Οι πρώτες βίαιες κατασταλτικές αντιδράσεις της τουρκικής εξουσίας αμέσως μετά την Ελληνική Επανάσταση είναι τα παλουκώματα, ατομικά ή ομαδικά, αντίποινα και αντεκδικήσεις της στρατιωτικής ηγεσίας ή του φανατισμένου οθωμανικού όχλου. Ο πρώτος διοβελισµός µε θύμα τον Αθανάσιο Διάκο στην Αλαμάνα, απαθανατίστηκε με το πασίγνωστο λαϊκό δίστιχο: «Τον Διάκον τόνε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν / Ολόρτο τόνε στήσανε κι᾽ αυτός χαμογελούσε»… Με παλούκωμα όμως απειλούσαν και οι Κλέφτες τους διώκτες τους:

Κι’ ο μπέης τσελάτην έκραξε κρυφά τον κουβεντιάζει / Γιά τράβα το βαρύ σπαθί και πἀρ᾽ του το κεφάλι

Κι’ ο ψυχογιός του τόνιωσε και τον Τασούλα κράζει / – Σήκω Τάσιο νά φύγουμε, σήκω Τάσιο νά πάμε

Στο παραθύρι ρίχτηκαν, στον δρόμον εβρεθήκαν / – Αν σέ τσακώσω, μπέη µου, στή σούβλα θά σέ ψήσω.

(Α.Passow, Τραγούδια Ρωμαίικα, Λειψία 1860).

Είναι επακριβής περιγραφή της μεθόδου πού ακολουθούσαν οι Τούρκοι επί αιώνες για το παλούκωμα. Μετά το σούβλισμα κάρφωμα του πασσάλου στο χώμα πριν ακόμα ξεψυχήσει το θύμα. Ο Διάκος θανατώθηκε «υπό την ὀδυνηροτέραν σωματικήν βάσανον», σχολιάζει ο Φιλήμων. Έγιναν, ωστόσο, και χειρότερα. Τον Απρίλιο του 1821, αμέσως μετά την επανακατάληψη της Πάτρας οπό τον Γιουσούφ πασά εγκαινιάζονται οι αγριότητες για την καταπτόηση των επαναστατών. «Ὃν τινα οι Τούρκοι συνελάμβανον ή κατεκρεούργουν, ή έρριπτον χαμαί και έσφαττον ὡς ζώον.

Πατέρα δέ και υιόν τον Μήτρον Βεγουλόπουλον, αναπείραντες (ἀφού τον σούβλησαν) ἤναψαν πυράν, και τους Έλληνας αιχμαλώτους εβίασαν ἵνα ψήσωσιν του τους, τον ένα κατόπιν του άλλου». Ο Αλή πασάς, όμως, είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο εξαναγκάζοντας συγγενείς κρατουμένων, υπό το κράτος του παραλυτικού τρόμου πού εξουθενώνει τον άνθρωπο και συντρίβει την αντίσταση, παρασύροντας και τον έσχατο φραγμό μέσα στή δίνη του πανικού και της αλλοφροσύνης, νά ψήνουν με τά χέρια τους σουβλισμένους συγγενείς γιά νά αποφύγουν οιίδιοι το παλούκωμα.

Μέ την ἑλληνική Ἐπανάσταση τά παλουκώματα γενικεύτηκαν. Γίνονταν, μάλιστα, κάτω από τά βλέμματα των Ἑλλήνων, σέ πολιορκίες ή σέ αγώνες θέσεων, ύστερα από στρατιωτικές νίκες ή κατάληψη ὀχυρωμένων οικισμών.

