλήσατε πιο εύκολα γι’ αυτό;

Ισως. Είχα, για παράδειγμα, αποφασίσει πως θα ανακοίνωνα στους γονείς μου ότι είμαι γκέι, όταν θα βρισκόμουν σε μια σχέση που τα πράγματα θα έρρεαν. Γιατί ήξερα ότι επιθυμούσαν να είμαι ευτυχισμένη. Είμαι τυχερή ως προς αυτό το κομμάτι. Οταν το είπα στον πατέρα μου, μου απάντησε «μα το είχα καταλάβει!». Η αγωνία του ήταν να μην αποκτήσω εξαρτήσεις από ναρκωτικά ή αλκοόλ και όχι ποια θα είναι η σεξουαλική μου ταυτότητα.

Η μητέρα σας;

Εδώ είναι λίγο πιο πολύπλοκα τα πράγματα. Η μητέρα μου έπασχε από σχιζοφρένεια και τη σχέση μας καταφέραμε να τη ρυθμίσουμε λίγο καιρό πριν πεθάνει. Ηταν ένα challenge για μένα – εξαιτίας της ασθένειάς της – να καταλάβω πότε μιλούσα με τον άνθρωπο που είχα απέναντί μου και όχι με την ασθένειά του. Ως χαρακτήρας όμως η μητέρα μου δεν ήταν τόσο ανοιχτή. Θεωρώ ότι δεν αποδέχθηκε ποτέ τη σεξουαλικότητά μου. Δεν έχω καθαρή εικόνα αν η ίδια ήταν ουσιαστικά ανοιχτός άνθρωπος και απλά την περιόριζαν οι κοινωνικές νόρμες. Αδυνατώ να αντιληφθώ, όταν μου έλεγε «έπαθα καρκίνο επειδή είσαι λεσβία», αν η επιθετικότητά της είχε τη ρίζα της στην ασθένεια ή στον χαρακτήρα της. Αυτή λοιπόν η επιθετικότητα που δέχθηκα ίσως να ήταν στο πλαίσιο μιας ψυχικής νόσου.

Η ασθένεια της μητέρας σας, η οποία διαμόρφωσε μια πολύπλοκη σχέση μαζί της, πώς σας επηρέασε;

Σίγουρα όχι τη σεξουαλικότητά μου. Με θυμώνουν αυτές οι αντιλήψεις. Εννοείται ότι σε μια σχέση αναζητούμε τα οικογενειακά μας πρότυπα στο επίπεδο της φροντίδας, της αγάπης, της ζεστασιάς. Αλλά δεν κατανοώ γιατί πρέπει το φύλο να το ορίζει αυτό. Για μένα είναι ομοφοβική εξήγηση η δήλωση «είχες θέμα με τη μητέρα σου, γι’ αυτό έγινες γκέι». Ντε και καλά, πρέπει να είμαστε άρρωστοι οι γκέι; Αυτό που καθορίζει τη σεξουαλικότητά μας, κατά την άποψή μου, είναι η φύση.

Την επαγγελματική σας επιλογή τι την καθόρισε;

Περισσότερο η ασθένεια της μητέρας μου, παρά η σεξουαλική μου ταυτότητα. Ηταν – εξαιτίας αυτού – «κλειστό» το περιβάλλον όπου μεγάλωνα και αναζητούσα μια διέξοδο να εκφράσω αυτό που ένιωθα μέσα μου, να συνδεθώ με κάποιον μέσω ενός τρόπου έκφρασης. Κάτι άλλο που με οδήγησε ίσως στο θέατρο ήταν το ότι στο σχολείο ερωτεύθηκα τη δασκάλα που μας έκανε μάθημα θεάτρου. Αυτό δημιούργησε, ενδεχομένως, μια ανάφλεξη και τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.

