Του Μαρκ Τζόουνς

Είναι μια επέτειος διδακτική. Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου του 1923, πριν από ακριβώς 100 χρόνια, ένας 34χρονος Αδόλφος Χίτλερ οδήγησε μια φάλαγγα 2.000 ένοπλων ανδρών στο κέντρο του Μονάχου. Στόχος ήταν να καταλάβουν διά της βίας την εξουσία στη βαυαρική πρωτεύουσα πριν προελάσουν στο Βερολίνο. Εκεί, θα κατέστρεφαν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και θα την αντικαθιστούσαν με ένα απολυταρχικό καθεστώς προσηλωμένο στη βία.

Στο πλευρό του Χίτλερ βάδιζε ένας 50χρονος βαυαρός περιφερειακός δικαστής, ο βαρόνος Τέοντορ φον ντερ Πφόρτεν. Εφερε μαζί του ένα νομικό έγγραφο που θα αποτελούσε τη βάση για το Σύνταγμα του νέου κράτους. Περιελάμβανε διατάξεις που δικαιολογούσαν τη μαζική εκτέλεση των πολιτικών αντιπάλων των Ναζί, καθώς και εξαιρετικά δραστικά μέτρα με στόχο τους Εβραίους της Γερμανίας. Οι εβραίοι δημόσιοι υπάλληλοι θα αποπέμπονταν αμέσως και οποιοσδήποτε μη εβραίος Γερμανός προσπαθούσε να τους βοηθήσει θα τιμωρούνταν με θάνατο.

Αντλώντας έμπνευση από τον Μπενίτο Μουσολίνι, που είχε διοριστεί πρωθυπουργός της Ιταλίας μετά την Πορεία προς τη Ρώμη των ιταλών φασιστών τον Οκτώβριο του 1922, το ναζιστικό πραξικόπημα είχε στην πραγματικότητα ξεκινήσει το προηγούμενο βράδυ. Γύρω στις 8 μ.μ. της 8ης Νοεμβρίου, ο Χίτλερ και οι ένοπλοι υποστηρικτές του είχαν εισβάλει σε μεγάλη μπιραρία του Μονάχου, όπου πραγματοποιούνταν πολιτική συγκέντρωση. Ενας πυροβόλησε στον αέρα, άλλοι σημάδεψαν με τα όπλα τους το πλήθος. Ο Χέρμαν Γκέρινγκ ανέβηκε τότε στη σκηνή, λέγοντας στο εξαγριωμένο κοινό ότι έπρεπε να ηρεμήσει, γιατί τουλάχιστον όλοι είχαν ακόμα την μπίρα τους.

Τη συγκέντρωση είχε οργανώσει ο Γκούσταβ φον Καρ, βασικό στέλεχος μιας τριανδρίας, μαζί με τον Οτο φον Λόσοφ και τον Χανς φον Ζάισερ, επικεφαλής των Reichswehr (ενόπλων δυνάμεων) και της αστυνομίας στη Βαυαρία αντίστοιχα, που κυβερνούσε τη Βαυαρία από τα τέλη Σεπτεμβρίου, έχοντας ανέλθει στην εξουσία ως αντίδραση στις πολλαπλές κρίσεις που είχαν κυριεύσει τη Γερμανία από τις αρχές του 1923 – όταν η Γαλλία και το Βέλγιο έστειλαν στρατεύματα για να καταλάβουν την ανθρακοπαραγωγό περιοχή του Ρουρ, την ατμομηχανή της γερμανικής οικονομίας, εξοργισμένοι με την άρνηση της Γερμανίας να καταβάλει τις αποζημιώσεις για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στον ρυθμό που απαιτούσαν οι νικητές.

Μέχρι το φθινόπωρο εκείνου του έτους, πολλοί φοβούνταν ότι η Γερμανία βρισκόταν στα πρόθυρα εμφυλίου. Στρατιώτες και παραστρατιωτικοί από τον συντηρητικό αντιδημοκρατικό Νότο έπαιρναν τα όπλα εναντίον πολιτοφυλακών της εργατικής τάξης και φιλοδημοκρατικών δυνάμεων από τον πιο φιλελεύθερο Βορρά. Η Γερμανία βρισκόταν στην κόψη του ξυραφιού και όλοι το γνώριζαν.

Μέσα σε λίγα λεπτά από τη στιγμή που εισέβαλαν στην μπιραρία, ο Χίτλερ και οι υποστηρικτές του είχαν κλειδώσει τον Καρ, τον Λόσοφ και τον Ζάισερ σε ένα πλαϊνό δωμάτιο. Ο Χίτλερ τούς ορκίστηκε πως είτε θα βοηθούσαν στην αναγέννηση της Γερμανίας είτε θα διασφάλιζαν τον θάνατό τους. Λίγο αργότερα, οι τρεις άνδρες οδηγήθηκαν πίσω στην αίθουσα, όπου διακήρυξαν ότι είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους μαζί του. Η είδηση αυτή έγινε δεκτή με ξέφρενους πανηγυρισμούς από το εθνικιστικό και αντιδημοκρατικό, σε μεγάλο βαθμό, πλήθος, πολλοί από το οποίο πίστευαν ότι γίνονταν μάρτυρες της αναγέννησης του έθνους έπειτα από πέντε χρόνια δεινών.