Κατά τον Σπ. Τρικούπη ο Μεχμέτ πασάς «κοινοποιήσας αυτῷ την σκληράν απόφασιν (του διοβελισμού), τῷ έδωκεν εις χείρας και το άτιμον και ὄδυνηρόν εργαλείον του θανάτου και τῷ είπε νά τον ακολουθήση βαστων αυτό». Βρήκε «πολυώδυνον θάνατον τρείς ώρας βασανιζόμενος» (Ιστορία της Ἑλληνικής Ἐπαναστάσεως, Ἐν Λονδίνῳ 1860, τ. Α΄, σ. 229). Ο Φιλήμων καταγράφει και τη λαϊκή παράδοση ότι μετά το παλούκωμα τον έψησαν — «τότε διετάγη ἡ άνασκολόπισις και ἡ διά πυράς όπτησις του του». Τά περί εξαναγκασμού του Διάκου νά μεταφέρει το παλούκι του μαρτυρίου θυμίζουν την υποχρέωση των καταδίκων σέ σταυρικό θάνατο, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, νά μεταφέρουν το patibulum, το οριζόντιο δοκάρι του σταυρού, στον τόπο των εκτελέσεων.

Ο πρόξενος της Αγγλίας στην Πάτρα το 1821 Philip Green γράφει στο Ἡμερολόγιό του ότι παλουκώθηκαν με διαταγή του Γιουσούφ δύο Έλληνες πού μπήκαν στην Πάτρα γιά συγκέντρωση πληροφοριών.

Το ότι ο διοβελισµός και ἡηθανάτωση στην πυρά αποτελούσε καθημερινή πρακτική στο τυραννικό κράτος του Αλήπασα φαίνεται από την έμμετρη Βιογραφία του Βεζύρη πού έγραψε ο Αλβανός Χατζή Σεχρέτης (Κων. Σάθας, Αληπασάς, Εν Αθήναις 1870). Σ᾽αυτό το βάρβαρο στιχούργημα του απελέκητου Τουρκαλβανού υμνωδού του Αλή γίνονται πάμπολλες αναφορές σε παλουκώματα και πυρές οικισμών, με σκοπό την κατάρρευση του ηθικού των επαναστατών και κυρίως τον εξαναγκασμό των πληθυσμών σε προσκύνημα ή συνεργασία. Κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς, σε μια αψιμαχία κοντά στα τείχη αιχμαλωτίσθηκε ένας Έλληνας, πού είχε προχωρήσει πολύ, από το ιππικό των πολιορκημένων. Οι Τούρκοι, γράφει ο αυτόπτης Γάλλος εθελοντής Voutier, «τον σούβλισαν και τον έψησαν μπροστά στα μάτια μας».

Τρομοκρατικές επιδρομές

Μετά την επανακατάληψη της Αθήνας από τους Τούρκους, τον Ιούλιο του 1821, και τη φυγή των κατοίκων στη Σαλαμίνα, άρχισαν τρομοκρατικές επιδρομές στα χωριά της Αττικής. Αφηγείται ο Άγγλος κληρικός Waddington πού συγκέντρωσε πληροφορίες ύστερα από επιτόπια έρευνα: «Γεροβοσκούς, καλόγερους, γυναίκες, παιδιά πού αιχμαλώτιζαν τους κατακομμάτιαζαν στις πλατείες ή στο κατώφλι του σπιτιού τους. Μερικούς τους παλούκωναν κιόλας για να κορέσουν τη θηριωδία τους».

Όλοι σχεδόν οι Έλληνες και ξένοι απομνημονευματογράφοι του Αγώνα αναφέρουν θανατώσεις αιχμαλώτων με διοβελισµό και στην πυρά. Ο Κασομούλης μνημονεύει το φριχτό τέλος ενός πατριώτη καλόγερου πού αιχμαλωτίσθηκε σε μια αποστολή κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου: «Κι᾽ αφού τον ηὗραν γιομάτους τους κόρφους φύλλα διαφόρων τραγουδιών Ἑλληνικών κατά των Τούρκων, την αυγήν τον παλούκωσαν απέναντι ἡμών και τον άφησαν νά τον βλέπωμεν εκ του μακρόθεν». Ο Francois Pouqueville γράφει ότι κατά την πολιορκία της Μονεμβασίας στην αρχή του Αγώνα, οι Τούρκοι, σε μια αιφνιδιαστική έξοδό τους, αιχμαλώτισαν τριάντα Μανιάτες. Δύο απ᾽ αυτούς παλουκώθηκαν και ψήθηκαν ζωντανοί.

