Πιο αισιόδοξες από κάθε άλλη φορά είναι οι διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών ομίλων για τις επιδόσεις τους στην εν εξελίξει άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, η οποία έχει εισέλθει πλέον στην τελική ευθεία. Με διαβατήριο τα ισχυρά κέρδη της χρήσης του 2022, ο ισολογισμός της οποίας θα αποτελέσει τη βάση για την εκτίμηση των αντοχών τους στο ακραία σενάριο των stress tests και με τις προοπτικές για την οργανική τους κερδοφορία ευοίωνες, οι πιθανότητες μιας αρνητικής έκπληξης στις προγραμματισμένες για τα τέλη Ιουλίου ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων είναι σύμφωνα με αναλυτές εξαιρετικά χαμηλές.

Καμία ανησυχία δεν εμπνέουν επίσης οι παραδοχές που θα λάβει υπ’ όψιν της η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA) για το μακροοικονομικό περιβάλλον και την πορεία των τιμών των ακινήτων στην τριετία 2023-2025.

Οι τιμές των ακινήτων

Μπορεί σε σύγκριση με προηγούμενες ασκήσεις η πρόβλεψη για τη μεταβολή του ΑΕΠ να είναι δυσμενέστερη, ωστόσο οι υποθέσεις για την κατάσταση στην κτηματαγορά, που επιδρά καθοριστικά στον τρόπο υπολογισμού των πιθανών ζημιών στα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών, είναι σαφώς καλύτερες.

Συγκεκριμένα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας έως το 2025 διαμορφώνεται στο 1,8% έναντι 1,2% στις ασκήσεις του 2021 (περίοδος 2021-2023). Ωστόσο, την ίδια στιγμή η εκτιμώμενη πτώση των τιμών σε οικιστικά και εμπορικά ακίνητα ανέρχεται σε 2,1% και 5,8% αντίστοιχα έναντι -3,4% και -8,7% στα προηγούμενα stress tests.

Το σημείο εκκίνησης

Με αυτά τα δεδομένα και λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το σαφώς καλύτερο σημείο εκκίνησης των τεσσάρων μεγάλων ομίλων, στην αγορά υπάρχει η πεποίθηση ότι η άσκηση θα πιστοποιήσει την ισχυροποίηση του εγχώριου κλάδου μετά τον επιτυχημένο μετασχηματισμό του και τη δυνατότητά του να αντεπεξέρχεται ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Όπως επισημαίνει σχετικά τραπεζική πηγή, σε αντίθεση με δύο χρόνια νωρίτερα, αυτή τη στιγμή όλοι οι συστημικοί έχουν μειώσει τους δείκτες καθυστερήσεων σε μονοψήφια επίπεδα, διαθέτουν κεφαλαιακή επάρκεια αρκετά πάνω από τα ελάχιστα εποπτικά όρια και οι προοπτικές ενίσχυσης της κερδοφορίας τους είναι σημαντικές.

Ως εκ τούτου θεωρείται από τους αναλυτές απίθανο να ζητηθούν κινήσεις ενίσχυσης των κεφαλαίων τους από τον επόπτη. Αλλωστε, η υψηλή κερδοφορία του 2022, που έφτασε τα 3,6 δισ. ευρώ, οι προβλέψεις για καθαρό αποτέλεσμα της τάξεως των 2,7 δισ. ευρώ εφέτος, στο τρέχον περιβάλλον υψηλών επιτοκίων, αλλά και οι ανοιχτές αγορές για έκδοση ομολόγων από τις ελληνικές τράπεζες με ικανοποιητικούς όρους, περιορίζουν αισθητά τους κινδύνους.

Πλεόνασμα 1,4 δισ. ευρώ

Ενδεικτικό των προοπτικών περαιτέρω αύξησης των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας τα επόμενα χρόνια είναι το νέο επιχειρησιακό πλάνο της περιόδου 2023-2025 που παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα στην επενδυτική κοινότητα η Alpha Bank. Ο CEO της τράπεζας Βασίλης Ψάλτης υποσχέθηκε τη δημιουργία ενός μαξιλαριού κεφαλαίων τουλάχιστον 1,4 δισ. ευρώ, σε σχέση με όσα απαιτούνται για τη στήριξη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ομίλου, η οποία θα ανοίξει τον δρόμο για τη γενναία επιβράβευση των μετόχων της, αρχής γενομένης από την ερχόμενη χρονιά. Όπως είπε σχετικά, στόχος της στρατηγικής που θα εφαρμοστεί αποτελεί η διαμόρφωση του δείκτη απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (RoTE) στο 12% το 2025 από 10% εφέτος, με ταυτόχρονη εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου της τάξεως των 2,3 δισ. ευρώ, τόσο με οργανικό τρόπο (1,9 δισ. ευρώ) όσο και με τη μετατροπή αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (400 εκατ. ευρώ).

Με τον τρόπο αυτόν, και παρά τη σχεδιαζόμενη επιστροφή κεφαλαίου στους μετόχους, το 2025 ο δείκτης CET1 αναμένεται να αναρριχηθεί στο 16%, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν ενδεχόμενη θετική επίδραση από συναλλαγές συνθετικών τιτλοποιήσεων που είναι πιθανό να υλοποιηθούν.

Το επιτοκιακό περιθώριο

Στις προοπτικές αύξησης των κερδών στον τραπεζικό τομέα, ως αποτέλεσμα της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), αναφέρθηκε και ο CEO της Τράπεζας Πειραιώς Χρήστος Μεγάλου, μιλώντας την περασμένη εβδομάδα σε διεθνές τηλεοπτικό δίκτυο. Η εκτίμησή του είναι ότι καθαρό επιτοκιακό περιθώριο θα σταθεροποιηθεί στη ζώνη του 2,3%-2,4%, χαρακτηρίζοντάς το πολύ καλό επίπεδο για μια ευρωπαϊκή τράπεζα. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η αναμενόμενη, όπως είπε, αύξηση του επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων προς το όριο του 3,75%, θα καταστήσει αναγκαίες κάποιες προσαρμογές στις αποδόσεις των λογαριασμών προθεσμίας το επόμενο διάστημα.

Πηγή ΟΤ