Το μέγεθος του κάθε ανθρώπου το μαρτυράει όχι τόσο η βίαιη οδύνη για το τέλος του όσο η μακρόσυρτη πίκρα της απουσίας του — που όσο περνάνε οι καιροί, τόσο πιο πολύ βαθαίνει και πιο πολύ πληγώνει.

Του Κάρολου Κουν το Έργο απλώθηκε, δέντρο πολύκλαδο και πολύχυμο, σε μισόν αιώνα. Ο Καλός Σπορέας έπλασε, φύτεψε, κλάδεψε, κάρπισε, φώτισε γενιές και γενιές ηθοποιών και θεατών, στάθηκε βρυσομάνα αστέρευτης έμπνευσης και ακόρεστης δημιουργίας. Μα —πιστεύω— αυτή η πολύκαρπη προσφορά του θα δειχτεί σ’ όλο της τον πλούτο τώρα που σώπασε η «παγά λαλέουσα» της «ποίησής» του, κι η έλλειψή της θα γίνεται πιο αιματηρή μέσα στους κορδακισμούς και τις κακοφωνίες των ημερών μας. Λείποντας, ο Κουν θα φαντάξει ακόμα πιο μεγάλος παρά όσο όταν βρισκόταν ανάμεσά μας. Κι αυτή η «επιβίωση» κι η «μεγέθυνση» —σε μια τέχνη μάλιστα τόσο φευγαλέα όπως το Θέατρο— είναι η επισφράγιση της «μοναδικότητας» του Κάρολου Κουν.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 22.2.1987, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Καλλιτέχνες της Σκηνής με ταλέντο μεγάλο, με παιδεία λαμπρή, με πλαστουργό πνοή, είχε —έχει— κι άλλους το Θέατρό μας. Ο Κουν, όμως, συνταίριαζε όσο κανένας τα χαρίσματα του ανεξάντλητου οραματιστή και του ανυποχώρητου μαχητή, τη μέθη του οίστρου και τη λαγαρότητα της κρίσης, την ορμή αλλά και την αντοχή, το φανατικό πάθος αλλά και το έλλογο πείσμα. Πιστός της αδιάσπαστης «συνέχειας» και λειτουργός της αλύγιστης «συνέπειας», είχε του Μεγάλου Οικοδόμου την ιδιοφυΐα και την ευθύνη.

Πόσες φορές «έχτισε» θέατρα, πόσες φορές έστησε θεατρικές ομάδες — κι όλο του γκρεμίζονταν και διαλύονταν απ’ τις θύελλες της ανέχειας και των δίσεχτων καιρών; Αλλά εκείνος άρχιζε ξανά και ξανά, με καινούργια υλικά, καινούργια όνειρα, καινούργιο αίμα — όπου πρώτος «δότης» ήταν πάντα ο ίδιος.

Σκίτσο του Κουν από τον Κ. Λάσκαρη («ΤΟ ΒΗΜΑ», 22.2.1987, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»)

Απ’ τη «Λαϊκή Σκηνή» του 1934-36 στο πρώτο «Θέατρο Τέχνης» του 1942-45, απ’ το δεύτερο «Θέατρο Τέχνης» του 1946-50 ως το Κυκλικό Θέατρο του 1954 και το Θέατρο της Πλάκας του 1985, μια σειρά από πολύμοχθες γέννες, πολυδάκρυτους αφανισμούς, πολυώδυνες αναγεννήσεις, με γονιό και γενάρχη εκείνον, ιερουργό και σφάγιο του δικού του βωμού.

Το Γιοφύρι της Άρτας δεν έλεγε να στεριώσει, αν δε στοίχειωναν «του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα». Το κάστρο του Θεάτρου Τέχνης στέριωνε και ξαναστέριωνε, μόνο και μόνο επειδή στοιχειωνόταν αδιάκοπα ο ίδιος ο Πρωτομάστορας, θεληματικά κι ενεπίγνωτα, αφειδώλευτα κι αφιλόκερδα.

Μοναδικές ήταν κι οι «εσωτερικές αντιθέσεις» του Κουν. «Πολυεθνικός» (από πατέρα Αγγλοεβραίο κι από ελληνίδα μητέρα), ήταν Ρωμιός ως τα μύχιά του, απαλλαγμένος όμως απ’ τα πλέγματα του «ραγιά», αλλά και μέτοχος όλων των καημών της φυλής μας. Μεσοαστός, μεγαλωμένος μέσα στους εξωραϊσμούς και τους καθωσπρεπισμούς της προπολεμικής Πόλης, ένιωθε όσο λίγοι τη λαϊκή ψυχή κι αντλούσε απ’ αυτήν, απ’ τις πιο απέριττες ρίζες της, τον πνευματικό και ψυχικό επιούσιό του. Περιπαθής σ’ ό,τι αγαπούσε, μπορούσε να μένει νηφάλιος στις ώρες της κρίσης και της δοκιμασίας. Ασκητικός στη διαβίωσή του, δεν έπαυε να είναι λαίμαργος των αισθήσεων και των αισθημάτων. Αδιάκοπα διψαλέος για το «καινούργιο», δεν απογειωνόταν ποτέ απ’ τη στερεότητα του «παλιού». Ώριμος από νέος, νέος όταν έγινε ώριμος, στάθηκε —θα το ξαναπώ— πρωτοπόρος που έφτιαξε παράδοση και που, μέσα στην παράδοση, έμεινε πρωτοπόρος.