Στα Απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης αναφέρεται συχνά στα παλουκώματα. οι μνήμες είναι ακόμα ζωντανές από τον Αγώνα και τους αιώνες της δουλείας. «Εκείνους οπού τους κυρίεψε τους έκαιγε (ο Τούρκος) εις τους φούρνους, τους έκοβε τις γλώσσες, και τους παλούκωνε». «Οι κάτοικοι έλπιζαν να τους παλουκώσουν», «πιές, του λέω, είναι διά την τζελατίνα (καρμανιόλα) και παλούκι των αγωνιστών», «Θα μας παλουκώσετε… οι παλουκωμένοι άλλο παλούκι δεν μπαίνει».

Απόηχος αυτού του μαρτυρίου πού πάγωνε το αίμα των Ελλήνων στα χρόνια της σκλαβιάς και του Αγώνα είναι οι παροιμιώδεις φράσεις και λέξεις πού έχουν επιβιώσει στον καθημερινό λαϊκό λόγο. «Αυτός είναι του σκοινιού και του παλουκιού» – κακούργος δηλαδή πού του ταιριάζουν αγχόνη και σούβλισμα, «του μπήκε παλούκι στον πισινό», «τα βρήκε παλούκια», «αυτό είναι μεγάλο παλούκι», «καλάμια και παλούκια», «όποιος πηδάει πολλά παλούκια…», «του χρειάζεται σούγλεσμα», και η παλιά κατάρα: «να σε βρεί η λαχτάρα του παλουκιού».

Μαζικά παλουκώματα έγιναν στην Κωνσταντινούπολη μόλις έφτασε ἡ είδηση για την επανάσταση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Αφηνιασμένα πλήθη μουσουλμάνων ρίχνονταν στα ελληνικά σπίτια, άρπαζαν χωρίς διάκριση τους ενοίκους και τους έσερναν στις πλατείες όπου σουβλίζονταν από μεθυσμένους και φανατικούς Τούρκους κάτω από συνθήκες εφιαλτικές. Τα ομαδικά παλουκώματα και τις άλλες βαρβαρότητες του όχλου παρακολούθησε ένας Γερμανός τεχνίτης, ο Johann Willhelm August Streit. Εκεί δεν ακολουθούσαν την παραδοσιακή μέθοδο διοβελισμού. Αντί παλουκιού χρησιμοποιούσαν σιδερένιες σούβλες. Τις στερέωναν στο χώμα και πάνω τους κάρφωναν τα θύματά τους για μαρτυρικό θάνατο.

Τα σιδεροπάλουκα ήταν περίπου ογδόντα, γράφει ο Streit. Συγκέντρωσαν περίπου 65 Έλληνες όλων των ηλικιών, ακόμα και γυναίκες, μπροστά στις σούβλες και τους κύκλωσαν με γυμνά σπαθιά. «Δύο κακούργοι σήκωσαν ψηλά έναν Έλληνα και μια Ελληνίδα και τους κάθισαν με δύναμη πάνω στο κοφτερό και αιχμηρό σιδεροπάλουκο έτσι πού η αιχμή, διατρυπώντας τα σπλάχνα, έφτασε στο στήθος. Παλούκωσαν έτσι σαραντατέσσερες. Καθώς ήταν διοβελισμένοι σπαρταρούσαν σαν τα σκαθάρια πού τα παιδιά καρφώνουν με τη βελόνα για να διασκεδάσουν. Ένα ουρλιαχτό θανατερής αγωνίας ανέβαινε ως τον ουρανό. Κρατούσε μια περίπου ώρα, έσβηνε και τα κεφάλια έγερναν στο πλάι».

Όπως ήταν φυσικό δεν άργησαν και οι τουρκομαθημένοι Έλληνες να μιμηθούν τις αγριότητες των τυράννων τους. Πάσσαλος πασσάλῳ εκκρούεται. Παλούκωναν και εκείνοι με την ίδια ευκολία Οθωμανούς. Πράξεις αντιποίνων, συνήθως, ή αντεκδίκηση. Όταν ο Κιουταχής σούβλισε κατά τη δεύτερη πολιορκία της Ακρόπολης δύο Έλληνες, οι πολιορκημένοι αξίωσαν άμεση ανταπόδοση. Γράφει ο Αθηναίος αγωνιστής Ν. Καρώρης: «Αφ᾽ οὗ εξημέρωσεν εἴδομεν δύο ανθρώπους παλουκωμένους εις την Πνύκα απέναντι του φρουρίου… το έβλεπον όλοι µέ αγανάκτησιν και πολλοί απέβλεπον νά εκδικηθώσι με ομοιότροπον θανάτωμα Τούρκων αιχμαλώτων» και όχι μόνο Τούρκους.

