Η Τζενίν δεν είναι απλώς μια πόλη στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη. Περιλαμβάνοντας έναν μεγάλο καταυλισμό προσφύγων, είναι ο χώρος όπου μένουν άνθρωποι που έχουν στερηθεί το δικαίωμα στην πατρίδα δύο φορές. Μία πρώτη φορά όταν έφυγαν το 1948 από τις πατρογονικές τους εστίες, στις ημέρες της Νάκμπα, της «καταστροφής», δηλαδή της μαζικής εκδίωξης Αράβων από την περιοχή που αποτέλεσε το κράτος του Ισραήλ. Και μία δεύτερη φορά από τη συστηματική άρνηση του Ισραήλ να κάνει οποιοδήποτε βήμα στην κατεύθυνση του να αποκτήσουν οι Παλαιστίνιοι δικό τους κράτος, υπονομεύοντας και καταργώντας στην πράξη τις συμφωνίες του Όσλο.

Και τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα από τη σημερινή ακροδεξιά κυβέρνηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου. Και ο λόγος είναι ότι πλέον έχουμε μια κυβέρνηση όπου ρητά στελέχη της υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει οποιαδήποτε εκδοχή παλαιστινιακού κράτους.

Η Ισραηλινή εκδοχή «λύσης ενός κράτους»

Παραδοσιακά η συζήτηση για τις εναλλακτικές λύσεις στο Παλαιστινιακό περιγράφεται ως επιλογή ανάμεσα σε «λύση ενός κράτους» και «λύση δύο κρατών». Η «λύση δύο κρατών» είναι αυτή που προέβλεπε ήδη από το 1948 ο ΟΗΕ, δηλαδή να φτιαχτούν δύο κράτη, ένα εβραϊκό και ένα αραβικό στην ιστορική Παλαιστίνη, στην περιοχή από τον Ιορδάνη μέχρι τη θάλασσα. Τη λύση αυτή αναγνωρίζουν ακόμη τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και σε αυτήν υποτίθεται ότι κατέτειναν και οι συμφωνίες του Όσλο. Ουσιαστικά, η Παλαιστινιακή Αρχή δημιουργήθηκε ως ένα πρόπλασμα του κράτους και ως μεταβατική πολιτική μορφή.

Αντιθέτως, η «λύση ενός κράτους», ήταν η ιστορική θέση του Παλαιστινιακού κινήματος, ως πρόταση για μία δημοκρατική Παλαιστίνη στην οποία θα συνυπάρχουν Εβραίοι και Άραβες, την οποία εγκατέλειψε όπως η PLO, η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, όταν αποδέχτηκε την προοπτική δύο κρατών. Παραδοσιακή η θέση αυτή παρέμεινε σημείο αναφοράς της παλαιστινιακής αριστεράς και των πιο ριζοσπαστών αντισιωνιστών Εβραίων.

Όμως, πλέον αναδύεται και ρητά μια άλλη εκδοχή «ενός κράτους», που έρχεται από την Ισραηλινή ακροδεξιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τοποθέτηση του Μπεζαλέλ Σμότριχ, εκ των ηγετών του κόμματος του Θρησκευτικού Σιωνισμού, που είναι τμήμα του κυβερνητικού συνασπισμού, και υπουργού της κυβέρνησης Νετανιάχου.

Ο Σμότριχ υποστηρίζει ότι είναι αδύνατο να συνυπάρξουν το Ισραήλ ως Εβραϊκό Κράτος και το παλαιστινιακό εθνικό αίτημα, καθώς το ίδιο το αίτημα για ένα παλαιστινιακό κράτος υπονομεύει το σιωνιστικό όραμα καθώς δεν μπορεί να γίνει δεκτό το αίτημα για ένα αραβικό κράτος στην Ιουδαία και τη Σαμάρια (δηλαδή την κατεχόμενη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη).

Κατά συνέπεια, για τους Ισραηλινούς ακροδεξιούς όπως ο Σμότριχ, η μόνη λύση είναι το Ισραήλ να προσαρτήσει ουσιαστικά τη Δυτική Όχθη, να ακυρώσει την όποια αυτοδιοίκηση διαθέτει η Παλαιστινιακή Αρχή και στους Παλαιστινίους να προσφέρει δύο επιλογές: όποιος θέλει μένει ως πολίτης του Εβραϊκού κράτους, αν και χωρίς δικαιώματα ψήφου στην Κνέσετ σε πρώτη φάση μόνο με δικαίωμα εκλογής δημοτικών αρχόντων. Όποιος δεν θέλει, θα βοηθηθεί να μεταναστεύσει σε όποιο αραβικό κράτος θέλει.

