Μία μακρά συζήτηση με ορίζοντα το 2026, οπότε και θα ανανεωθεί η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας Ελλάδας – ΗΠΑ, άνοιξε η τροπολογία της Γκρέις Μενγκ, της αμερικανίδας βουλευτού των Δημοκρατικών που εγκρίθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ωστόσο απέχει πολύ από το να φτάσει να ενταχθεί στον αμερικανικό αμυντικό προϋπολογισμό (NDAA) του 2024. Η τροπολογία είχε στόχο να βάλει στο τραπέζι την ιδιαίτερη αξία της ελληνοαμερικανικής συνεργασίας με επίκεντρο την ανάδειξη της σχέσης ασφάλειας ανάμεσα σε Αθήνα και Ουάσιγκτον.

Να γίνει μία καταγραφή πεπραγμένων. Και να υπογραμμιστεί η μεγάλη σημασία των αμερικανικών βάσεων κυρίως σε Αλεξανδρούπολη, Σούδα και Λάρισα. Ιδιαίτερα όπως αυτές αξιολογούνται υπό το πρίσμα και των τεκτονικών γεωπολιτικών αλλαγών που έχει φέρει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Μία κίνηση που μελετήθηκε καλά στις πραγματικές της διαστάσεις, τόσο στο περιεχόμενό της όσο και στον χρόνο που έγινε, όπως λένε καλά πληροφορημένες πηγές στην Ουάσιγκτον.

Σε μία χρονική περίοδο δε που οι τόνοι μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχουν πέσει χαμηλά και η Αγκυρα διεκδικεί μία επαναπροσέγγιση με τη Δύση, αρκετοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι ο ρόλος της Αθήνας στην περιοχή, την περίοδο που η Αγκυρα στεκόταν με διφορούμενες θέσεις και επενδύοντας στην ένταση εναντίον όλων, δεν πρέπει να ξεχαστεί.

Η τροπολογία κάνει λόγο και για την ανάγκη να διερευνηθεί η δυνατότητα για επέκταση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στη χώρα «με έμφαση στα νησιά». Αν και όσοι δηλώνουν ρεαλιστές εκτιμούν ότι δεν θα προχωρήσει η εν λόγω συζήτηση, με διαπραγμάτευση για διεύρυνση των τοποθεσιών που παρέχονται «διευκολύνσεις» στις ΗΠΑ και ήδη είναι πολλές, ωστόσο η περίοδος που ανοίγει το θέμα δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί κρίσιμη.

Η διαχείριση της Τουρκίας

Αθήνα και Άγκυρα έχουν δηλώσει την πρόθεσή τους να προχωρήσουν σε έναν διάλογο σε βάθος, με στόχο την οικοδόμηση εμπιστοσύνης, που θα μπορούσε υπό συνθήκες και σε βάθος χρόνου να οδηγήσει, εφόσον συνεχιστεί, ακόμα και στη Χάγη για την επίλυση της μίας και μόνης διαφοράς που αναγνωρίζει η ελληνική πλευρά, αυτήν της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Προϋπόθεση η μακρά διατήρηση του καλού κλίματος, η μη υποτροπή της έντασης, η διατήρηση λεπτών ισορροπιών και από τις δύο χώρες και η διάλυση της καχυποψίας που έχει ριζώσει μετά από σειρά ετών «πολεμικού κλίματος». Και αν η Αθήνα δηλώνει ότι δεν κάνει πίσω σε ζητήματα κυριαρχίας και εμμένει στις κόκκινες γραμμές της το ίδιο κάνει και η Αγκυρα, επιμένοντας σε πάγιες θέσεις και διεκδικήσεις.

Σε αυτό το περιβάλλον θετικής μεν διάθεσης, αλλά περιορισμένων ελπίδων για άμεσες λύσεις, οι ΗΠΑ επιχειρούν να διαχειριστούν διπλωματικά τον Ερντογάν σε πολύ μεγαλύτερο εύρος. Στόχος της Αθήνας είναι να κρατήσει τη συζήτηση για την ανανέωση της MDCA προς όφελός της και να μην επιχειρηθεί να συνδεθεί μη επωφελώς με ζητήματα που θα μπορούσαν να παρουσιαστούν από την πλευρά της Ουάσιγκτον ως θετικά βήματα αλλά την ίδια στιγμή θα κοστίζουν πιο ακριβά σε υποχωρήσεις που θα ζητούνται από την ελληνική πλευρά.

Η Τουρκία εξακολουθεί να έχει στο τραπέζι την απαίτηση αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών, το Κυπριακό παραμένει σε αδιέξοδο, το αίτημα για τα τουρκικά F-16 βαίνει προς υλοποίηση, η ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ εκκρεμεί και η Αγκυρα θέλει μερίδιο – μεταξύ άλλων – στα ενεργειακά τραπέζια της Ανατολικής Μεσογείου. Οι ΗΠΑ απατούν ενότητα στο ΝΑΤΟ και ηρεμία στην ευρύτερη περιοχή. Μία έντονη διπλωματική κινητικότητα με βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους και λεπτές ισορροπίες που θα κριθεί στις λεπτομέρειες.