Αλλά όσο «μοναδικός» κι αν στάθηκε ο Κάρολος Κουν, όσο «μοναχικός κι αν ήταν σαν όλους τους δημιουργούς», δεν έμεινε ποτέ απομονωμένος.

Το «περίσσευμα» και το «υστέρημά» του, το καλλιτεχνικό «βιος» του όλο, ήθελε να το μοιράζεται, να το μεταδίνει σ’ αυτούς που «μιλούσαν την ίδια γλώσσα μαζί του», κι ύστερα, μαζί τους, να το μεταλαμπαδεύει στο κοινό.

Αποζητούσε αδιάκοπα το ανθρώπινο «δούναι – λαβείν» —σαν άνθρωπος με τους φίλους του, σαν σκηνοθέτης με τους ηθοποιούς, σαν δάσκαλος με τους μαθητές του—, λαχταρούσε και πάσχιζε να δίνει και να παίρνει, ακόμα κι απ’ τον πιο μικρό, απ’ τον πιο άπειρο, που ήταν, ωστόσο, γι’ αυτό ακριβώς, πιο γνήσιος κι ανυπόκριτος.

Για τους ρώσους συγγραφείς του 19ου αιώνα έχει ειπωθεί πως «βγήκαν όλοι απ’ το Παλτό του Γκόγκολ» (εννοώντας, βέβαια, το πασίγνωστο διήγημα του δημιουργού του «Επιθεωρητή»). Τηρώντας όλες τις αναλογίες, θα μπορούσε να ειπωθεί πως «πάρα πολλοί άνθρωποι του θεάτρου μας, αλλά και θεατές, βγήκαν απ’ το ασκηταριό του Κουν».

Εκεί δε ζήσαμε και δεν ενωτισθήκαμε μονάχα τη δαιμονική ικανότητα του Κουν να καταδύεται στα πιο ανήλιαγα απόκρυφα της ψυχής, της βίωσης, της συμβίωσης, ν’ αναπλάθει μαγνητικά τις μεγάλες και μικρές τρικυμίες της, και να τις μεταπλάθει σε μαγεία κι αποκάλυψη για το θεατή. Εκεί ζήσαμε και μάθαμε πως τίποτα στην τέχνη και στη ζωή δεν είναι ασήμαντο, αν εμείς δεν το περιφρονήσουμε, τίποτα δεν είναι άσκημο, αν εμείς δεν το βρωμίσουμε, τίποτα δεν είναι φτηνό, αν εμείς δεν το «πουλήσουμε». Μάθαμε πως —στην τέχνη, στη σπουδή, σε κάθε δουλειά— κάθε τέλος είναι μια άλλη αρχή, κάθε «κέρδος» είναι ένα καινούργιο χρέος. Κι όλα αυτά δεν τα «δίδασκε» θεωρητικά ο Κουν, δεν τα «έλεγε» — τα έπραττε, κι η πράξη ήταν η Μεγάλη του Θεάτρου Σχολή του.

Στα 45 χρόνια της φιλίας και της συνεργασίας μας, δεν τον θυμάμαι ποτέ ικανοποιημένο, εφησυχασμένο, απροβλημάτιστο. Στους πιο καίριους σταθμούς της πολύπλαγκτης πορείας του —απ’ τη δημιουργία και την επιβολή του «Θεάτρου Τέχνης» ως τους θριάμβους του εδώ και στο εξωτερικό— τυραννιόταν αδιάκοπα για το «αύριο», για το «άλλο» που καιγόταν να φτιάξει, για το «αλλιώτικο» που διψούσε να πει, επίμονος ως την εξάντληση, ασυμβίβαστος ως την αυτοπυρπόληση.

Μόνο μία φορά τον είδα «παραιτημένο». Εδώ και λίγες μέρες, στην κλινική, μιλώντας για την υγεία του και για το θέατρό του, μου ψιθύρισε αποκαμωμένα:

«Δεν έχω πια λαχτάρα για το θέατρο…»

Τότε ένιωσα πως ο Κουν, που είχε ταυτίσει όλη τη ζωή του με το θέατρο, έφευγε απ’ τη ζωή, μια και το θέατρο δεν τη συντηρούσε πια…

Κανένας «συγγενής» δεν τον ξεπροβόδισε. Όμως, στο παρεκκλήσι, στη μητρόπολη, στην πομπή, στο κοιμητήρι, τον συντρόφευε ο σπαραγμός των «παιδιών» του, η οδύνη των φίλων του —όλων των πιο δικών από «δικούς»— αλλά κι η στοργή και το δέος αμέτρητων επώνυμων κι ανώνυμων. Έχοντας κάνει κανόνα ζωής και διδαχής την αγάπη και το σεβασμό για τον ανθρώπινο πόνο, ο Κουν έφυγε όσο λίγοι σεβαστός, αγαπημένος, πλήρης.

Πόσοι αξιώθηκαν μια τέτοιαν Έξοδο;

*Κείμενο-κατευόδιο του Μάριου Πλωρίτη για τον Κάρολο Κουν. Έφερε τον τίτλο «Κάρολος ο μοναδικός» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 22 Φεβρουαρίου 1987, λίγες ημέρες μετά το θάνατο του Κουν.

Ο μέγας θεατράνθρωπος Κάρολος Κουν γεννήθηκε στην Προύσα της Μικράς Ασίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1908 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 1987.