Σημαντικές ομοιότητες αλλά και ορισμένες καθοριστικές διαφορές φέρεται – σύμφωνα με εμπειρογνώμονες – ότι έχει με την πρόσφατη πολύνεκρη τραγωδία στα Τέμπη το σιδηροδρομικό ατύχημα στο Αδενδρο Θεσσαλονίκης πριν από έξι χρόνια που κόστισε τη ζωή σε τρία άτομα και τον τραυματισμό άλλων δέκα!

Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ζήτησε να επανεξεταστεί το εν λόγω σιδηροδρομικό συμβάν που σημειώθηκε τον Μάιο του 2017 με τον εκτροχιασμό μιας αμαξοστοιχίας προκειμένου να διαπιστωθεί αν οδήγησε στη λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να αποτρέψουν το φρικιαστικό ατύχημα, πριν από 10 ημέρες, με τη σύγκρουση των δύο τρένων στη Θεσσαλία που κόστισε τη ζωή σε 57 άτομα, με κύριο συμπέρασμα ότι και τότε υπήρχαν αναφορές για την πιθανότητα αποτροπής του ατυχήματος, πέρα από το ανθρώπινο λάθος του μηχανοδηγού, αν λειτουργούσε το σύστημα τηλεδιοίκησης του σιδηροδρομικού δικτύου.

Υπήρχαν μάλιστα σχετικές προειδοποιήσεις και καταγγελίες συνδικαλιστών παρόμοιες με αυτές που ακούγονται σήμερα μετά το τωρινό ατύχημα που συγκλόνισε την κοινή γνώμη. Ομως η φύση κι οι συνθήκες του εν λόγω συμβάντος ήταν διαφορετικές. Στο ατύχημα της Θεσσαλονίκης οι ευθύνες επιρρίφθηκαν στους μηχανοδηγούς ενώ στη φρίκη στα Τεμπη κατά κύριο λόγο στους σταθμάρχες. Ακόμη, το έργο της τηλεδιοίκησης παρουσίαζε από τότε δισεπίλυτα προβλήματα και καθυστερήσεις που συνεχίστηκαν ύστερα και από τεκμηριωμένες αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Επιπλέον ο συρμός που εκτροχιάστηκε στο Αδενδρο δεν είχε σύστημα αυτόματης πέδησης. Μια έλλειψη που δεν θα απέτρεπε το συμβάν ακόμη κι αν «ενημερωνόταν» από τους – ανύπαρκτους πάντως – ηλεκτρονικούς αισθητήρες του σιδηροδρομικού δικτύου για την υπερβολική ταχύτητά του.

Το χρονικό του εκτροχιασμού

Εκείνο το δυστύχημα σημειώθηκε το Σάββατο 13 Μαΐου 2017, στις 21.36, όταν η αμαξοστοιχία Intercity 58, με 61 άτομα, εκ των οποίων τα 5 ήταν μέλη του πληρώματος, που εκτελούσε το δρομολόγιο Αθήνα – Θεσσαλονίκη, εκτροχιάστηκε λίγο έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό Αδένδρου. Ενας από τους 3 νεκρούς ήταν ο πρώτος μηχανοδηγός της αμαξοστοιχίας και στη θέση του βασικού κατηγορουμένου βρέθηκε ο δευτερος μηχανοδηγός. Από την έρευνα της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και του υπουργείου Μεταφορών προσδιορίστηκε ότι η αιτία του δυστυχήματος ήταν η υπερβολική ταχύτητα που άγγιζε τα 145 χιλιόμετρα την ώρα, ενώ το όριο στο σημείο ήταν τα 60 χλμ. την ώρα. Τότε είχαν αναπτυχθεί διάφορα σενάρια και εκδοχές ότι ο θανών μηχανοδηγός ίσως ήταν υπό την επήρρεια αλκοόλ ή το ενδιαφέρον του είχε εστιαστεί σε γυναίκα επιβάτη. Κάτι το οποίο ωστόσο δεν διαπιστώθηκε, ούτε μνημονεύεται στο σχετικό πόρισμα.