Νιώθετε περισσότερη ασφάλεια μέσα στον καλλιτεχνικό χώρο;

Σίγουρα ναι. Οχι μόνο διότι μπορεί να βρίσκω περισσότερη στήριξη και αποδοχή, αλλά κυρίως γιατί έχω «παράθυρο» για να μιλήσω ανοιχτά γι’ αυτά τα θέματα και άλλα βεβαίως σημαντικά, κατά την άποψή μου, κοινωνικά θέματα. Θα ήθελα να εμπνεύσω και άλλους ανθρώπους. Είναι ο βασικός λόγος που επιλέγω να κάνω αυτές τις παραστάσεις με το συγκεκριμένο θεματικό περιεχόμενο.

Πιστεύετε ότι ο καλλιτεχνικός χώρος, ο οποίος σαφώς έχει περισσότερη ελευθερία από άλλους, εκφράζεται ξεκάθαρα;

Εχει τα χαρακτηριστικά και τη δομή της κοινωνίας όπου ζούμε – ας μη γελιόμαστε. Οπως όλα τα επαγγέλματα. Υπάρχει δηλαδή ανταγωνισμός, υποκρισία, διπλωματία. Εχει και σκοτεινά αλλά και φωτεινά κομμάτια. Σε αυτά θέλω να εστιάζω. Ενα τέτοιο παράδειγμα – φωτεινών και σκοτεινών σημείων – έδωσε αφορμή για να φανερωθεί η συζήτηση που έχει προκύψει σχετικά με το δικαίωμα τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια: από την Εκκλησία και τα πολιτικά κόμματα μέχρι και καλλιτέχνες. Ανθρωποι της τέχνης τοποθετήθηκαν αρνητικά, από τους οποίους θα περίμενε κανείς μια πιο ανοιχτή και προοδευτική τοποθέτηση! Κατά κάποιον τρόπο εξηγείται γιατί ακόμη και σήμερα οι καλλιτέχνες δυσκολεύονται να κάνουν coming out.

Ποιος είναι δηλαδή ο λόγος, κατά την άποψή σας;

Γιατί θέλουν να στηρίξουν την εικόνα που έχουν δημιουργήσει και με την οποία έχουν αποκτήσει πρόσβαση στο κοινό. Υπάρχει υποκρισία και καλλιτέχνες με διπλή ζωή. Τι φοβούνται; Οτι δεν θα βρουν δουλειά; Οτι θα στιγματιστούν αν δηλώσουν τη σεξουαλικότητά τους; Ή έχουν τη λανθασμένη πεποίθηση ότι η κοινωνία δεν μπορεί να τους δεχθεί έτσι όπως είναι, οπότε πρέπει να περιμένουν να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες; Μα ποτέ δεν θα υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες.

Το έχετε συζητήσει με κάποιον συνάδελφό σας;

Οι φίλοι μου έχουν κάνει coming out. Εκείνο όμως που διαπιστώνω είναι ότι οι άντρες μιλούν πιο εύκολα απ’ ό,τι οι γυναίκες. Δεν γνωρίζω καμία που να έχει τολμήσει να μιλήσει ανοιχτά για τις ερωτικές επιλογές της. Μα πώς θα μπορέσει να νιώσει στήριξη ένα παιδί που βρίσκεται σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό; Επιλέγουν όμως – ενώ ξέρουν ότι απλώς δεν είναι επιβεβαιωμένο από τις ίδιες – να μη μιλούν γι’ αυτό το πολύ σημαντικό για εμένα ζήτημα.

Ισως επίσης γιατί ακόμη δεν είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν τις αντιδράσεις που πάντα θα υπάρχουν.

Πρέπει όμως να αρχίσει να γίνεται. Το επιχείρημα πάντα είναι «γιατί να μιλήσω για κάτι που αφορά μόνο εμένα;». Μα γιατί μόνο έτσι μπορούν να προχωρήσουν τα πράγματα. Και αυτό είναι που θέλω να μείνει από την παράσταση. Να προκύψει ένας διάλογος που θα μας φέρει όλους πιο κοντά με τους γύρω μας. Να κατανοήσουμε και ν’ αγκαλιάσουμε το διαφορετικό, το οποίο πρέπει να πάψει να μας τρομάζει.