Αλλά τότε ο Χίτλερ έκανε έναν εσφαλμένο υπολογισμό. Αφήνοντας τους Καρ, Λόσοφ και Ζάισερ στα χέρια του Ερικ Λούντεντορφ, πρώην στρατηγού του πολέμου που είχε προσχωρήσει στους πραξικοπηματίες, ο ηγέτης των Ναζί οδήγησε τους άνδρες του στο κέντρο του Μονάχου, σκοπεύοντας να καταλάβει τον έλεγχο της εξουσίας. Αυτό ήταν το σημείο καμπής: ενώ οι άνδρες του Χίτλερ προσπαθούσαν, αλλά απέτυχαν, να καταλάβουν το Κεντρικό Μόναχο, ο Λούντεντορφ συμφώνησε να αφήσει την τριανδρία να φύγει. Ελευθερωμένοι από την αιχμαλωσία, αυτοί άλλαξαν ξανά στρατόπεδο.

Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της 9ης Νοεμβρίου είχε διαδοθεί η πληροφορία ότι όλες οι δυνάμεις που συνδέονταν με το βαυαρικό κρατίδιο έπρεπε να αντισταθούν στους πραξικοπηματίες. Οι βαυαροί στρατιώτες δεν άλλαξαν στρατόπεδο και οι πραξικοπηματίες σύντομα συνειδητοποίησαν ότι είχαν χάσει τη δυναμική τους. Για να την ανακτήσουν, αποφάσισαν να κάνουν πορεία στο κέντρο του Μονάχου, με την ελπίδα ότι μια κρίσιμη μάζα του λαού θα προσχωρούσε στις τάξεις τους.

Συνάντησαν την πρώτη τους δοκιμασία στη γέφυρα Λούντβιχ, όπου μια περίπολος του βαυαρικού στρατού είχε σπεύσει να στήσει σημείο ελέγχου. Ο διοικητής της διέθετε πιθανώς αρκετή δύναμη πυρός, όμως δίστασε και οι άνδρες του κατατροπώθηκαν.

Η επόμενη πρόκληση δεν ξεπεράστηκε τόσο εύκολα. Στην Odeonsplatz, ο Χίτλερ και οι υποστηρικτές του αντάλλαξαν πυρά με την αστυνομία και τον στρατό. Επειτα από μόλις δύο λεπτά, τέσσερις αστυνομικοί και δεκατέσσερις πραξικοπηματίες κείτονταν νεκροί (άλλοι δύο πραξικοπηματίες εκτελέστηκαν λίγο αργότερα σε κοντινό στρατώνα). Ομως ο μελλοντικός φύρερ επέζησε.

Δέκα χρόνια αργότερα, ο Χίτλερ επέστρεψε στο ίδιο σημείο ως καγκελάριος της Γερμανίας. Περιτριγυρισμένος από λατρευτικά πλήθη, έσκυψε το κεφάλι εν μέσω απόλυτης σιγής. Ηταν η πρώτη φορά που το Τρίτο Ράιχ τιμούσε το πραξικόπημα, ένα γεγονός που οι Ναζί αργότερα γιόρταζαν ως την πρώτη «αιματηρή θυσία» του κινήματός τους.

Στα τέλη του 1923, λίγοι φιλελεύθεροι υποστηρικτές της γερμανικής δημοκρατίας μπορούσαν να προβλέψουν την επιστροφή του Χίτλερ. Καλωσορίζοντας τη νέα χρονιά, ο φιλελεύθερος δημοσιογράφος Ερικ Ντομπρόβσκι προέβλεψε μάλιστα ότι «οι απόγονοί μας θα ανασηκώνουν τους ώμους και θα χλευάζουν περιφρονητικά αναλογιζόμενοι τον εθνικισμό και τον σοβινισμό της εποχής μας». Αλλοι σκέφτονταν ανοιχτά ένα μέλλον ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Η αντίθεση ανάμεσα στις προσδοκίες τους και την επακόλουθη ιστορία θα έπρεπε να βαραίνει πολύ στην κατανόηση της σημασίας του πραξικοπήματος, έναν αιώνα αργότερα. Διήρκεσε μόλις 20 ώρες και οι δυνάμεις του Χίτλερ ηττήθηκαν εύκολα. Ηταν όμως μια απατηλή νίκη για τους υποστηρικτές της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Το πλέον καταστροφικό πολιτικό κίνημα στην ευρωπαϊκή ιστορία μόλις ξεκινούσε. Αν οι θεσμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας κλονιστούν και αποδυναμωθούν, ακόμη και μια σαθρή εξέγερση μπορεί να μην παραμείνει αποτυχημένη για πολύ.

Ο Μαρκ Τζόουνς είναι καθηγητής Ιστορίας στο University College του Δουβλίνου καθώς και συγγραφέας