Η ΕΚΤ θα ολοκληρώσει τον κύκλο της αύξησης των επιτοκίων που άνοιξε πριν από έναν χρόνο με μια τελευταία αύξηση 25 μ.β. τον Σεπτέμβριο. Αυτό εκτιμά ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.

Ο ίδιος τονίζει την ανάγκη να ακολουθήσει η Ελλάδα το παράδειγμα χωρών, όπως η Ιρλανδία, δημιουργώντας δημοσιονομικά μαξιλάρια ασφαλείας έναντι μελλοντικών οικονομικών κινδύνων.

«Είναι μία ένδειξη κινδύνου»

Ο διοικητής τονίζει χαρακτηριστικά: «θα ήθελα και εμείς να φτάσουμε σε αυτό το σημείο και το χρειαζόμαστε για έναν παραπάνω λόγο… Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Είναι μία ένδειξη κινδύνου».

Αν και σημειώνει ότι τα πρώτης τάξης ζητήματα της ελληνικής οικονομίας, όπως το δημοσιονομικό, έχουν λυθεί, τονίζει μια σειρά διαρθρωτικών αδυναμιών που χρήζουν αντιμετώπισης, όπως είναι η υψηλή φοροδιαφυγή, η χαμηλή συμμετοχή νέων και γυναικών στο εργατικό δυναμικό και τα προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος που εμποδίζουν το πάντρεμα προσφερόμενων και ζητούμενων θέσεων εργασίας.

Τέλος, εκτιμά ότι με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το συνολικό όφελος θα είναι υποχώρηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων κατά 70 μονάδες βάσης και των ομολόγων των τραπεζών κατά 100 μονάδες βάσης.

«Η επενδυτική βαθμίδα συνεπάγεται και τη στενή παρακολούθηση της Ελλάδας από τις αγορές »

Όπως εξηγεί έχουμε ήδη προεξοφλήσει το 50% του παραπάνω οφέλους στην προσδοκία των αγορών για την επενδυτική βαθμίδα και άρα απομένει ένα ακόμη 50% που θα έρθει με την τυπική ανάκτησή της. Ξεκαθαρίζει, πάντως, ότι η επενδυτική βαθμίδα συνεπάγεται και τη στενή παρακολούθηση της Ελλάδας από τις αγορές για τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας και την προώθηση μεταρρυθμίσεων.

Για το ζήτημα των χαμηλών αποδόσεων που προσφέρουν οι τράπεζες στους αποταμιευτές, παρά την αύξηση των επιτοκίων, ο κ. Στουρνάρας σημειώνει ότι αυτό μπορεί να λυθεί με την ενίσχυση του ανταγωνισμού μέσω της δυναμικότερης εισόδου των μικρότερων τραπεζών στην αγορά. Τέλος σημειώνει ότι από την προσέγγιση Ελλάδας και Τουρκίας θα προκύψει μεγάλο οικονομικό όφελος και για τις δύο χώρες.