Με την πρώτη ματιά μοιάζουν με έναν σωρό από ακατανόητα για ένα μη έμπειρο μάτι συντρίμμια. «Συγκάτοικοι» του περίφημου κρατήρα του Δερβενίου δεν είχαν την ίδια τύχη με αυτόν: μια περίοπτη θέση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Επί 61 χρόνια βρίσκονται κρυμμένα στις αποθήκες του μουσείου ως θραύσματα μιας και μόνης ασπίδας.

Μια νέα έρευνα όμως, που θα παρουσιαστεί από τη δρα Αρχαιολογίας Βασιλική Σταματοπούλου, αποδεικνύει πως τα ετερόκλητα κομμάτια από σίδηρο, χαλκό, άργυρο, επιχρυσωμένο στούκο, ξύλο, δέρμα και ύφασμα συνέθεταν όχι μία, αλλά τρεις ασπίδες. Και φέρουν τόσο πολλές πληροφορίες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «εγχειρίδιο» για την τεχνολογία της ασπιδοποιίας, καθώς ξαναγράφουν τη γνώση μας για την κατασκευή του συγκεκριμένου όπλου.

«Η μελέτη αυτή υπήρξε εξαιρετικά δυσχερής λόγω της κατάστασης του καταθρυμματισμένου υλικού» λέει στα «ΝΕΑ» η αρχαιολόγος που διαχειρίστηκε το πολύπλοκο παζλ που εντοπίστηκε στους  ασύλητους κιβωτιόσχημους τάφους Α και Β του Δερβενίου.

«Η οπλιτική ασπίδα αποτελεί το βασικότερο όπλο των βαριά οπλισμένων πεζών και παραμένει σχεδόν απαράλλακτη από τα τέλη του 8ου έως τις αρχές του 3ου αι. π.Χ.» εξηγεί η εξειδικευμένη στη μελέτη των όπλων και της πολεμικής τεχνολογίας των αρχαίων Ελλήνων, Βασιλική Σταματοπούλου, η οποία και θα παρουσιάσει τη μελέτη της σήμερα στο πλαίσιο του επιστημονικού συμποσίου με τίτλο «60 χρόνια Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης». Και εξηγεί πως η ξύλινη κοίλη λεκάνη της ασπίδας ήταν εκείνη που προστάτευε τους πολεμιστές, και όχι τα μεταλλικά μέρη που αφορούν κυρίως τις λαβές και τη διακόσμηση και όχι την προστασία. «Από τα τέλη 5ου αι. π.Χ. εξελίσσεται η πολεμική τακτική και καταργείται η λεπτή χάλκινη επένδυση, ώστε η ασπίδα να είναι πιο ελαφριά. Το ξύλο επενδυόταν με δύο στρώσεις υφάσματος – ένα λεπτό σαν γάζα και ένα εξαιρετικά πυκνό – και στο σημείο επαφής με τον οπλίτη υπήρχε επένδυση από λείο δέρμα. Οπου υπήρχε έλασμα ήταν για την προστασία του ξύλου και όχι του πολεμιστή».

Η πρώτη ασπίδα, η οποία κάηκε στη νεκρική πυρά, είχε εσωτερικά προσαρτήματα από άργυρο και την εξωτερική της επιφάνεια κοσμούσε γοργόνειο από επιχρυσωμένο στούκο. Οπως συνήθως συμβαίνει με τις προσφορές στις νεκρικές πυρές, βρέθηκε θρυμματισμένη, ωστόσο είναι προφανές ότι πρόκειται για μια πολυτελή ασπίδα, αντιπροσωπευτική της πολυτέλειας που είναι πολλαπλώς διαπιστωμένη στη ζωή της μακεδονικής ελίτ της εποχής και η δεύτερη πολυτελέστερη που γνωρίζουμε μετά τη χρυσελεφάντινη ασπίδα της Βεργίνας, η οποία διατηρείται πληρέστερα, εφόσον δεν έχει υποστεί καύση.

Η δεύτερη ασπίδα του τάφου Α είναι η πληρέστερα σωζόμενη του συνόλου. Πέρα από το αξιόλογο σύνολο μετάλλινων προσαρτημάτων της, το σημαντικότερο στοιχείο που σώθηκε από την ασπίδα αυτή είναι τα τμήματα σανίδων από το ξύλινο τοίχωμά της, καθώς και άλλα οργανικά υλικά, υφάσματα και δέρμα, που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή της και παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την τεχνολογία των όπλων της εποχής.

Η ασπίδα του τάφου Β, που επίσης διατηρεί αξιόλογο ποσοστό των οργανικών υλικών της, προσφέρει πληθώρα τεχνικών πληροφοριών σχετικά με τη συναρμογή των επιμέρους στοιχείων που συνέθεταν τις ασπίδες και με τα οποία οι ασπιδοποιοί εξασφάλιζαν αφενός στερεότητα, αφετέρου ελαστικότητα, αποβλέποντας στην κατασκευή ασπίδων με το μικρότερο δυνατό τελικό βάρος και τη μέγιστη δυνατή ανθεκτικότητα.

Στην ασιατική εκστρατεία

Ποιοι όμως έφεραν τις εξαιρετικές αυτές ασπίδες; «Οι τάφοι αυτοί ανήκαν σε επιφανείς εταίρους του μακεδονικού στρατού, που πιθανότατα κατάγονταν από την αρχαία Λητή, στην οποία ανήκει το συγκεκριμένο αρχαίο νεκροταφείο. Τελεύτησαν τον βίο τους και ετάφησαν στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και φαίνεται επομένως ότι ανήκουν στη γενιά που συνόδευσε τον Μ. Αλέξανδρο και πολέμησε στο πλευρό του στην ασιατική εκστρατεία, επιστρέφοντας με αμύθητα πλούτη, μετά την κατάλυση της Περσικής Αυτοκρατορίας.

Η εξελισσόμενη μελέτη των πανοπλιών τους επομένως, σε αντιδιαστολή μάλιστα με άλλα ανάλογα ευρήματα της Μακεδονίας, και ιδίως με αυτά της Βεργίνας, αποφέρει ήδη σημαντικά συμπεράσματα» καταλήγει η Βασιλική Σταματοπούλου.