Ενα από τα πιο σημαντικά φεστιβάλ κλασικής μουσικής, το ODESSA CLASSICS, βρίσκει για δεύτερη φορά στέγη στη Θεσσαλονίκη. Ενάμιση χρόνο μετά την πρώτη διοργάνωση, τον Ιούλιο του 2022 και ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία μαίνεται ακόμη, το φεστιβάλ επιστρέφει για να συναντήσει και πάλι τους μουσικόφιλους  της πόλης του βορρά, με πέντε συναυλίες και τη συμμετοχή σπουδαίων καλλιτεχνών διεθνούς βεληνεκούς. Ο Γεώργιος-Ιούλιος Παπαδόπουλος, διευθυντής του ΚΩΘ (Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης), ο οποίος έχει τη γενική επιμέλεια της διοργάνωσης μιλάει για την αξία αυτής της κίνησης αλλά και τη συμβολή της μουσικής σε αυτή την ταραχώδη εποχή.

Για δεύτερη χρονιά στη Θεσσαλονίκη φιλοξενείται το φεστιβάλ Odessa Classics. Ποια είναι η σημασία μιας τέτοιας διοργάνωσης στην οποία έχετε τη γενική επιμέλεια;

Πολύ μεγάλη! Όση προσπάθεια κι αν καταβάλλουμε οι μουσικοί φορείς της Θεσσαλονίκης, το φιλόμουσο κοινό δεν έχει τις ίδιες ευκαιρίες με την Αθήνα. Επομένως, αυτές οι πέντε εκδηλώσεις υψηλού επιπέδου, όπου εμφανίζονται κορυφαίοι σολίστ και σύνολα διεθνούς εμβέλειας, προσφέρουν μια πολύτιμη ανάσα στην καλλιτεχνική ζωή της πόλης. Κι αξίζει που τόσοι νέοι μουσικοί από τα ωδεία και τα δύο πανεπιστημιακά μουσικά τμήματα θα ακούσουν ζωντανά σπουδαίους καλλιτέχνες σε διάστημα επτά ημερών! Σημαντικό είναι επίσης το μήνυμα της συνεργασίας. Η φετινή διοργάνωση του φεστιβάλ είναι αποτέλεσμα μιας πρότασης που συνυποβάλαμε στην υπουργό Πολιτισμού μαζί με τους διευθυντές του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής και της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, Χρίστο Γαλιλαία και Σίμο Παπάνα. «Η ισχύς εν τη ενώσει», θα έλεγε κάποιος… κάτι που πλέον είναι μονόδρομος για ανάλογα γεγονότα. Κάπως έτσι, η καταφατική απάντηση για τη χρηματοδότηση ήρθε την ίδια ημέρα.

Ο Γεώργιος-Ιούλιος Παπαδόπουλος, διευθυντής του ΚΩΘ

Πως επιλέξατε τα έργα; Υπάρχουν συνθέτες από διαφορετικές χώρες.

Αφήσαμε την πρωτοβουλία στους καλλιτέχνες και τα σύνολα που επιλέξαμε, σε συνεργασία με τον ιδρυτή, πρόεδρο και καλλιτεχνικό διευθυντή του Odessa Classics, διακεκριμένο Ουκρανό πιανίστα Alexey Botvinov. Για παράδειγμα, γνωρίζαμε ότι φέτος θα είχαμε και πάλι κοντά μας τον μοναδικό Daniel Hope, έναν από τους πιο λαμπρούς βιολονίστες της εποχής μας, ο οποίος πρότεινε έργα από την πρόσφατη δισκογραφία του για τη Deutsche Grammophon. Στη δεύτερη εμφάνισή του με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, μάλιστα, πλάι στον Gershwin και τον Weill ταίριαξε γάντι ο Κώστας Γιαννίδης (Γιάννης Κωνσταντινίδης), ίσως ο πιο ταλαντούχος μαθητής του Weill. Η πρόταση του Σίμου Παπάνα να τραγουδήσει Γιαννίδη η Μαρίνα Σάττι, «έδεσε» έτσι τη τζαζ και το αμερικανικό τραγούδι με το ελληνικό ελαφρό τραγούδι. Συνολικά στο φεστιβάλ θα ακούσουμε έργα συνθετών από 11 χώρες: ξεκινώντας από την Ουκρανία και την πρώην Σοβιετική Ενωση και φτάνοντας ως τις ΗΠΑ και την Αργεντινή με τον Piazzolla.

Σε αυτή την ταραχώδη εποχή η μουσική και γενικότερα η καλλιτεχνική δραστηριότητα μπορεί να παίξει έναν ουσιαστικό ρόλο;

Όχι απλώς μπορεί αλλά οφείλει η μουσική να διαδραματίζει ρόλο αγωγού συναισθημάτων και κωδίκων επικοινωνίας, σαν διαμεσολαβητής ανάμεσα στον εξωτερικό κόσμο που μας περιβάλλει και στον εσωτερικό κόσμο της ψυχής. Αυτή είναι η αποστολή της: να γεφυρώνει τη λογική με το συναίσθημα. Όταν η πρώτη συναυλία του φεστιβάλ ξεκινά με το Νανούρισμα του Ουκρανού Silvestrov κι ακολουθεί η Πρώτη Σονάτα για βιολί και πιάνο του γερμανικής καταγωγής Σοβιετικού συνθέτη Schnittke, τότε το μήνυμα είναι ξεκάθαρο και οι κώδικες σαφείς: αυτά που μας ενώνουν είναι πολύ περισσότερα και σπουδαιότερα από όσα μας διαφοροποιούν ή μας χωρίζουν.

