Η αντοχή στα αντιβιοτικά είναι μια κρίσιμη πρόκληση για τη δημόσια υγεία που έχει αντίκτυπο όχι μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), αλλά και  σε παγκόσμιο επίπεδο. Με πάνω από 35.000 ζωές να χάνονται ετησίως στην ΕΕ, την Ισλανδία και τη Νορβηγία λόγω λοιμώξεων ανθεκτικών στα αντιβιοτικά, ο επείγων χαρακτήρας του ζητήματος αυτού δεν μπορεί να αγνοηθεί. Για την ΕΕ, ο αντίκτυπος αυτών των λοιμώξεων στη δημόσια υγεία είναι συγκρίσιμος με εκείνον της γρίπης, της φυματίωσης και του HIV/AIDS μαζί.

Αντοχή στα αντιβιοτικά είναι η ικανότητα των βακτηρίων να αντιστέκονται στη δράση των αντιβιοτικών που έχουν σχεδιαστεί για να τα εξουδετερώνουν. Η κύρια αιτία αυτού του υγειονομικού προβλήματος έγκειται στην ακατάλληλη και υπερβολική χρήση αντιβιοτικών σε όλο τον ανθρώπινο, ζωικό και γεωργικό τομέα, σε συνδυασμό με ανεπαρκή μέτρα υγιεινής για την πρόληψη και τον έλεγχο των λοιμώξεων σε χώρους υγειονομικής περίθαλψης και στην ευρύτερη κοινότητα. Καθώς αυτά τα φάρμακα γίνονται λιγότερο αποτελεσματικά, η θεραπεία των κοινών λοιμώξεων γίνεται όλο και πιο δύσκολη, οδηγώντας σε παρατεταμένη ασθένεια και, σε σοβαρές περιπτώσεις, ακόμη και σε θάνατο.

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, το ετήσιο κόστος της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά στην ΕΕ και τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ανέρχεται σχεδόν σε 11,7 δισεκατομμύρια ευρώ. Το ποσό αυτό περιλαμβάνει τόσο τις πρόσθετες δαπάνες υγείας (6,6 δισ. ευρώ), όσο και τις οικονομικές απώλειες εξαιτίας της μειωμένης συμμετοχής του εργατικού δυναμικού λόγω πρόωρου θανάτου ή μακρών αναρρωτικών αδειών (5,1 δισ. ευρώ).

Σε μια συντονισμένη προσπάθεια για την αντιμετώπιση αυτού του αυξανόμενου προβλήματος δημόσιας υγείας, τον Ιούνιο του 2023 εγκρίθηκε σύσταση του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της μικροβιακής αντοχής, η οποία περιλαμβάνει πέντε στόχους που πρέπει να επιτευχθούν έως το 2030, με βάση το έτος αναφοράς 2019. Οι στόχοι αυτοί αποτελούν έναν αποτελεσματικό τρόπο παρακολούθησης της προόδου και επίτευξης των στόχων που σχετίζονται με την πρόληψη και τη μείωση της μικροβιακής αντοχής. Πρόκειται για συγκεκριμένους, μετρήσιμους στόχους για την ΕΕ και για κάθε κράτος μέλος της ΕΕ ξεχωριστά.

Παρόλο που έχει σημειωθεί αργή πρόοδος σε ορισμένους τομείς από το 2019, τα πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι η μικροβιακή αντοχή παραμένει μια σημαντική πρόκληση στην ΕΕ/ΕΟΧ. Οι αυξημένες προσπάθειες για τη μείωση της περιττής χρήσης αντιβιοτικών και την ενίσχυση των πρακτικών πρόληψης και ελέγχου των λοιμώξεων είναι επιτακτικές για την επίτευξη των στόχων του 2030.

Η κατάσταση με τις λοιμώξεις από το παθογόνο Klebsiella pneumoniae ανθεκτικό στις καρβαπενέμες στην ΕΕ συνεχίζει να επιδεινώνεται. Η επίπτωση των μικροβιαιμιών με αυτό τα βακτήριο αυξήθηκε κατά σχεδόν 50% μεταξύ 2019 και 2022. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον στόχο της μείωσης αυτών των λοιμώξεων κατά 5% έως το 2030. Πρόκειται για μια ανησυχητική τάση, διότι υπάρχουν πολύ λίγες αποτελεσματικές θεραπείες διαθέσιμες για τους ασθενείς με αυτές τις λοιμώξεις. Χρειάζονται επειγόντως δράσεις ελέγχου για να αποτραπεί η περαιτέρω εξάπλωση αυτού του παθογόνου στην ΕΕ και να αναστραφεί η τρέχουσα τάση.

Είναι ενθαρρυντικό ότι υπήρξαν αξιοσημείωτες βελτιώσεις σε δύο τομείς: η επίπτωση των μικροβιαιμιών με ανθεκτικό στη μεθικιλλίνη Staphylococcus aureus (MRSA) μειώθηκε κατά 12,2% μεταξύ 2019 και 2022, γεγονός που πλησιάζει τον στόχο μείωσης κατά 15%. Ομοίως, η επίπτωση των μικροβιαιμιών με Escherichia coli ανθεκτικό στις κεφαλοσπορίνες τρίτης γενιάς μειώθηκε κατά 16,8% κατά την ίδια περίοδο, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ΕΕ έχει ήδη επιτύχει τον στόχο μείωσης κατά 10%. Οι εξελίξεις αυτές αντανακλούν μια θετική τάση προς την αντιμετώπιση της μικροβιακής αντοχής στην ΕΕ.

