Το 2022 οι αναχαιτίσεις των τουρκικών αεροσκαφών στο Αιγαίο μας κόστισαν περίπου 20 εκατ. ευρώ. Το 2023 δεν ξοδέψαμε ούτε πεντακόσια χιλιάρικα. Και εδώ επανέρχεται το κλασικό παράδειγμα με τα κανόνια και το βούτυρο. Τα 20 εκατομμύρια θα μπορούσαν να είναι το βούτυρο που θα θρέψει μια σειρά από μικρές ή μεγάλες ανάγκες. Προσπαθήστε τώρα να φανταστείτε αυτήν την εικόνα σε μεγαλύτερη κλίμακα.

Να χρειαζόμασταν λιγότερα μαχητικά και καμία φρεγάτα. Λιγότερους πυραύλους και αντιαεροπορικά συστήματα. Θα μιλούσαμε για μία εντελώς διαφορετική χώρα ως προς τις υποδομές και την πρόνοια προς τους πολίτες. Για αυτό, πέρα από όλα τα άλλα, τα εθνικά και αυτονόητα, η εξομάλυνση των σχέσεων με την Τουρκία διέρχεται κυρίως από την άνοδο του επιπέδου εθνικής ευημερίας. Δεν έχει να κάνει, δηλαδή, μόνο με την υφαλοκρηπίδα στο Καστελλόριζο και τις στρατιωτικές δυνάμεις στη Λήμνο και στη Λέσβο. Το θέμα είναι και οικονομικό.

Εδώ, βέβαια, ένας αφελής παρατηρητής θα απορήσει. Και θα αναρωτηθεί για ποιον λόγο αυτό το καλό κλίμα, όπου είμαστε αδέρφια και το Αιγαίο θάλασσα ειρήνης, δεν έχει επικρατήσει εδώ και δεκαετίες. Πριν από δύο χρόνια ήμασταν στο «Μητσοτάκης γιοκ». Και τώρα στο «φίλε μου Κυριάκο». Τι συνέβη; Το ξέρουμε, αναθεωρήθηκαν οι προτεραιότητες στο γεωπολιτικό παιχνίδι της Τουρκίας.

Μόνο που αν βγάλεις όλα αυτά τα περίπλοκα από τη μέση και εστιάσεις αποκλειστικά στο πρόσωπο του Ερντογάν, δεν μπορείς να μη διακρίνεις το γελοίο της υπόθεσης. Δεν γίνεται εύκολα φίλος σου αυτός που δεν ήθελες να βλέπεις μπροστά σου. Ούτε πας, χωρίς να εκτίθεσαι, από το «θα έρθουμε και θα είναι νύχτα» στο «αδέρφια μας».

Δεν ξέρω αν γίνομαι κατανοητός, αλλά σε αυστηρά προσωπικό επίπεδο, η στάση του προέδρου Ερντογάν δείχνει τόσο αστεία, όσο και κυνική. Και μας θυμίζει πόσο εύκολα μπορεί αυτός ο άνθρωπος να αλλάξει ύφος, πρόσωπο και λόγο. Γιατί, μεταξύ μας, όλοι το ξέρουμε ότι αύριο ή μεθαύριο, ο Ερντογάν μπορεί να ξυπνήσει ένα πρωί και να καταγγείλει την Ελλάδα επειδή ο ήλιος εγκαταλείπει την Τουρκία και μετακινείται προς τη δική της κατεύθυνση.