Υπάρχουν ιστορικοί λόγοι για το μικρό έρεισμα της κλασικής μουσικής στο ελληνικό κοινό λέει ο κ. Παπαδόπουλος

Το βιογραφικό σας έχει λαμπρές σπουδές και σπουδαίες διακρίσεις. Αλλαξε τη σχέση σας με τη μουσική αυτή η ακαδημαϊκή διαδρομή – και ως σολίστας και ως μουσικολόγος;

Την πρωτογενή σχέση μου όχι, μια που τα ερεθίσματα ήταν ανέκαθεν ισχυρότατα μέσα μου. Αυτό που άλλαξε ή εμπλουτίστηκε στα έντεκα χρόνια που έζησα στην Αγγλία και στις ΗΠΑ, ήταν ο βαθμός εμπλοκής μου με τη μουσική «πίσω» από την παρτιτούρα, η κατανόηση της σκέψης και των εργαλείων που ο συνθέτης έχει διαθέσιμα στο φανταστικό «εργαστήριό» του, η διαμόρφωση τεκμηριωμένης ερμηνευτικής άποψης κι η εξοικείωση με την πρακτική διάφορων εποχών… και τόσα άλλα! Ελάχιστα θα με είχαν επηρεάσει αυτά, αν δεν μαθήτευα πλάι σε υπέροχους δασκάλους με απαράμιλλο καλλιτεχνικό και ακαδημαϊκό ήθος, και αν δεν άκουγα εκεί ζωντανά τους σολίστ και τα σύνολα που με είχαν εντυπωσιάσει από ηχογραφήσεις πριν φύγω στο εξωτερικό.

Πως θα χαρακτηρίζατε την επαφή και τον τρόπο που αντιλαμβάνονται σήμερα τα νέα παιδιά τη μουσική, σε σχέση με την εποχή που ξεκινούσατε εσείς. Η κλασική μουσική έχει μικρό έρεισμα στο ελληνικό μουσικόφιλο κοινό. Αυτό μπορεί να αλλάξει; Με ποιον τρόπο και ποιο θα ήταν το επιχείρημά σας σε μια υποτιθέμενη διάλεξη σας με αυτό το θέμα.

Παλαιότερα ακούγαμε πιο πολύ από όσο βλέπαμε, δημιουργώντας εικόνες με την φαντασία μας. Σήμερα, η εικόνα έχει αλλάξει δραματικά την επαφή μας με τη μουσική γιατί καθορίζει τις επιλογές μας. Αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο μέσα από μία οθόνη, ελαχιστοποιώντας την εμπειρική σχέση μας με αυτούς. Η πληροφορία είναι ακαριαία και καταιγιστική, το τοπίο αχανές. Η πλοήγηση σε αυτό και η διαλογή, όμως, έχουν καταστεί απείρως δυσκολότερες για τους νέους, καθώς συνυπάρχει το ευτελές με το υψηλό και συχνά απουσιάζουν πλήρως τα αισθητικά κριτήρια. Δίχως αυτά και δίχως γνώση, η γνώμη δεν έχει αξία.

Υπάρχουν ιστορικοί λόγοι για το μικρό έρεισμα της κλασικής μουσικής στο ελληνικό κοινό: όταν το 1824 ο Beethoven παρουσίαζε την Ένατη Συμφωνία του στην Βιέννη, οι Έλληνες επαναστάτες αγωνίζονταν στο Αιγαίο ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα είχε ξεσπάσει εμφύλιος.

Είναι όμως και θέμα κουλτούρας: στις μεγάλες ασιατικές χώρες όπου η κλασική μουσική γνωρίζει τεράστια άνθηση (Κίνα, Ιαπωνία, Νότια Κορέα), η κουλτούρα προωθεί την πνευματική και κοινωνική εξέλιξη του ατόμου με πολύ συστηματικό και επίμονο τρόπο. Όταν ο Έλληνας κάνει το ίδιο, διαπρέπει παγκοσμίως. Εντός Ελλάδος, χρειάζονται ειδικές συνθήκες (που σπανίως προσφέρονται) και διέξοδοι απασχόλησης των νέων μουσικών. Αν είχε επιβιώσει η Όπερα Θεσσαλονίκης, θα είχαμε εκατοντάδες νέους λυρικούς τραγουδιστές στην πόλη. Όταν επιμείνουμε στη διαρκή και συστηματική εκπαίδευση των νέων στην κλασική μουσική, με πάθος και έμπνευση, εισάγοντας όλες τις καινοτόμες προσεγγίσεις που εφαρμόζονται εδώ και πολλά χρόνια ιδίως πέραν του Ατλαντικού, τότε διαθέτουμε την μεσογειακή προσωπικότητα και το ταμπεραμέντο για να ξεχωρίσουμε. Για τα λοιπά, «δει δη χρημάτων».

Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;

Μόλις το φεστιβάλ αφήσει το αποτύπωμά του στην πόλη, η Οικογένεια του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης έχει μπροστά της έναν αγώνα δρόμου ως τα τέλη του έτους για την προσωρινή μεταστέγασή μας, ώστε να ξεκινήσουν οι εργασίες ανακαίνισης του ιστορικού κτηρίου που μας φιλοξενεί. Βεβαίως, θα συνεχίσουμε τη διοργάνωση συναυλιών, σεμιναρίων και άλλων εκπαιδευτικών δράσεων που φέτος ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Παράλληλα, υλοποιούμε ένα εκπαιδευτικό κι ένα ψηφιακό πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης, εργαζόμαστε για τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού μας πλαισίου, ενώ υψηλή προτεραιότητα έχει η υλοποίηση του οράματος δεκαετιών για την ανωτατοποίηση του μοναδικού Κρατικού Ωδείου της χώρας.