Με προίκα από το «μαξιλάρι» των 37 δισ. ευρώ των ταμειακών διαθεσίμων θα λειτουργήσει το Εθνικό Επενδυτικό Ταμείο, το οποίο εξήγγειλε χθες ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης από το βήμα του συνεδρίου Growthfund Summit. Το νέο εθνικό fund θα λειτουργεί στο πλαίσιο του Υπερταμείου και θα είναι ένα επενδυτικό εργαλείο, αντίστοιχο με αυτά που λειτουργούν στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, το οποίο θα κινητροδοτεί αναπτυξιακές πρωτοβουλίες ιδιαίτερα σε κλάδους αιχμής, νέες τεχνολογίες και «πράσινες» επενδύσεις.

Σύμφωνα με το σχέδιο, μετά και τη συμφωνία με τον ESM, θα γίνει αποτίμηση της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ από ανεξάρτητο εκτιμητή και στη συνέχεια κεφάλαια που αντιστοιχούν στο 50% της αξίας τους θα διοχετευθούν στο Εθνικό Επενδυτικό Ταμείο, ενώ το υπόλοιπο 50% θα διατεθεί για τη μείωση του δημόσιου χρέους.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η αποτίμηση των δύο εταιρειών, οι οποίες έχουν επιστρέψει στον έλεγχο του κράτους, προσεγγίζει το 1 δισ. ευρώ, που σημαίνει ότι περί τα 500 εκατ. ευρώ θα κατευθυνθούν για τη μείωση του δημόσιου χρέους και άλλα 500 εκατ. ευρώ θα αποτελέσουν τα πρώτα κρατικά κεφάλαια του εθνικού fund, τα οποία θα διαχειρίζεται η BlackRock για να προσελκύσει διεθνή κεφάλαια και επενδύσεις.

Σχεδιάζεται η άντληση άλλου 1 δισ. ευρώ από τα repos, 20 δισ. ευρώ που διαθέτουν οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης για να καλυφθεί η «τρύπα» που δημιουργεί στο Υπερταμείο η μεταφορά των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ στο Δημόσιο. Με βάση τη συμφωνία του ελληνικού Δημοσίου, η μεταφορά των δύο εταιρειών απαιτούσε την αντικατάστασή τους στο Υπερταμείο με άλλα περιουσιακά στοιχεία ισοδύναμου βάρους. Η απομάκρυνση των δύο εταιρειών από το Υπερταμείο υπολογίζεται ότι απομειώνει κατά 1 δισ. την αξία του ενεργητικού του Ταμείου και του στερεί πολύτιμα μερίσματα από τα κέρδη των δύο εταιρειών.

Πώς θα λειτουργεί

Το εθνικό επενδυτικό ταμείο, το οποίο αναμένεται να λειτουργήσει εντός του 2024 με πιθανότερο χρονικό ορίζοντα το δεύτερο εξάμηνο του νέου έτους, θα έχει σύγχρονο μάνατζμεντ και θα λειτουργεί με βάση τις καλύτερες ευρωπαϊκές πρακτικές κυνηγώντας υψηλές αποδόσεις από τους παρακάτω επενδυτικούς στόχους:

Σε ελληνικές επιχειρήσεις με αναπτυξιακές προοπτικές, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, εξωστρέφεια και ισχυρό management team λαμβάνοντας υπόψη και το ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό αποτύπωμα (π.χ. νέες θέσεις εργασίας, ανάπτυξη – ανταγωνιστικότητα). Σημειώνεται πως ο στόχος δεν είναι να δημιουργηθεί νέα γενιά «ΔΕΚΟ» με τα κεφάλαια του εθνικού επενδυτικού ταμείου.

Σε κλάδους αιχμής της ελληνικής οικονομίας με στρατηγική προτεραιότητα (π.χ. πράσινη μετάβαση, κυκλική οικονομία, μπλε οικονομία, ψηφιακός/τεχνολογικός μετασχηματισμός) και επιλεγμένες υποδομές. Επίσης όλες οι πρωτοβουλίες (συμμετοχή σε ΑΜΚ, μετατρέψιμα ομολογιακά δάνεια κ.ά.) θα γίνονται συμπληρωματικά και όχι a priori ανταγωνιστικά (σημ. κατά περίπτωση συνεπενδύσεις – co-investments) με άλλα δημόσια εργαλεία/σχήματα, επενδυτικά κεφάλαια συμμετοχών (π.χ. ΑΚΕΣ που έχουν συσταθεί στην Ελλάδα με συμμετοχή της Αναπτυξιακής Τράπεζας Επενδύσεων/HDBI – πρώην ΤΑΝΕΟ), άλλα private equity funds που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και πιστωτικά ιδρύματα (ελληνικά και IFIs, δηλ. EIB, EBRD, BSTDB κ.λπ.). Ο επενδυτικός ορίζοντας θα είναι μεσομακροπρόθεσμος και με σαφείς μηχανισμούς και χρονοδιάγραμμα αποεπένδυσης (exit strategy).

Μεταρρυθμίσεις

Ο Κωστής Χατζηδάκης ανακοίνωσε ακόμη την ψήφιση, ως το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2024, του νέου θεσμικού πλαισίου για τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό των δημόσιων επιχειρήσεων που λειτουργούν υπό την ομπρέλα του Υπερταμείου. «Θέλουμε μεγαλύτερη επιχειρησιακή ευελιξία και εμπορική δυναμική. Δεν θέλουμε τις δυσκαμψίες που υπάρχουν σήμερα σε επιχειρήσεις που σχετίζονται με το Δημόσιο. Εχουμε θετικά και αρνητικά παραδείγματα, εμπνέομαι πιο πολύ από τις επιχειρήσεις που έχουν περιορίσει τα ελλείμματά τους και έδωσαν περισσότερες ευκαιρίες στους εργαζομένους», τόνισε ο υπουργός. Ηδη, όπως είπε, έχει γίνει ένα σημαντικό βήμα με τον Νόμο 4972/2022 περί Εταιρικής Διακυβέρνησης Ανωνύμων Εταιρειών του Δημοσίου, με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν μια σειρά από χρόνια ζητήματα και δημιουργήθηκε το πλαίσιο για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων.