Ενα από τα βασικά σημεία της κριτικής που είχε ασκηθεί στον ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τη Συμφωνία των Πρεσπών ήταν ότι προέβη σε εργαλειοποίησή της. Αντί δηλαδή να επιδιώξει μια κοινή εθνική γραμμή, χειρίστηκε το ευαίσθητο αυτό ζήτημα με μικροκομματικό τρόπο, χαρακτηρίζοντας ακροδεξιούς όσους προέβαλλαν διαφωνίες ή επιφυλάξεις. Το αποτέλεσμα ήταν μια κακή συμφωνία που θα κατέρρεε με τις πρώτες δυσκολίες, όταν ας πούμε θα άλλαζε η κυβέρνηση στη γειτονική χώρα.

Η κριτική δεν ήταν εντελώς αβάσιμη. Πράγματι ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκαν μονομερώς. Ας μη γελιόμαστε όμως: δεν υπήρχε καμιά περίπτωση στις συγκεκριμένες συνθήκες και για το συγκεκριμένο θέμα να επιτευχθεί εθνική συναίνεση. Οποιαδήποτε προσπάθεια συνεννόησης θα είχε απλώς καθυστερήσει την πρόοδο των συνομιλιών. Εχοντας ασφαλώς στο μυαλό του να εκθέσει τη Νέα Δημοκρατία, αλλά και να εγγράψει στο δικό του ενεργητικό έστω και μια επιτυχία, ο Τσίπρας εκμεταλλεύτηκε το μομέντουμ και πέτυχε με τον Ζάεφ μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία που έκλεισε μια πληγή δεκαετιών.

Στο ζήτημα της επιστολικής ψήφου, η κυβέρνηση θα μπορούσε να έχει καταθέσει εξ αρχής ένα νομοσχέδιο που θα αφορούσε τόσο τις ευρωεκλογές όσο και τις εθνικές εκλογές. Δεν υπήρχε λόγος να γίνει διάκριση: οι απόδημοι, όπως και οι κάτοικοι Ελλάδος με διάφορα προβλήματα, θέλουν να ψηφίζουν και στις δύο εκλογές. Οι όποιες αντιρρήσεις, επίσης, αφορούν τον ίδιο τον θεσμό της επιστολικής ψήφου, όχι εκείνους που θα καταφύγουν σ’αυτήν. Αν λοιπόν βρέθηκαν 231 ψήφοι για την επιστολική ψήφο στις ευρωεκλογές (που χρειαζόταν 150 ψήφους), θα μπορούσε εξ αρχής να έχει βρεθεί ένας αντίστοιχος αριθμός και για τις εθνικές εκλογές (όπου απαιτούνταν 200 ψήφοι).

Αλλά η κυβέρνηση φάνηκε άτολμη – ή, έστω, συντηρητική. Η Νίκη Κεραμέως κατέβασε τη μισή ρύθμιση, έκανε διαβουλεύσεις, προέβαλε επιχειρήματα, έπεισε όσους μπόρεσε να πείσει, κι ύστερα κατέβασε αιφνιδιαστικά την άλλη μισή για να παγιδέψει την αντιπολίτευση. Επέτρεψε έτσι να της απευθύνουν την ίδια κατηγορία που είχε δεχθεί και ο Τσίπρας: προσπάθεια εργαλειοποίησης ενός σοβαρού ζητήματος. «Μα δεν θέλαμε να αφήσουμε ανοιχτό το ζήτημα για άλλα δέκα χρόνια», ισχυρίστηκε η υπουργός Εσωτερικών χθες το πρωί, για να τη διορθώσει λίγο αργότερα ο Πρωθυπουργός, λέγοντας ότι η ρύθμιση που δεν πέρασε χθες θα υποβληθεί εκ νέου μετά τις ευρωεκλογές.

Από τη σουρεαλιστική αυτή ατμόσφαιρα δεν έλειψαν το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ που, ενώ είχαν ανακοινώσει ότι θα υπερψήφιζαν επί της αρχής την επιστολική για τις ευρωεκλογές, τελικά καταψήφισαν όλο το νομοσχέδιο σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον υπουργικό αιφνιδιασμό. Κι έτσι το αυτονόητο έπεσε για άλλη μια φορά θύμα της σκοπιμότητας. Και αποδείχθηκε ότι η συναίνεση παραμένει μια κακιά λέξη στο ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο, μια λέξη που ταυτίζεται με την ανεπάρκεια ή, ακόμη χειρότερα, τη δειλία.