Αυτή τη μέθοδο βασανιστικού θανάτου συνήθιζαν και διάφορα σλαβικά φύλα κατά τις επιδρομές τους στις παρυφές της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τον ΣΤ΄ κιόλας αιώνα. Ο Προκόπιος ιστορεί ότι σε μια εισβολή τους στην Ιλλυρία και τη Θράκη θανάτωσαν τους αιχμαλώτους μπήγοντας μυτερά παλούκια στη γη, καθίζοντας τα θύματα πάνω στις αιχμές με ορμή και πιέζοντάς τα ώστε οι πάσσαλοι να εισχωρήσουν και να καρφωθούν βαθιά στα σπλάχνα.

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος

Στα Απομνημονεύματα Αθηναίων Αγωνιστών (Αθήνα 1957), αναφέρεται ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος «συλλαθών δύο χριστιανούς αθώους Έλληνας, τους εσούβλισε, τους έψησεν ώς σφάγια εις το πύρ βραδύνων τον θάνατον αυτών διά μεγαλυτέραν βάσανον». Αθώοι, μπορεί να μην ήταν, η τιμωρία όμως αποκαλύπτει πόσο είχε αφομοιώσει ο καπετάνιος της Ρούμελης τα σπουδάσματά του στη σχολή θηριωδίας του Αλήπασα.

Πραγματικά, στο σεράι του Βεζύρη οι θανατώσεις στην πυρά αποτελούσαν μια από τις συχνότερες τιμωρίες εχθρών της εξουσίας. Ο Άγγλος γιατρός Thomas Smart Hughes πού περιηγήθηκε την επικράτεια του Αλή (1813-1814) γράφει στο χρονικό του πώς έκαιγαν τους μελλοθάνατους σε σιγανή φωτιά.

Ο Barthelemy Bacheville, αξιωματικός στη φρουρά του Ναπολέοντος και ύστερα μισθοφόρος στα Γιάννενα, αφηγείται ότι ο Αλής έδωσε εντολή να σουβλίσουν κάποιον κρατούμενο και να τον ψήσουν ζωντανό. Ανάγκασε μάλιστα τους γονείς του να συνδαυλίζουν και να τροφοδοτούν τη φωτιά. Απήχηση του μαρτυρίου της πυράς είναι το δημοτικό τραγούδι για τον Κατσαντώνη:

Πού πάς βελή ντερβέναγα, ρετσάλη του βεζύρη;

Δέν είναι δώ τά Γιάννενα, δέν είναι δώ ραγιάδες

Γιά νά τους ψένεις σάν τραγιά, σάν τά παχειά κριάρια.

Λίγα χρόνια πριν στο Μωριά, κατά την καταδίωξη των Κλεφτών, ο Τούρκος διοικητής «έψηνεν εις την σούβλαν» όσους αιχμαλώτιζε. Υπήρχαν και άλλες παραλλαγές. Άλειφαν το θύμα με πίσσα και το λαμπάδιαζαν. Τέτοιο θάνατο βρήκε το 1822 ο Γιαννιώτης Γ. Καλέντσης, πού κατηγορήθηκε ότι κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου ειδοποίησε κρυφά τους Έλληνες για το εχθρικό σχέδιο αιφνιδιαστικής εφόδου. Χαλκεύθηκε εναντίον τους κατηγορία για μυστική συνεννόηση με τον Κιουταχή. Υποβλήθηκαν σε αποτρόπαια βασανιστήρια στην Ακρόπολη και ύστερα από τις «ομολογίες» τους κρεμάστηκαν ένας ένας από τα τείχη μπροστά στους πολιορκητές.