Οι απόψεις αυτές αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα εάν αναλογιστούμε ότι μιλάμε για τον νυν υπουργό Οικονομικών του Ισραήλ και στον οποίο έχουν ανατεθεί πολλά από τα διοικητικά καθήκοντα που αφορούν την κατεχόμενη Δυτική Όχθη. Επιπλέον, μιλάμε για κάποιον που το σπίτι του βρίσκεται σε περιοχή παράνομου εποικισμού της Δυτικής Όχθης και έχει συχνά κατηγορηθεί για ρητορική μίσους σε βάρος των Αράβων πολιτών του Ισραήλ

Μπορεί αυτή η άποψη να ακούγεται ακραία, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Νετανιάχου στο πρόσφατο παρελθόν είχε εξαγγείλει ως στόχο του την προσάρτηση της Κοιλάδας του Ιορδάνη, δηλαδή ένα τμήμα της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης.

Η διαρκής επιδείνωση της κατάστασης στη Δυτική Όχθη

Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί περιγράφουν την κατάσταση στη Δυτική Όχθη ως ένα ιδιότυπο καθεστώς απαρτχάιντ. Η αναλογία με το καθεστώς της Νότιας Αφρικής ήταν ακριβώς η διαμόρφωση μιας συνθήκης όπου ένας ολόκληρος πληθυσμός θεωρείται εκ των πραγμάτων ότι έχει λιγότερα δικαιώματα και μπορεί να υπάρξει μόνο ως υπήκοος δεύτερης κατηγορίας υφιστάμενος συνθήκη καταπίεσης και υπερεκμετάλλευσης.

Αυτό γίνεται πράξη με διάφορους τρόπους. Καταρχάς υπάρχουν οι ίδιοι εποικισμοί. Από το 1967 έχει χτίσει πάνω από 130 εποικισμούς και έχει βοηθήσει στην κατασκευή άλλων 140 εκτός σχεδίου εγκαταστάσεων. Συνολικά πάνω από 700.000 Ισραηλινοί έποικοι ζουν στην Δυτική Όχθη, εκ των οποίων 230.000 στην Ανατολική Ιερουσαλήμ.

Οι εποικισμοί όχι μόνο αποσπούν σημαντικό μέρος της έκτασης που υποτίθεται ότι προοριζόταν για το Παλαιστινιακό κράτος, αλλά και κατακερματίζουν την ίδια την έκταση της Δυτικής Όχθης. Προσθέστε σε αυτό τον επιπλέον τεμαχισμό που φέρνουν οι οδικοί άξονες που συνδέουν τους εποικισμούς μεταξύ τους και με το Ισραήλ, αλλά και οι κάθε είδους φράχτες που υψώνονται. Την ίδια στιγμή μέσα στην υπονόμευση κάθε δυνατότητας για δυναμική τοπική οικονομική ανάπτυξη, αυτό που απομένει για αρκετούς Παλαιστινίους είναι να απασχολούνται ως φτηνό εργατικό δυναμικό στην άλλη πλευρά.

Και δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος ορίζοντας βελτίωσης της κατάστασης καθώς και οι εποικισμοί συνεχίζονται και η υφαρπαγή σπιτιών ή εκτάσεων Παλαιστινίων.

Μια νέα πιο αποφασισμένη γενιά

Όλα αυτή η κατάσταση είναι εύλογο να προκαλεί αντιδράσεις. Παρά την παραλυτική κατάσταση στην ίδια την Παλαιστινιακή Αρχή, ένα μέρος της νέας γενιάς αναζητά τρόπο να αντισταθεί. Αυτό που κάνει τη διαφορά από την προηγούμενη – δεύτερη – Ιντιφάντα, είναι ότι υπάρχει ένα νεανικό δυναμικό που δείχνει έτοιμο να δοκιμάσει δυναμικές μορφές αντίστασης και να περάσει στην ένοπλη δράση.

Αυτό με τη σειρά του διαμορφώνει μια νέα ανησυχία στην ισραηλινή πλευρά που είναι αντιμέτωπη με νέα δεδομένα, καθώς αυτό διαμορφώνει μια «απειλή» διαφορετική από π.χ. τις ρουκέτες τα Χαμάς από τη Γάζα, τις οποίες κυρίως αναλαμβάνει ο «Ατσάλινος Θόλος», το αντιαεροπορικό σύστημα του Ισραήλ.