Οι καθυστερήσεις στη σύμβαση 717

Τότε υπήρχαν επερωτήσεις βουλευτών προς το υπουργείο Μεταφορών στις οποίες επισημαινόταν ότι «οι καθυστερήσεις στη σύμβαση 717/2014 (σ.σ.: για την τηλεδιοίκηση των συρμών του ΟΣΕ που επανήλθε κατά δραματικό τρόπο στο προσκήνιο μετά τα Τέμπη) είχαν ως συνέπεια τη μη λειτουργία των συστημάτων σηματοδότησης – τηλεδιοίκησης σε ολόκληρο σχεδόν τον άξονα Αθήνα – Θεσσαλονίκη και έτσι φτάσαμε στο τραγικό δυστύχημα στο Αδενδρο, το οποίο στοίχισε τη ζωή σε 4 ανθρώπους. Αν λειτουργούσαν τα εν λόγω συστήματα, τα τρένα δεν θα κυκλοφορούσαν στα «τυφλά» και σε καμιά περίπτωση δεν θα συνέβαινε το «ανθρώπινο λάθος» του μηχανοδηγού της αμαξοστοιχίας, αφού ακόμη κι αν ο δυστυχής μηχανοδηγός συνέχιζε, παρά τις ενδείξεις των φωτοσημάτων και τις προειδοποιήσεις των παραπάνω συστημάτων, να κινείται με ταχύτητα μεγαλύτερη της επιτρεπομένης, θα επιβαλλόταν ακαριαία πέδη, προκειμένου να μην επέλθει ο εκτροχιασμός της αμαξοστοιχίας.

Οι καταγγελίες των συνδικαλιστών

Επιπλέον, και τότε συνδικαλιστές του ΟΣΕ είχαν προχωρήσει σε συνεντεύξεις Τύπου με καταγγελίες για τις ελλείψεις στο σύστημα τηλεδιοίκησης και τις οποίες επανέλαβαν και στη δίκη για το ατύχημα του Αδένδρου που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2022 στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Θεσσαλονίκης, όπου στο εδώλιο είχε καθίσει ο 45χρονος επιβιώσας μηχανοδηγός. Και τότε είχε αναφερθεί ότι «η Ελλάδα είναι το μοναδικό σημείο στην Ευρώπη στο οποίο η κυκλοφορία των τρένων γίνεται εμπειρικά. Δεν υπολογίζονται οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μηχανοδηγοί και αναγκαστικά βασιζόμαστε στην εμπειρία των μηχανοδηγών». Οπως κι ότι «για τα συστήματα ηλεκτροκίνησης έχουν δαπανηθεί δισεκατομμύρια και θα έπρεπε να λειτουργούν κανονικά. Δυστυχώς, το μέσο έχει πλήρως απαξιωθεί». Επιπλέον τότε είχε συνταχθεί τεχνική έκθεση που διενήργησε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης -υπογράφηκε στις 9/5/2018 – και όπου πάλι επισημαινόταν η εγκατάσταση του συστήματος τηλεδιοίκησης. Ακόμη εζητείτο να υπάρξουν κανόνες και κωδικοποίηση στις επικοινωνίες των σιδηροδρομικών για να μην υπάρχουν παρανοήσεις – όπως συνέβη και στον όλεθρο των Τεμπών – με ανάλογο τρόπο με αυτόν που γίνεται στις αεροπορικές μεταφορές και σε άλλα σιδηροδρομικά δίκτυα».

Τέλος, στο δικαστήριο που οδήγησε στην απαλλαγή του ο μηχανικός είχε υποστηρίξει ότι «θέλω να ξέρουν ότι αν μπορούσα να κάνω κάτι θα το είχα κάνει».