Ενα νέο τοπίο στη Μέση Ανατολή. Ενας γεωπολιτικός θρίαμβος για την Κίνα και τον Σι Τζινπίνγκ. Εμφανής αμηχανία για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Τζο Μπάιντεν. Μια ξεκάθαρη ήττα για το Ισραήλ και τον Μπενιαμίν Νετανιάχου. Στα παραπάνω τέσσερα συμπεράσματα μπορεί να συνοψιστεί, σε γενικές γραμμές, ο άμεσος απόηχος της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν την Παρασκευή η Σαουδική Αραβία και το Ιράν για την αποκατάσταση των διπλωματικών τους σχέσεων. Μια συμφωνία η οποία έρχεται να αλλάξει τα δεδομένα και τις ισορροπίες σε μια από τις παραδοσιακά πιο ταραγμένες περιοχές του πλανήτη, ενώ είναι σαφές πως έχει και διεθνείς προεκτάσεις, όπως μαρτυρούν και αρκετά από τα σχόλια διεθνών ΜΜΕ.

«Η διπλωματική επαναπροσέγγιση ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και το Ιράν, μετά από χρόνια που οι δύο χώρες βρίσκονταν αντιμέτωπες σε συγκρούσεις δι’ αντιπροσώπων σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, αποτέλεσε ένα επίτευγμα για την Κίνα, η οποία διαμεσολάβησε για να επιτευχθεί η συμφωνία», σημειώνουν σε σχετική ανάλυσή τους οι «New York Times». Η συμφωνία αυτή «περιλαμβάνει ένα στοιχείο το οποίο είναι βέβαιο ότι θα κάνει τους αξιωματούχους στην Ουάσιγκτον να αισθάνονται βαθύτατα άβολα – τον ρόλο της Κίνας ως ειρηνοποιού σε μια περιοχή στην οποία οι ΗΠΑ ασκούν παραδοσιακά επιρροή», τονίζει από την πλευρά του το Reuters. Η εξέλιξη αυτή «σηματοδοτεί ένα σοβαρό πλήγμα για τον βασικό στόχο της εξωτερικής πολιτικής του πρωθυπουργού του Ισραήλ: να διαμορφώσει μια συμμαχία που στο επίκεντρό της θα έχει την απομόνωση του Ιράν», αναφέρει και η «Wall Street Journal».

Τα εύσημα στους Κινέζους

Οσον αφορά την Κίνα, η επιτυχία είναι προφανής. Ριάντ και Τεχεράνη έσπευσαν να απονείμουν τα εύσημα στο Πεκίνο και τον Σι, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στον ρόλο τους. Ο κινέζος πρόεδρος άλλωστε είχε πρόσφατα πραγματοποιήσει συναντήσεις με τους ηγέτες και των δύο χωρών – τον περασμένο Δεκέμβριο είχε επισκεφθεί στη Σαουδική Αραβία τον Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, ενώ τον Φεβρουάριο υποδέχθηκε τον ιρανό ομόλογό του Ιμπραήμ Ραϊσί – κάτι που σημαίνει ότι πιστώνεται και προσωπικά αυτή την επιτυχία.

Σε σχέση με τις ΗΠΑ, από την άλλη, οι πρώτες αντιδράσεις μετά την επισημοποίηση της συμφωνίας μαρτυρούν τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται. Ειδικά καθώς η σταδιακή επαναπροσέγγιση Ισραήλ και αραβικών χωρών, με βάση της αποκαλούμενες «Συμφωνίες του Αβραάμ» που είχαν υπογραφεί επί Τραμπ, έμοιαζε να επιβεβαιώνει πως έχουν το πάνω χέρι. «Οι Σαουδάραβες μας κρατούσαν ενήμερους για τις συνομιλίες που διεξήγαγαν, όπως τους κρατάμε και εμείς για τις δικές μας, αλλά δεν είχαμε άμεση ανάμειξη» δήλωσε χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, Τζον Κίρμπι. Ο δε Μπάιντεν – ο οποίος είχε επίσης επισκεφθεί το Ριάντ τον Απρίλιο του 2022 – επιχείρησε να… πετάξει την μπάλα στην εξέδρα όταν ρωτήθηκε σχετικά από δημοσιογράφους, απαντώντας ότι «η βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και τους άραβες γείτονές του είναι καλύτερη για όλους».

Ανταλλαγή αιχμαλώτων

Πέρα από όλα τα παραπάνω, βεβαίως, η αλήθεια είναι πως η συμφωνία πρέπει να αποδείξει στην πράξη ότι μπορεί να αντέξει στον χρόνο και τις προκλήσεις που θα ακολουθήσουν (ενδεχομένως και κάποιες προβοκάτσιες από όσους έχουν λόγους να την τορπιλίσουν). Ταυτόχρονα, δεν διασφαλίζει σε καμία περίπτωση τον άμεσο τερματισμό όλων των συγκρούσεων στις οποίες Ιράν και Σαουδική Αραβία εμπλέκονται άμεσα και από αντίπαλα στρατόπεδα – άρα και την επικράτηση της ειρήνης στη Μέση Ανατολή.

Η σημασία της ωστόσο είναι αδιαμφισβήτητη και οι συνέπειές της μεγάλες. Η χθεσινή ανακοίνωση της Τεχεράνης ότι έφθασε σε συμφωνία με τις ΗΠΑ για ανταλλαγή αιχμαλώτων ίσως δεν είναι τυχαία.