Απέναντι σε αυτό η επιλογή είναι η κλιμάκωση των ισραηλινών στρατιωτικών επιχειρήσεων εντός της Δυτικής Όχθης, συμπεριλαμβανομένων – για πρώτη φορά εδώ και είκοσι χρόνια – και αεροπορικών επιθέσεων.

Η διαχείριση της πολιτικής κρίσης μέσω πολεμικών επιχειρήσεων

Όλα αυτά δεν είναι άσχετα και με την βαθιά πολιτική κρίση στο ίδιο το Ισραήλ. Οι μεγάλες και παρατεταμένες διαδηλώσεις ενάντια στη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, δείχνουν ακριβώς ότι η ισραηλινή κοινωνία παραμένει ιδιαίτερα διαιρεμένη. Αντιμέτωπος με αυτό το κύμα αντιδράσεων στην πολιτική του, δεν είναι τυχαίο ότι ο Νετανιάχου προκρίνει σήμερα τις επιθετικές πολεμικές επιχειρήσεις που δεν αναλογούν μόνο στις πολιτικές θέσεις των κυβερνητικών εταίρων του, αλλά και δεν πρόκειται να προκαλέσουν αντιδράσεις της αντιπολίτευσης.

Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ γίνονται μεγάλες διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης, σχεδόν τίποτα δεν ακούγεται σε αυτές για τα προβλήματα από τη συνεχιζόμενη πολιτική των εποικισμών ή από το νέο κύμα στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Το διαρκές αδιέξοδο

Είναι σαφές ότι με αυτά τα δεδομένο καμιά πραγματική προοπτική διαπραγματεύσεων δεν υπάρχει. Το Ισραήλ επενδύει στην στρατιωτική ισχύ του, στη διάσπαση του Παλαιστινιακού κινήματος και το πολύ μειωμένο κύρος της Παλαιστινιακής Αρχής. Την ίδια στιγμή προσπαθεί να διαμορφώσει όσο το δυνατόν περισσότερα «τετελεσμένα» μπορεί που να ακυρώνουν κάθε προοπτική επίλυσης.

Και ακόμη και εάν αποφεύγει την τυπική προσάρτηση της Δυτικής Όχθης, κυρίως γιατί οι ΗΠΑ δεν θα ήθελαν τώρα μια τέτοια χειρονομία που θα ακύρωνε τα σχέδια επαναπροσέγγισης με τις πιο συντηρητικές αραβικές δυνάμεις, σίγουρα κάνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.

Επιπλέον, στηρίζεται αναβαθμισμένες σχέσεις που έχει με τις ευρωπαϊκές χώρες, ώστε αυτές να μην παίρνουν φιλοπαλαιστινιακές θέσεις. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ίσως η Γερμανία όπου ένα μέρος του κινήματος αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη (αυτό που υποστηρίζει την ανάγκη μποϊκοτάζ, κυρώσεων και αποεπένδυσης) αντιμετωπίζεται ως περίπου αντισημιτικό.

Όμως, θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ταυτόχρονα και εκ των πραγμάτων κινείται και στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Ο συνδυασμός ανάμεσα στην επιδείνωση της κατάστασης στη Δυτική Όχθη, τα διαρκή προβλήματα στη Γάζα και την πίεση προς τους Άραβες-Παλαιστινίου του Ισραήλ, με έναν τρόπο ενοποιεί όλα τα κομμάτια των Παλαιστινίων. Η ακύρωση της λύσης των δύο κρατών ολοένα και περισσότερο αναδεικνύει το ζήτημα με το τι θα γίνει στο ένα κράτος, αυτό που εκ των πραγμάτων υπάρχει από τον Ιορδάνη μέχρι τη θάλασσα. Και σε αυτό το δυνάμει κράτος περίπου ο μισός πληθυσμός δεν είναι Εβραϊκός. Και εάν η μία λύση είναι αυτή που επιδιώκει η ισραηλινή ακροδεξιά και φιγούρες όπως ο Σμότριχ, η άλλη είναι όντως να τεθεί με νέους όρους το ερώτημα του ενός κράτους ως δημοκρατική λύση συνύπαρξης Εβραίων και Αράβων.