Η συνολική κατανάλωση αντιβιοτικών στον άνθρωπο (κοινοτικός και νοσοκομειακός τομέας μαζί) μειώθηκε κατά 2,5% μεταξύ 2019 και 2022, υποδεικνύοντας αργή πρόοδο προς τον στόχο μείωσης κατά 20% έως το 2030. Ωστόσο, μετά από πρωτοφανείς μειώσεις το 2020 και το 2021, η κατανάλωση ανέκαμψε το 2022. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι τα παρόντα πρότυπα των χειμερινών αναπνευστικών ιών, των κοινωνικών επαφών, των συνηθειών υγιεινής και των πρακτικών συνταγογράφησης αντιβιοτικών μπορεί να είναι  παρόμοια με αυτά που ήταν πριν από την πανδημία COVID-19.

Μόνο εννέα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν επιτύχει ή υπερβεί το στόχο του 65% της κατανάλωσης αντιβιοτικών που ανήκουν στην ομάδα «Πρόσβαση», σύμφωνα με την ταξινόμηση των αντιβιοτικών AWaRe του ΠΟΥ, ενώ η ΕΕ συνολικά βρίσκεται στο 59,8%. Τα αντιβιοτικά αυτής της ομάδας θα πρέπει να αποτελούν την πρώτη επιλογή για τις συνήθεις λοιμώξεις, καθώς συμβάλλουν σε μικρότερο βαθμό στην εμφάνιση μικροβιακής αντοχής. Απαιτούνται συνεχείς προσπάθειες στον τομέα αυτό για την ευθυγράμμιση των προτύπων κατανάλωσης με τον συνιστώμενο στόχο.

Χωρίς άμεση δράση, θα μπορούσαμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα μέλλον όπου ιατρικές πράξεις όπως χειρουργικές επεμβάσεις, μεταμοσχεύσεις οργάνων και θεραπείες για τον καρκίνο θα τεθούν σε κίνδυνο, καθώς η αποτελεσματικότητά τους βασίζεται στα αντιβιοτικά. Οι μονάδες υγειονομικής περίθαλψης θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μια αύξηση των ασθενών με λοιμώξεις ανθεκτικές στα αντιβιοτικά, επιβαρύνοντας τους διαθέσιμους πόρους και ενισχύοντας την ανάγκη για εξειδικευμένη φροντίδα. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρατεταμένη παραμονή στο νοσοκομείο, κλιμάκωση του κόστους υγειονομικής περίθαλψης και μείωση της παραγωγικότητας λόγω ασθένειας ή πρόωρου θανάτου, ασκώντας σημαντικό οικονομικό φόρο στα άτομα, τις οικογένειες και τις κοινωνίες στο σύνολό τους.

Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων υπογραμμίζει την ανάγκη ισχυρότερων παρεμβάσεων και δράσεων για την αντιμετώπιση της μικροβιακής αντοχής σε διάφορους τομείς, όπως η συνετή χρήση αντιβιοτικών, η πρόληψη και ο έλεγχος των λοιμώξεων, η έρευνα και η καινοτομία, η επιτήρηση της αντοχής στα αντιβιοτικά και της κατανάλωσης αντιβιοτικών και η εφαρμογή των εθνικών σχεδίων δράσης «Ενιαία Υγεία». Η αντιμετώπιση της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά και η επίτευξη των στόχων για το 2030 αποτελεί επείγουσα και συλλογική υποχρέωση. Είμαστε όλοι υπεύθυνοι.

Andrea Ammon, ECDC

Σχετικά με τους στόχους 

Για την ΕΕ συνολικά, οι συνιστώμενοι στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν έως το 2030 περιλαμβάνουν:

  • Μείωση κατά 5% της επίπτωσης των μικροβιαιμιών με το παθογόνο Klebsiella pneumoniae ανθεκτικό στις καρβαπενέμες.
  • Μείωση κατά 15% της επίπτωσης των μικροβιαιμιών με Staphylococcus aureus ανθεκτικό στη μεθικιλλίνη (MRSA).
  • Μείωση κατά 10% της επίπτωσης των μικροβιαιμιών με Escherichia coli ανθεκτικό στις κεφαλοσπορίνες τρίτης γενιάς.
  • Μείωση κατά 20% της συνολικής κατανάλωσης αντιβιοτικών στον άνθρωπο.
  • Διασφάλιση ότι τουλάχιστον το 65% της συνολικής κατανάλωσης αντιβιοτικών στον άνθρωπο προέρχεται από την ομάδα «Πρόσβαση», σύμφωνα με την ταξινόμηση AWaRe του ΠΟΥ.

Ευρωπαϊκή Ημέρα Αντιβιοτικών  

Ευρωπαϊκή Ημέρα Αντιβιοτικών (EAAD), μια ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την υγεία που συντονίζεται από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων, η οποία  μέσω της πλατφόρμας της παρέχει υποστήριξη για εθνικές εκστρατείες σχετικά με τη συνετή χρήση των αντιβιοτικών. Κάθε χρόνο, η EAAD σηματοδοτείται από εθνικές εκστρατείες γύρω στις 18 Νοεμβρίου. Η EAAD πραγματοποιείται σε συνεργασία με την Παγκόσμια Εβδομάδα Ενημέρωσης για την AMR του ΠΟΥ.

Επισκεφθείτε τη διεύθυνση http://antibiotic.ecdc.europa.eu για περισσότερες πληροφορίες.